Η κυβέρνηση της Σουηδίας ανακοίνωσε σήμερα ότι θα διπλασιάσει τον προϋπολογισμό για την πολιτική άμυνα της χώρας τα επόμενα τρία χρόνια, με στόχο να ενισχύσει την ικανότητα των υποδομών, των υπηρεσιών διάσωσης και υγείας να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο πολέμου.
«Τα μαθήματα που πήραμε από τον πόλεμο στην Ουκρανία δείχνουν ότι είναι σημαντικό να εγγυόμαστε τη λειτουργία τομέων-κλειδί της κοινωνίας», ανέφερε η σουηδική κυβέρνηση σε ανακοίνωσή της.
«Η Ρωσία επιδιώκει ενεργά να διαταράξει τις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας (…) γεγονός που επηρεάζει πολλές πλευρές της ουκρανικής κοινωνίας», εξήγησε.
Κατά συνέπεια η Σουηδία θα αυξήσει φέτος κατά δύο δισεκ. κορώνες τον προϋπολογισμό της πολιτικής άμυνας, ώστε να φτάσει τα 8,5 δισεκ. (740 εκατ. ευρώ). Στόχος είναι ως το 2028 ο προϋπολογισμός αυτός να ανέλθει στα 15 δισεκ. κορώνες ετησίως, διευκρίνισε ο Σουηδός υπουργός Πολιτικής Άμυνας Καρλ- Όσκαρ Μπόλιν στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Οι πόροι θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση των υπηρεσιών φροντίδας και διάσωσης, για την παροχή πόσιμου νερού και τροφίμων καθώς και για τη βελτίωση των υποδομών στους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας.
Στα μέσα Απριλίου η σουηδική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την αύξηση κατά 385 εκατ. κορώνες του προϋπολογισμού του 2024 για την πολιτική άμυνα.
Η σουηδική υπηρεσία αρμόδια για την πολιτική προστασία (MSB) είχε εκτιμήσει πέρυσι ότι χρειάζεται 20 δισεκ. κορώνες για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της χώρας.
Η Σουηδία, η οποία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ στις αρχές Μαρτίου, επενδύει ενεργά στην άμυνά της. Η χώρα είχε μειώσει τις στρατιωτικές της δαπάνες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όμως η τάση αντιστράφηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014.
Τον Ιανουάριο ο Μπόλιν είχε προκαλέσει αντιδράσεις όταν δήλωσε ότι «θα μπορούσε να γίνει πόλεμος στη Σουηδία». Λίγο αργότερα ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της χώρας Μίκαελ Μπιντέν είχε επισημάνει ότι οι Σουηδοί «θα πρέπει να προετοιμαστούν πνευματικά για έναν πόλεμο».
Από το 2024 η Σουηδία δαπανά το 2,2% του ΑΕΠ της για την άμυνα, πάνω από το όριο του 2% που έχει θέσει το ΝΑΤΟ.