του Γιώργου Παυλόπουλου
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η βρετανική οικονομία παραμένει μία από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες παγκοσμίως. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι το Brexit επιδρά πάνω της σημαντικά, προκαλώντας μεταβολές και αυξομειώσεις που ενώ για πολλούς φαντάζουν πολύ μικρές με βάση τους δείκτες, όταν μετρηθούν σε στερλίνες είναι μεγάλες και ανησυχητικές.
Για παράδειγμα, το πρώτο τρίμηνο του έτους το ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 0,5%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης των αποθεμάτων από την πλευρά επιχειρήσεων και νοικοκυριών που επέβαλε η επικείμενη έξοδος από την ΕΕ – η οποία, όπως θα θυμούνται οι περισσότεροι, είχε αρχικά προγραμματιστεί για τις 29 Μαρτίου. Αντιθέτως, όταν άρχισαν οι αναβολές και κατέστη φανερό ότι η υπόθεση δεν θα προχωρούσε εύκολα, το κλίμα άλλαξε. Κι αυτό, αποτυπώθηκε και στο ΑΕΠ, που το δεύτερο τρίμηνο (Απρίλιος-Ιούνιος) συρρικνώθηκε κατά 0,2%, για πρώτη φορά μετά το 2012.
Σήμερα, καθώς το νέφος της αβεβαιότητας έχει καλύψει για τα καλά τη Γηραιά Αλβιόνα και ο... ήλιος δεν προβλέπεται να ανατείλει για τους επόμενους μήνες, οι αναταράξεις και οι προσεισμοί συνεχίζονται. Κι αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν , παρά τις πολιτικές τους διαφορές και την σκληρή προεκλογική αντιπαράθεση, τόσο ο Μπόρις Τζόνσον όσο και ο Τζέρεμι Κόρμπιν. Οι οποίοι μοιάζουν να αναγνωρίζουν, παράλληλα, ότι ο κίνδυνος μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με ένα τρόπο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Κράτος-πυροσβέστης, όπως σε κάθε κρίση
Ποιος είναι αυτός. Μα φυσικά, ο παραδοσιακός και δοκιμασμένος σε όλες τις περιόδους κρίσης: Η αύξηση των κρατικών δαπανών και των δημοσίων επενδύσεων, ώστε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας ή, έστω, να διαφυλαχθούν οι υπάρχουσες και να δημιουργηθεί μια «ζώνη ασφαλείας» ώστε να αποτραπούν επικίνδυνοι κλονισμοί.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο νυν πρωθυπουργός και ηγέτης των Τόρις όπως και ο επικεφαλής των Εργατικών έχουν ήδη υποσχεθεί πολλά δισ. «παροχών» – συνεχίζοντας και επιταχύνοντας, επί της ουσίας, τη στροφή που είχε αρχίσει η Τερέζα Μέι, χαλαρώνοντας τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης στις δημόσιες δαπάνες και δεσμευόμενη για σημαντικές «ενέσεις» ρευστότητας στο βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Συγκεκριμένα, ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης, Σατζίντ Τζαβίντ, προανήγγειλε τον Σεπτέμβριο τις μεγαλύτερες αυξήσεις δαπανών για τις δημόσιες υπηρεσίες εδώ και 15 χρόνια, σημειώνοντας ότι πρόθεση των Τόρις είναι να διαθέσουν σημαντικά ποσά και στις υποδομές, για τη συντήρηση των υπαρχόντων και την κατασκευή νέων. Έτσι, πρακτικά, έδειξε να μην διαφέρει πολύ από τους Εργατικούς, που το 2017 είχαν υποσχεθεί σχεδόν 50 δισ. στερλίνες σε έκτακτες δαπάνες για τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ είχαν παρουσιάσει και ένα 10ετές πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ύψους 250 δισ.
Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, σύμφωνα με το ινστιτούτο Resolution Foundation, το αποτέλεσμα θα είναι να αυξηθεί σημαντικά τόσο το δημόσιο χρέος (είναι στο 80% του ΑΕΠ) όσο και το ποσοστό των δημοσίων δαπανών επί του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το περίπου 40% που είναι σήμερα: Στο 41,3% ως το 2023 με βάση το πρόγραμμα των Συντηρητικών και στο 43,3% με βάση εκείνο των Εργατικών. Παρά δε το γεγονός ότι θα παραμένει χαμηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Γερμανίας (44% το 2017) και κυρίως της Γαλλίας (56%), είναι φανερό πως το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει αλλάξει ρότα, υιοθετώντας ένα μοντέλο που θεωρητικά είναι ξένο προς την κυρίαρχη φιλοσοφία του.
Το τέλος του «θατσερισμού»;
Σημειώνεται, άλλωστε, ότι ο μέσος όρος του αντίστοιχου ποσοστού για τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν της κρίσης του 2008''-09 ήταν της τάξης του 37,4%, κυρίως εξαιτίας των μεταρυθμίσεων της Μάργκαρετ Θάτσερ. Αντιθέτως, πριν από την άνοδο της «Σιδηράς Κυρίας» στην εξουσία (το 1979) και πριν αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς τα μέτρα της, δηλαδή το διάστημα 1966-1984, ο μέσος όρος ήταν 42%.
Κι αυτό, από μόνο του, λέει πολλά. «Οι κοινές δεσμεύσεις (Τόρις και Εργατικών) για τερματισμό της λιτότητας και ακύρωσης πολλών στοιχείων της, καθώς και τα μεγαλεπήβολα σχέδια για τις υποδομές σημαίνουν ότι η Βρετανία θα μποροιύσε να επιστρέψει στη δεκαετία του ''70 όσον αφορά στο μέγεθος του κράτους της», σημείωσε χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος του Resolution Foundation, Ματ Γουίτακερ.
Οφείλουμε, πάντως, να υπογραμμίσουμε και μια σημαντική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε Τζόνσον και Κόρμπιν. Ενώ ο δεύτερος προτείνει τη χρηματοδότηση των νέων δαπανών με αύξηση των φόρων για το 5% των Βρετανών με το υψηλότερο εισόδημα και για τις επιχειρήσεις, ο πρώτος υποστηρίζει ότι θα καταφέρει να υλοποιήσει τις εξαγγελίες του μειώνοντας περαιτέρω τη φορολογία – προφανώς, ελπίζοντας με έκρηξη της ανάπτυξης όταν το Ηνωμένο Βασίλειο απελευθερωθεί από τα «δεσμά» της ΕΕ.
Μένει να διαπιστώσουμε εάν οι παραπάνω υποσχέσεις θα τηρηθούν, όποιος από τους δύο και αν σχηματίσει κυβέρνηση και εάν τα μοντέλα που προτείνουν είναι υλοποιήσιμα και βιώσιμα.
AP Photo/Kirsty Wigglesworth, pool