Το σχίσμα της ρωσικής ελίτ μετά τις πολεμικές ήττες
AP
AP

Το σχίσμα της ρωσικής ελίτ μετά τις πολεμικές ήττες

Μία από τις βασικές, τις θεμελιώδεις αρχές της ρωσικής ιστορίας, πέραν των μεγάλων και μικρών κύκλων ρήξεων και παλινορθώσεων που την χαρακτηρίζουν, είναι εκείνη που επισημαίνει την εναλλαγή των ελίτ σε κάθε γενιά. Την ιδέα αυτή ανέδειξαν στα έργα τους, τόσο ιστορικοί της τσαρικής εποχής, όπως ο Βασίλι Τατίστσεφ, ο Νικολάι Καραμζίν, ο Σεργκέι Σολοφιόφ και ο Βασίλι Κλιουτσέφσκι, όσο και νεότεροι μελετητές του ρωσικού πολιτισμού, όπως ο Βιατσεσλάβ Ιβάνοφ, ο Ντμίτρι Λιχατσόφ, ο Σεργκέι Αβέριντσεφ, ο Γιούρι Λότμαν κ.ά. 

Την παράδοση αυτή, θέλησε να τιμήσει και ο σημερινός πρόεδρος της Ρωσίας, ο οποίος το 2007 ξεκίνησε τη διαδικασία αντικατάστασης της ελίτ που διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του ’90. Ακολούθησε μία σειρά υποθέσεων ανακατανομής των ρόλων στο εσωτερικό της ρωσικής οικονομικής ελίτ, με κυριότερη εκείνη της πετρελαϊκής εταιρείας Γιούκος και την καταδίκη του μεγαλομετόχου της Χονταρκόφσκι σε 8ετή φυλάκιση το 2003 και συμβολικά ολοκληρώθηκε με την αποστράτευση του Σεργκέι Ιβανόφ από τη θέση του προσωπάρχη του Κρεμλίνου το 2016. Στη θέση των παλαιών, ήρθαν νεότεροι, οι οποίοι οφείλουν τα πάντα στον Πούτιν προσωπικά, πράγμα που εγγυάται την αφοσίωσή τους σε αυτόν. 

Ωστόσο, με την κήρυξη του πολέμου στις 24/02/22 κατά της Ουκρανίας και το διάστημα που διέρρευσε μέχρι τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, δεν είδαμε την παραμικρή κίνηση ή δήλωση αμφισβήτησης των εκπροσώπων της ρωσικής ελίτ ως προς την ακολουθούμενη πολιτική του Βλαδίμηρου Πούτιν. Η αίσθηση που υπήρχε τόσο στο εσωτερικό της Ρωσίας, όσο και στις δυτικές πρωτεύουσες, ήταν πως η ελίτ έχει συσπειρωθεί γύρω από τον ένοικο του Κρεμλίνου, εγκρίνοντας τις αποφάσεις του και περιμένοντας να εισπράξει τα οφέλη από την θρυλούμενη γρήγορη νίκη των ρωσικών στρατευμάτων. 

Μία πρώτη ρωγμή σε αυτό το αφήγημα, διαφάνηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν μετά τις συνεχείς ήττες και ατιμωτικές υποχωρήσεις των ρωσικών στρατευμάτων και υπό την επίδραση του σοκ που υπέστη η ρωσική κοινωνία από την «μερική επιστράτευση» και κυρίως μετά την «παράδοση της Χερσώνας» στους Ουκρανούς, έγινε φανερό πως η ρωσική ελίτ, σε όλες τις υποστάσεις της, έχει χωριστεί σε δύο, ευδιάκριτα, πλέον, στρατόπεδα. Έτσι, έχουμε από τη μία πλευρά τους «ρεαλιστές», οι οποίοι μιλούν για την αναγκαιότητα μίας παύσης των πολεμικών επιχειρήσεων, προκειμένου να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι της λεγόμενης «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» και, από την άλλη, τους οπαδούς της ανελέητης κλιμάκωσης με κάθε κόστος για τις ένοπλες δυνάμεις, την οικονομία και την κοινωνία. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, ο Βλαδίμηρος Πούτιν ανήκει πολιτικά και ψυχολογικά στη δεύτερη παράταξη, με τη μόνη διαφορά πως τώρα πλέον το κύρος του έχει υποστεί ανεπανόρθωτα πλήγματα. 

Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός πως ποτέ άλλοτε, οι αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα του Πούτιν δεν είχαν τεθεί εν αμφιβόλω, δημιουργώντας απειλή για την ενότητα της ρωσικής ελίτ. Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, δεν θα δούμε την παραμικρή αντίσταση ή έστω αμφιβολία των ολιγαρχών όταν ξεκίνησε η «μαζική έφοδος» των αντρών των μυστικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η αρχή που πρυτάνευσε στους κύκλους της ρωσικής ελίτ ήταν πως η ενίσχυση του ρόλου των μυστικών υπηρεσιών ήταν το αναγκαίο κόστος για την πολυδιαφημιζόμενη «σταθερότητα». Το ίδιο αδιάφορη ήταν η ρωσική ελίτ το 2008 όταν έγινε ο πόλεμος στην Γεωργία, αλλά και το 2014 με τη βίαιη προσάρτηση της Κριμαίας. 

Αυτό, είχε ως επακόλουθο, ο λεγόμενος «στενός κύκλος» του Πούτιν, οι φίλοι του είτε από τα νεανικά χρόνια, είτε από τη θητεία του στην ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. να ισχυροποιηθούν περαιτέρω, να γίνουν ακόμη πιο αναιδείς και προκλητικοί απέναντι στην κοινωνία. Οι προερχόμενοι από τις τάξεις των μυστικών υπηρεσιών, άρχισαν την έφοδο στην οικονομία, καταλαμβάνοντας υψηλόβαθμες θέσεις στις διοικήσεις όχι μόνο των κρατικών εταιρειών, αλλά και των ιδιωτικών. Αυτοί ήταν που στήριξαν με κάθε τρόπο την εμφάνιση και την εδραίωση της νέας κρατικής ιδεολογίας, η οποία στηρίζεται στο τρίπτυχο: παραδοσιακές αξίες, εθνικισμός, αντιαμερικανισμός- αντιφιλελευθερισμός.

Δεν αρκέστηκαν, όμως, μόνο σε αυτό, αλλά ενίσχυσαν παντί τρόπω και την «σοβιετικοποίση» της ρωσικής κοινωνίας, ιδίως μετά τους διωγμούς και την εξόντωση της λεγόμενης μη συστημικής αντιπολίτευσης με τις δολοφονίες της Άννας Πολιτκόφσκαγια και του Μπορίς Νεμτσόφ, την φυλάκιση εκατοντάδων άλλων αντιφρονούντων, την απαγόρευση λειτουργίας πολλών οργανώσεων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Μπορεί σε κλειστούς, φιλικούς κύκλους υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, τα μέλη της ρωσικής ελίτ να μουρμούριζαν δυσαρεστημένα, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση που δεν σήμαινε πως η ζωή δεν συνεχιζόταν κανονικά και οι «δουλειές» εξελίσσονταν ομαλά. 

Η εισβολή στην Ουκρανία, προς μεγάλη έκπληξη πολλών στη Δύση, δεν προκάλεσε κανένα ρήγμα στην ελίτ. Αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ, όσοι - λίγοι - ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι, απλά εγκατέλειψαν τη χώρα για το θερμό κλίμα των χωρών του Κόλπου, κατά κύριο λόγο. Όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν, απλά σώπασαν. 

Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι ισχυρίζονται πως αυτή η στάση της σιωπής, της συγκατάβασης και της συμφωνίας της ρωσικής ελίτ, οφείλεται στον τρόμο που νιώθουν πολλοί απέναντι στον Πούτιν και προβάλλουν το αντίστοιχο ιστορικό ανάλογο με τη στάση πολλών απέναντι στον Στάλιν. Η προσέγγιση αυτή, δεν φαίνεται πειστική. Μία εξήγηση που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για συζήτηση είναι πως η ρωσική ελίτ απλά δεν έχει να προτείνει κάποια άλλη, εναλλακτική λύση. 

