Την πρόθεσή της να αποχωρήσει από το νέο «Δρόμο του Μεταξιού» επιβεβαιώνει πέραν κάθε αμφιβολίας η Ιταλία στον απόηχο της υποδοχής της Τζόρτζια Μελόνι από τον Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο και της στενότερης ευθυγράμμισης της πολιτικής της με τις Ηνωμένες Πολιτείες έναντι του παράγοντα Κίνα. Το στοίχημα για τη Ρώμη, η έξοδος να είναι όσο το δυνατόν ανώδυνη για τις σινο-ταλικές σχέσεις -εξ ου και η Τζόρτζια Μελόνι πρόκειται να πραγματοποιήσει προσεχώς επίσημη επίσκεψη στο Πεκίνο.
Η Ιταλία είχε δεχθεί σφοδρή κριτική εκ μέρους Δυτικών συμμάχων της όταν κατέστη προ τετραετίας, με απόφαση της τότε κυβέρνησης υπό τον Τζουζέπ Κόντε, η πρώτη χώρα στους κόλπους της G7, αλλά και την πρώτη μεγάλη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εντάχθηκε στην «Πρωτοβουλία Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative, BRI), το υπερ-φιλόδοξο σχέδιο της Κίνας προς επέκταση της γεωπολιτικής επιρροής και του εμπορικού της αποτυπώματος σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική μέσω μαζικών έργων υποδομών και επενδύσεων.
Η κυβέρνηση Μελόνι «ζύγιζε» επί μήνες την αποδέσμευση από την αμφιλεγόμενη συμφωνία που συνήφθη το 2019 και την οποία η ίδια είχε χαρακτηρίσει ήδη προ της εκλογής της «μεγάλο λάθος», λέγοντας ότι δεν θέλει να ευνοήσει μία δυσανάλογη κινεζική επέκταση στην Ιταλία και την Ευρώπη.
Το σήμα εξόδου ήλθε να εκπέμψει πλέον καθαρά ο Ιταλός υπουργός Άμυνας, Γκουίντο Κροσέτο, από τις σελίδες της Corriere della Sera τρεις ημέρες αφότου η Ιταλίδα πρωθυπουργός πέρασε τις πύλες του Λευκού Οίκου, σε μία ακόμη «δόση» realpolitik εκ μέρους του Τζο Μπάιντεν εν μέσω των γεωπολιτικών μεταβολών που έχει επιφέρει ο πόλεμος στην Ουκρανία και μίας Κίνας που ορίζεται πλέον ως η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τις ΗΠΑ και την παγκόσμια ασφάλεια.
Οι αναφορές Κροσέτο σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα περί αψυχολόγητης, «πονηρής» έως «απαίσιας», και εν τέλει αντιπαραγωγικής συμφωνίας που ελάχιστα ευνόησε την ίδια την Ιταλία στο εμπορικό πεδίο δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση Μελόνι θα εγκαταλείψει την Πρωτοβουλία BRI -για την ακρίβεια δεν θα ανανεώσει τη συμμετοχή της. Βάσει του «μνημονίου συνεννόησης» που έχουν συνυπογράψει Ρώμη και Πεκίνο, οι δύο πλευρές μπορούν να τερματίσουν τη συμφωνία μετά την παρέλευση πέντε ετών, ειδάλλως ανανεώνεται αυτόματα.
Η Ιταλία έχει χρονικό περιθώριο έως τα τέλη του 2023 να ενημερώσει την Κίνα τι προτίθεται να πράξει, και ως φαίνεται την απόφαση εξόδου θα «κομίσει» προσωπικά η Τζόρτζια Μελόνι στον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, σε επίσκεψη που θα πραγματοποιήσει σύντομα στο Πεκίνο -επίσκεψη την οποία η ίδια προανήγγειλε από την Ουάσινγκτον αφότου έγινε την περασμένη εβδομάδα δεκτή από τον Τζο Μπάιντεν. Στο πλαίσιο του «ανοίγματος» που επιχειρεί το καθεστώς Σι στην Ευρώπη προς απόκρουση των πιέσεων που δέχονται οι ηγέτες των «27» για μία πιο αποφασιστική στάση έναντι της Κίνας, η Μελόνι είχε ήδη δεχθεί πρόσκληση να επισκεφθεί το Πεκίνο, στην οποία μέχρι πρότινος δεν είχε απαντήσει επίσημα.
Σε συνέντευξή της την Κυριακή στο δίκτυο Canale 5, η ίδια η Μελόνι χαρακτήρισε «παράδοξο» το γεγονός ότι ενώ η Ιταλία μετείχε στην «Πρωτοβουλία Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (ΒRI) δεν ήταν και η χώρα-μέλος της G7 με τους ισχυρότερους εμπορικούς δεσμούς με την Κίνα. «Αυτό φανερώνει ότι μπορούμε να έχουμε καλές σχέσεις και εμπορικές συνεργασίες και εκτός της Πρωτοβουλίας» επισήμανε.
Πιο…συγκεκριμένος ήταν ο Αντόνιο Γκροσέτο, λέγοντας στην Corriere ότι η Ιταλία «εξήγαγε ένα φορτίο πορτοκάλια» στην Κίνα, ενώ εκείνη μέσα σε τρία χρόνια τριπλασίασε τις εξαγωγές της στην Ιταλία. «Το πιο γελοίο ήταν ότι το Παρίσι, χωρίς να υπογράψει καμία συνθήκη, την περίοδο εκείνη [σ.σ. σύναψης της συμφωνίας] πούλησε στο Πεκίνο αεροσκάφη έναντι δεκάδων δισεκατομμυρίων» ανέφερε ο Αντόνιο Κροσέτο.
