Ο νέος «Δρόμος του Μεταξιού» οδήγησε αναπάντεχα το 2019 στη Ρώμη. Σήμερα, εν μέσω ραγδαίων μεταβολών στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, και ενώπιον μίας Κίνας που καθίσταται ολοένα και πιο επεκτατική και επιθετική, η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, «ζυγίζει» ταυτόχρονα το βάθος των εμπορικών δεσμών με τον ασιατικό γίγαντα και τις σχέσεις Ρώμης-Ουάσινγκτον, καθώς επιδιώκει να απομακρυνθεί από τη συμφωνία με τον ελάχιστο διπλωματικό και οικονομικό αντίκτυπο.
Η Ιταλία έγινε προ τετραετίας, επί πρωθυπουργίας του Τζουζέπε Κόντε, η πρώτη χώρα στους κόλπους της G7, αλλά και η πρώτη μεγάλη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εντάχθηκε στην «Πρωτοβουλία ‘Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative, BRI), το υπερ-φιλόδοξο σχέδιο της Κίνας με στόχο την επέκταση της επιρροής και του εμπορικού της αποτυπώματος σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική μέσω μαζικών έργων υποδομών και επενδύσεων.
Προ της εκλογής της στην πρωθυπουργία, η Τζορτζια Μελόνι είχε δηλώσει ότι η ένταξη της Ιταλίας στην Πρωτοβουλία BRI «ήταν μεγάλο λάθος» και η ίδια δεν θέλει να ευνοήσει την κινεζική επέκταση στην Ιταλία και την Ευρώπη, ευθυγραμμιζόμενη με τις Ηνωμένες Πολιτείες που σταθερά πιέζουν την Ευρώπη για μία πιο αποφασιστική αντιμετώπιση της Κίνας, την οποία η διακυβέρνηση Μπάιντεν επισήμως ορίζει στο νέο αμυντικό δόγμα των ΗΠΑ ως πρωταρχική απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια μακροπρόθεσμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά βρίσκεται απέναντι στη δύσκολη εξίσωση μίας Κίνας που «ανοίγεται», διεκδικεί εμπράκτως ρόλο «εναλλακτικής υπερδύναμης» ενόσω παραμένει σε σύμπλευση με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, και καθίσταται όλο και πιο επιθετική έναντι της δημοκρατικά διοικούμενης νήσου της Ταϊβάν, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει βασικός εμπορικός και επενδυτικός εταίρος που μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν την πρόθεση, ή και την πολυτέλεια, να αποξενώσουν -όπως κατέστη περισσότερο από σαφές κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, στο Πεκίνο.
Η σφυρηλάτηση ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου έναντι της Κίνας ήταν και παραμένει εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, με το Πεκίνο από πλευράς του να μην… φείδεται προσπαθειών να τροφοδοτήσει τη διαίρεση στους κόλπους των «27», επιζητώντας να αποτρέψει στενότερη ευθυγράμμιση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ όσον αφορά τους εμπορικούς και επενδυτικούς περιορισμούς που στοχεύουν την κινεζική οικονομία.
Στην κλιμακούμενη ένταση Ουάσινγκτον-Πεκίνου «συμπαρασύρεται» εν προκειμένω η Τζόρτζια Μελόνι, η οποία από την έναρξη της θητείας της έχει θελήσει να καταστήσει σαφή τη συμπαράταξή της με τις ΗΠΑ στο «μέτωπο» της Κίνας, εκφράζοντας ανοιχτά την υποστήριξή της στην απειλούμενη Ταϊβάν. Ιταλοί πολιτικοί είχαν προγραμματίσει επίσκεψη στην Ταϊπέι εντός Απριλίου, αλλά αναβλήθηκε προφανώς για να μην δυναμιτίσει το κλίμα ενόσω είναι «ανοιχτή» η έξοδος από την «Πρωτοβουλία ‘Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος».