Έτσι, καταλήγουμε στη διαπίστωση πως σε αυτό οφείλεται η πολιτική ηγεμονία του Πούτιν και του αποκαλούμενου «Κόμματος πολέμου», όπου έχουν συγκεντρωθεί όλα τα γεράκια των ακραίων συντηρητικών. Είναι προφανές πως η ρωσική ελίτ δεν είναι εκκολαπτήριο ηρώων, αφού όλοι συνειδητοποιούν πως όποιος τολμήσει να πάει κόντρα στο ρεύμα θα δεχτεί την ανελέητη επίθεση του αντιδυτικού συντηρητισμού που κυριαρχεί σήμερα. 

Εξάλλου, όσοι εκδήλωσαν αντιπουτινικές διαθέσεις, σήμερα βρίσκονται είτε στα κελιά των φυλακών, είτε έχουν αυτοεξοριστεί σε άλλες χώρες. Συνεπώς, όσοι έχουν κάτι να χάσουν, θεωρούν σκόπιμο και ωφέλιμο να σωπαίνουν, να χαθούν από το δημόσιο χώρο και να περιμένουν. 

Βέβαια, για ένα μεγάλο διάστημα, η ρωσική ελίτ πίστευε σε νικηφόρα έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία και τα συνακόλουθα οφέλη από την εκμετάλλευση όχι μόνο των περιοχών που θα προσαρτούσαν, αλλά και ολόκληρης της χώρας, την οποία σκόπευσαν να χωρίσουν σε λατιφούντια. Όλοι πίστευαν, ιδίως μετά την ήττα στη μάχη του Κιέβου, πως ο Πούτιν έχει «κάποιο άλλο σχέδιο» το οποίο θα αποδειχθεί αποτελεσματικό, αφού η Δύση έχει, σχεδόν, εξαντλήσει τα περιθώρια άσκησης πίεσης στην Ρωσία. Έκαναν λάθος. 

Ωστόσο, η αδήριτη πραγματικότητα υποχρέωσε την ρωσική ελίτ, με την πάροδο λίγων μηνών, να αποδεχτούν τον πόλεμο ως κάτι δεδομένο. Η έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων επέτεινε τους προβληματισμούς και της ανησυχίες κι έτσι στις αρχές του φθινοπώρου, δειλά - δειλά, άρχισαν να ακούγονται απόψεις σχετικά με τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης και εξέγερσης των λαϊκών μαζών. Καμία ελίτ, ποτέ στην ιστορία, δεν αγάπησε την επανάσταση. 

Αν μέχρι τον Σεπτέμβριο η ρωσική ελίτ, είτε ήταν ολιγάρχες, είτε άνδρες των μυστικών υπηρεσιών, πίστευαν πως η Ρωσία με κάποιο τρόπο και ως ένα βαθμό, θα νικήσει στον πόλεμο, σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Για πρώτη φορά, στα 23 χρόνια βασιλείας του Πούτιν, η ρωσική ελίτ βρίσκεται αντιμέτωπη με την απειλή του σχίσματος.

Σήμερα, οι εκπρόσωποι των δύο ευδιάκριτων πλέον ομάδων που αναφέρονται στην αρχή, ενώ παραμένουν συστημικοί στην προσέγγισή τους, αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις και τις προοπτικές, με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο και για τις δύο το βασικό ερώτημα που απαιτεί άμεση απάντηση είναι: ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική της Ρωσίας και ποιες οι βασικές της προτεραιότητες. Στο σημείο αυτό, αρχίζει το σχίσμα στο εσωτερικό της ρωσικής ελίτ, τη στιγμή που ο κατασταλτικός μηχανισμός του Κρεμλίνου, καθώς είναι απασχολημένος με τις διώξεις των μη συστημικών αντιπολιτευόμενων, δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει. 

Αναρωτιέται κανείς, αυθόρμητα: και ποιος είναι ο ρόλος του Πούτιν; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια την προσωπικότητα του μέχρι πρότινος «ατσαλάκωτου ηγέτη» ο οποίος συνεχίζει τον πόλεμο, επιμένοντας να τον αποκαλεί «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», διατυπώνοντας κάθε φορά και διαφορετικούς, θολούς, στόχους, αγνοώντας τα προβλήματα που έχουν ανακύψει και τις ερωτήσεις για το πως σκέφτεται να επιλύσει το πρόβλημα που ακούει στο όνομα «Ουκρανία», διαθέτοντας περιορισμένους και διαρκώς εξαντλούμενους πόρους. 

Πολλοί πίστευαν - πιστοί στις ρωσικές παραδόσεις - πως ο Πούτιν ξέρει πολύ καλά τι κάνει, πως έχει επεξεργασμένα και κοστολογημένα σχέδια. Η αυταπάτη αυτή κατέρρευσε μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από το Χάρκοβο και τη Χερσώνα, πράγμα που επέτεινε ακόμη περισσότερο την αμηχανία για τη διεξαγωγή των ψευτο-δημοψηφισμάτων στις τέσσερις περιοχές που είχε κατορθώσει να καταλάβει τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου. Θα μπορούσε, κάποιος κακεντρεχής να αναρωτηθεί: έτσι προστατεύει η Ρωσία την επικράτειά της, καταργώντας μόνη της το ίδιο το Σύνταγμά της και τις επιταγές του; Πώς επηρεάζει αυτό τις απόψεις της ρωσικής ελίτ; 

Σήμερα, η υπαρξιακή ανησυχία εντός της ρωσικής ελίτ είναι μία: μπορεί ο πόλεμος να οδηγήσει στο χάος και στη διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας; Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές, ότι ο Πούτιν αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης του. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι απλή: η εμφάνιση των δύο τάσεων, δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιβεβαίωση της αδυναμίας του προέδρου και της αντίδρασής τους σε αυτή. 

Οι δύο αυτές τάσεις διαφέρουν ως προς την απάντηση που δίνεται στο μοναδικό ερώτημα της ημερήσιας διάταξης: τι θα κάνει η Ρωσία αν χάσει τον πόλεμο; Προφανώς, και οι δύο συμφωνούν ως προς την εκτίμηση πως η Ρωσία θα χάσει τον πόλεμο και δεν υπάρχει τίποτα και κανένας που μπορεί να σταματήσει αυτή την εξέλιξη. Αυτό, όμως, σημαίνει πως η Ρωσία θα πρέπει να εγκαταλείψει την Κριμαία, να υπογράψει μία βαριά συνθήκη ειρήνης - αν όχι άνευ όρων παράδοση, να δει τους ηγέτες της να παραπέμπονται στο Διεθνές Δικαστήριο, να υποχρεωθεί να καταβάλει τεράστια ποσά αποζημιώσεων στην Ουκρανία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και, κυρίως, να αναλάβουν την εξουσία πολιτικοί με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση. 

Τώρα, ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει γιατί μιλάμε για τις δύο τάσεις της ρωσικής ελίτ, οι οποίες αμφότερες ανήκουν στο «Κόμμα του πολέμου». Η εμφάνιση δημοσίως ενός «Κόμματος της ειρήνης» θα σήμαινε πως στην ρωσική ελίτ και κοινωνία, υπάρχει μία μερίδα που θέλει την ήττα της Ρωσίας σε αυτόν τον πόλεμο, πράγμα που είναι αδιανόητο στις σημερινές συνθήκες. 

Υπάρχουν, βέβαια, διάφορες αποχρώσεις των διαφωνιών. Οι ρεαλιστές, θεωρούν αναγκαία μία παύση των εχθροπραξιών, προκειμένου να ανασυνταχθούν οι δυνάμεις, να αναταχθεί η οικονομία και να ανανεωθεί, ελεγχόμενα, το πολιτικό σύστημα. Θεωρούν πως η έναρξη του πολέμου ήταν μεγάλο λάθος που βασίστηκε στην υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της Ρωσίας, ωστόσο θα πρέπει να υπερασπιστεί σήμερα τα κεκτημένα της και να λάβει αμυντικές θέσεις κατά μήκος του μετώπου.