Απηχώντας, ωστόσο, τον τεράστιο βαθμό δυσκολίας που έχει η κινεζική «εξίσωση» για την Ευρώπη, ο Ιταλός υπουργός Άμυνας αναγνώρισε πως το ζήτημα σήμερα για την Ιταλία είναι πώς να αποχωρήσει από τη συμφωνία χωρίς να επιφέρει ζημία στις διμερείς σχέσεις. «Διότι είναι αλήθεια ότι εκτός από ανταγωνιστής είναι ταυτόχρονα και εταίρος», επισήμανε προσθέτοντας πως «δεν είναι τυχαίο πως η Τζόρτζια Μελόνι ανακοίνωσε, και μάλιστα από τις ΗΠΑ, ότι θα μεταβεί στην Κίνα».
Μιλώντας για ζητήματα που άπτονται αμιγώς του πυρήνα του χαρτοφυλακίου του, ο Αντόνιο Κροσέτο εξέφρασε στην ίδια συνέντευξη ανησυχία για την «ολοένα και πιο διεκδικητική στάση» του Πεκίνου. «Κάποτε έμελλε να καταστεί ο μεγαλύτερος εμπορικός ‘παίκτης’ στον κόσμο. Σήμερα ανακοινώνει ότι θα είναι ο μεγαλύτερος στρατιωτικός παράγοντας παγκοσμίως. Επεκτείνονται. Και στην Αφρική επίσης ξεκίνησαν μία επέκταση πολιτιστικής φύσης: Κόμικς περιγράφουν τους Κινέζους ως απελευθερωτές και τους Δυτικούς ως εκμεταλλευτές που πρέπει να εκδιωχθούν», δήλωσε ο Κροσέτο σημειώνοντας ότι η Κίνα κάθε άλλο παρά κρύβει τους στόχους της.
Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε από τον Λευκό Οίκο και την Ιταλίδα πρωθυπουργό κατόπιν των συνομιλιών τους στον Λευκό Οίκο στις 27 Ιουλίου επισημαίνεται ότι «επαναβεβαίωσαν την ακλόνητη συμμαχία, τη στρατηγική εταιρική σχέση και τη βαθιά φιλία» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιταλίας.
Αμφότεροι αναφέρουν ότι η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους «απέδειξε την ενότητα και τη δύναμη του διατλαντικού δεσμού και τη μοναδική ικανότητα της Συμμαχίας να προσαρμόζει την αποτρεπτική και αμυντική της στάση για να αντιμετωπίσει προκλήσεις από όλες τις στρατηγικές κατευθύνσεις», ενώ τονίζεται πως Μπάιντεν και Μελόνι «στέκονται στο πλευρό της Ουκρανίας καθώς υπερασπίζεται τον εαυτό της από την παράνομη επίθεση της Ρωσίας […] και θα εξακολουθήσουν να παρέχουν πολιτική, στρατιωτική, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία για όσο διάστημα χρειαστεί, με στόχο την επίτευξη μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης που θα σέβεται πλήρως τον Χάρτη του ΟΗΕ και την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
Και οι δύο πλευρές δεσμεύονται επίσης για «περαιτέρω συντονισμό για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και αναγνώρισαν τον ρόλο που θα διαδραματίσει η Ιταλία σε αυτή την προσπάθεια, με την ιταλική προεδρία της G7 το 2024 και τη φιλοξενία της Διάσκεψης για την Ανασυγκρότηση της Ουκρανίας το 2025».
Στο καίριο για τις ΗΠΑ, υπό της φως της κινεζικής επεκτατικότητας, ζήτημα του Ινδο-Ειρηνικού, το κοινό ανακοινωθέν αναφέρει ότι Ουάσινγκτον και Ρώμη «έχουν δεσμευτεί σταθερά για έναν ελεύθερο, ανοιχτό, ευημερούν, χωρίς αποκλεισμούς και ασφαλή Ινδο-Ειρηνικό», και οι Ηνωμένες Πολιτείες «χαιρετίζουν την αυξημένη παρουσία της Ιταλίας στην περιοχή». Ως προς την Ταϊβάν, επαναλαμβάνουν τη ζωτική σημασία της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας, η οποία είναι καθοριστική για την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια και ευημερία». Και πιο συγκεκριμένα για το Πεκίνο αναφέρουν πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιταλία δεσμεύονται επίσης να ενισχύσουν τις διμερείς και πολυμερείς διαβουλεύσεις σχετικά με τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που θέτει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας».
Η επίσημη υποδοχή της Τζόρτζια Μελόνι στον Λευκό Οίκο έρχεται κόντρα στο «δείτε τι έγινε στην Ιταλία», την προειδοποίηση που είχε απευθύνει ο Τζο Μπάιντεν για την «τύχη της δημοκρατίας» με το βλέμμα στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 για το Κογκρέσο στις ΗΠΑ και το ενδεχόμενο απόκτησης της πλειοψηφίας από τους Ρεπουμπλικανούς τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όσο και στη Γερουσία (κάτι που δεν συνέβη). Η στάση Μελόνι έναντι της Ρωσίας είναι και αυτή που έφερε «κατ’ εξαίρεση» την πρόσκληση ηγέτη κόμματος της Άκρας Δεξιάς στον Λευκό Οίκο, με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται.