Ο Μπόρις Τζόνσον γνωρίζει καλά ότι η χώρα του, οι επιχειρήσεις της, οι εργαζόμενοι σε αυτές και η πλειοψηφία των συμπολιτών του, έχουν να χάσουν πολλά σε περίπωση μη συμφωνίας με την ΕΕ για τις διμερείς σχέσεις στη μετά-Brexit εποχή. Σίγουρα δε, πολύ περισσότερα από ό,τι οι πρώην εταίροι του, οι οποίοι στο συγκεκριμένο θέμα έχουν το πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις.
Έστω κι αν είναι οι Βρετανοί αυτοί που φαινομενικά τηρούν την πιο σκληρή στάση, η πραγματικότητα αυτή δεν αλλάζει. Ίσως δε είναι αυτό που τους ανάγκασε να ανακρούσουν πρύμνα χθες και να δεχτούν να καθίσουν ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους, έστω κι αν οι τελευταίοι δεν φάνηκε να κάνουν κάποια από τις υποχωρήσεις που είχε θέσει ως προϋπόθεση ο Τζόνσον για την επανέναρξη των συνομιλιών.
Τι είναι, όμως, αυτό που κινδυνεύουν να χάσουν οι Βρετανοί εάν δεν υπάρξει συμφωνία; Σίγουρα, δεν είναι μόνο οι ουρές στα τελωνεία που, ειδικά το πρώτο διάστημα, θα καθυστερήσουν τον εφοδιασμό των βρετανικών αγορών με είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία προέρχονται από την ΕΕ. Ούτε είναι κυρίως οι «ναυμαχίες» που θα σημειωθούν στα Στενά της Μάγχης, ανάμεσα στα καΐκια των Βρετανών και των Γάλλων ψαράδων, οι οποίοι θα προσπαθούν να υπερασπίσουν τον μέχρι σήμερα ζωτικό τους χώρο.
Είναι, πάνω από όλα, τα «σύνορα» που θα υψωθούν στον δρόμο των βρετανικών προϊόντων και υπηρεσιών προς την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά των 450 εκατ. δυνάμει καταναλωτών, ο οποίος μέχρι σήμερα ήταν ελεύθερος και «στρωμένος» με τα 740 δισ. ευρώ των διμερών εμπορικών συναλλαγών (σε ετήσια βάση). Πολύ περισσότερο δε καθώς, εμμέσως, τα σύνορα αυτά θα αφορούν και τις αγορές τρίτων χωρών, που παρέμεναν ανοιχτές για τους Βρετανούς εξαιτίας των συμφωνιών που είχε υπογράψει η ΕΕ με τις κυβερνήσεις τους.
Η ΕΕ και οι «άλλοι»
Τα στατιστικά στοιχεία, σε αυτό το σημείο, είναι ιδιαιτέρως χρήσιμα και μπορούν να αποδώσουν την πραγματικότητα – όπως και το μέγεθος του προβλήματος που είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε περίπτωση που επιλέξει την «άτακτη έξοδο». Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι (σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του BBC) το 49% των εμπορικών συναλλαγών της χώρας αφορά τους «27» της ΕΕ, το 11% τα κράτη που είναι συνδεδεμένα μαζί της με εμπορικές συμφωνίες και το 40% τον υπόλοιπο κόσμο.
Σημειώνεται ότι ενόσω η Βρετανία παρέμενε εντός της ΕΕ, μέχρι δηλαδή τις 31 Ιανουαρίου 2020, αποτελούσε αυτομάτως και αυτοδικαίως μέρος περίπου 40 εμπορικών συμφωνιών που οι «28» είχαν υπογράψει με 70 χώρες από όλο τον πλανήτη. Μέχρι στιγμής, έχουν αναθεωθεί οι 19 από αυτές τις συμφωνίες, που καλύπτουν 50 κράτη ή περιοχές και έτσι το υπάρχον καθεστώς θα συνεχίσει να ισχύει και μετά την 1η Ιανουαρίου.
Μάλιστα, στις 11 Σεπτεμβρίου, το Λονδίνο ανακοίνωσε την υπογραφή της πρώτης μεγάλης διμερούς εμπορικής συμφωνίας μετά το Brexit με την Ιαπωνία, η οποία διασφαλίζει πως δεν θα υπάρχουν δασμοί για το 99% των βρετανικών εξαγωγών προς το χώρα, ενώ είναι σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη που είχε υπογράψει η ΕΕ με την κυβέρνηση του Τόκιο το 2018.
Το «χαρτί» του Τραμπ
Ακόμη και έτσι, όμως, η αξία των εμπορικών συναλλαγών του Ηνωμένου Βασιλείου που μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν «εγγυημένες» ανέρχεται σε κάτι παραπάνω από 100 δισ. ευρώ και δεν αντιπροσωπεύουν παρά περίπου το 15% των αντίστοιχων με την ΕΕ. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν είναι κρυφό ότι αποτελούν τη μεγάλη ελπίδα του Τζόνσον για να «ρεφάρει» τις απώλειες από το Brexit και τη μη συμφωνία με τους Ευρωπαίους, οι προοπτικές δεν φαίνονται ευνοϊκές.
Η αιτία βρίσκεται, φυσικά, στη διαφαινόμενη ήττα του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Κι αυτό διότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε υποσχεθεί πως θα δώσει στο «φιλαράκι» του και Βρετανό πρωθυπουργό μια συμφωνία με ιδιαιτέρως προνομιακούς όρους – κάτι που οι Δημοκρατικοί και ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι δεδομένο ότι θα κάνουν και μάλιστα πολύ γρήγορα, καθώς ένας από τους στόχους τους είναι να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με την ΕΕ.