«Ανώδυνος» δρόμος, πάντως, δεν φαίνεται να υπάρχει για τη Ρώμη. Ενδεχόμενη ανανέωση της συμφωνίας θα έστελνε αδιαμφισβήτητα ένα εξαιρετικά δυσάρεστο μήνυμα προς την Ουάσινγκτον. Από την άλλη, όμως, σε περίπτωση μη ανανέωσης, η ένταση στις σχέσεις με την Κίνα θεωρείται μάλλον αναπόφευκτη.
Βάσει του «μνημονίου συνεννόησης» που συνυπέγραψαν Ρώμη και Πεκίνο το 2019, οι δύο πλευρές μπορούν να τερματίσουν τη συμφωνία μετά την παρέλευση πέντε ετών, ειδάλλως ανανεώνεται αυτόματα. Η Ιταλία έχει χρονικό περιθώριο έως τα τέλη του 2023 να ενημερώσει την Κίνα τι προτίθεται να πράξει.
Η ίδια η Τζόρτζια Μελόνι, ηγέτις των ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας, που ανήλθε στην εξουσία το 2022, εμφανίζεται να επιδιώκει τον τερματισμό της συμφωνίας, και κατά πληροφορίες ήθελε να έχει τη σχετική ανακοίνωση «έτοιμη» πριν τη Σύνοδο της G7 στη Χιροσίμα (19-21 Μαΐου). Όμως, στον κυβερνητικό συνασπισμό του οποίου ηγείται δεν επικρατεί σύμπνοια, με τη Λέγκα υπό τον Ματέο Σαλβίνι και την Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να κινούνται παραδοσιακά πιο «κοντά» στην Κίνα, καθώς και τη Ρωσία.
Υπό αυτό το κλίμα, και ενόσω αναζητούνται τρόποι για να περιοριστούν κατά το δυνατόν πιθανά οικονομικά «αντίποινα» εκ μέρους του Πεκίνου, η Μελόνι δεν έχει ακόμη απαντήσει επίσημα στην πρόσκληση που της έχει απευθύνει ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, να επισκεφθεί τη χώρα του εντός Μαΐου, στο πλαίσιο του «ανοίγματος» που επιχειρεί προς τους Ευρωπαίους ηγέτες.
Αναλυτές εκτιμούν πως η κυβέρνηση Μελόνι θα πρέπει να κινηθεί σε συντονισμό με τις ΗΠΑ και άλλους εταίρους για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη κινεζική αντίδραση αν αποχωρήσει από τη συμφωνία, ωστόσο δεδομένου του πόσο αμφιλεγόμενο έχει καταστεί το ζήτημα για την ίδια την ιταλική κυβέρνηση εκτιμούν ότι την παρούσα στιγμή μπορεί να μην ληφθεί τελικά καμία απόφαση και τα «δύσκολα» να μετατεθούν για αργότερα εντός του 2023.
Η Ιταλία είχε δεχθεί έντονη κριτική το 2019 ότι με τη συμμετοχή της στο νέο «Δρόμο του Μεταξιού» ερχόταν να υπονομεύσει τις δυνατότητες της Ευρώπης να αντιπαραταχθεί στο Πεκίνο· ήταν μία κίνηση που αιφνιδίασε τις δυτικές κυβερνήσεις και θορύβησε ειδικά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ανέλαβε τα ηνία της Ιταλίας το 2021 «πάγωσε» τη συμφωνία και πέρασε από «φίλτρο» τις κινεζικές επενδύσεις στη χώρα, ασκώντας βέτο σε τουλάχιστον τρεις κινεζικές εξαγορές το συγκεκριμένο έτος.
Η Ιταλία πρέπει να καταστεί ακόμη πιο προσεκτική όσον αφορά τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα, έχει επισημάνει ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Τζανκάρλο Τζορτζέτι. «Το γεωπολιτικό πλαίσιο οδηγεί σε μία ακόμη πιο προσεκτική προσέγγιση από ό,τι στο παρελθόν» δήλωσε πρόσφατα στο περιθώριο συνεδρίασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στην Ουάσινγκτον, προσθέτοντας ότι η τελική απόφαση επαφίεται στην πρωθυπουργό της Ιταλίας.