Στην τάση αυτή μετέχουν τεχνοκράτες, επιχειρηματίες, άνδρες των μυστικών υπηρεσιών και του στρατού, οι οποίοι έχουν σαφή εικόνα από το μέτωπο του πολέμου, αλλά και πολλοί «υπερπατριώτες». Είναι η πραγματιστική τάση, γιατί έχουν να χάσουν πολλά. Εκπρόσωποι αυτής της τάσης, άρχισαν να εμφανίζονται στο δημόσιο χώρο και σε τηλεοπτικές εκπομπές μεγάλης δημοτικότητας, όπου γίνεται κριτική στις αποφάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, ομολογείται η αδυναμία της Ρωσίας να νικήσει στον πόλεμο. Μέλημα, όλων, όπως ήταν φυσικό, είναι να προστατεύσουν το κύρος του Πούτιν και να αποδώσουν τις αποτυχίες στους «ανίκανους βογιάρους» που περιβάλλουν τον ηγεμόνα. Έργο χιλιοπαιγμένο στην ιστορία της Ρωσίας. 

Στην αντίπερα όχθη, είναι οι οπαδοί της κλιμάκωσης του πολέμου. Βασικό τους επιχείρημα είναι πως αν η Ρωσία θέλει να αποφύγει την ταπεινωτική ήττα, θα πρέπει να προχωρήσει σε γενική επιστράτευση, στον διαρκή και ανελέητο βομβαρδισμό των πολιτικών υποδομών της Ουκρανίας μέχρι την τελική νίκη και την συνθηκολόγηση της δοκιμαζόμενης αυτής χώρας. Για τους οπαδούς αυτής της τάσης, όσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα στα μέτωπα του πολέμου, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το πολιτικό τους όφελος. Φυσικά, λόγος γίνεται για τον ιδιοκτήτη του μισθοφορικού στρατού Βάγνκερ, Γιεβγκένι Πριγκόζιν και τον χαλίφη της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ. Ο δεύτερος, αισθάνεται στενάχωρα τα όρια του χαλιφάτου του στον Βόρειο Καύκασο και θέλει να γίνει πολιτική φιγούρα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, πράγμα που μέχρι σήμερα το Κρεμλίνο του απαγόρευε να κάνει.

Μαζί με τους προαναφερόμενους, στην τάση αυτή μετέχει ένα μεγάλο τμήμα του κυβερνώντος κόμματος «Ενιαία Ρωσία», αλλά και οι πολεμοκάπηλοι του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας του Γιεβγκέζι Ζουγκάνοφ. Υπό ορισμένη αίρεση, στην τάση αυτή μετέχουν μέλη του στενού κύκλου του Πούτιν, όπως οι ολιγάρχες αδελφοί Κοβαλτσούκ, ο επικεφαλής της Rosneft Ίγκορ Σέτσιν, ο Σεργκέι Τσεμέζοφ της Rostech και άλλοι, οι οποίοι έχουν να χάσουν πολλά. Ιδεολογικά και ψυχολογικά, ο Πούτιν, είναι κοντά σε αυτή την τάση. Γι’ αυτό και επιμένει στην στρατηγική των βομβαρδισμών της Ουκρανίας. 

Είναι κατανοητό, πως ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται σε μία νέα, μακράς διάρκειας φάση. Αντίστοιχος θα είναι και ο πόλεμος εντός της ρωσικής ελίτ, ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους πολεμοχαρείς. Ουσιαστικά, πρόκειται για δύο διαφορετικές προσεγγίσεις με βάση την παραδοχή πως η συνέχιση του πολέμου μπορεί να οδηγήσει στο χάος. Το πως θα εξελιχθεί αυτή η αντιπαράθεση, είναι κάτι που θα μάθουμε στο μέλλον.