Η εμφύλια σύγκρουση στην Υεμένη έχει φτάσει σε οριακό σημείο, καθώς η Σαουδική Αραβία βλέπει να μην μπορεί να επιτύχει μία στρατηγική νίκη απέναντι στους αντάρτες των Χούθι. Η στροφή του Ριάντ στην εξωτερική πολιτική, μετά την σταδιακή αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, δείχνει την ανάγκη για κάθε νέο διαθέσιμο σύμμαχο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Όταν η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να επανεισβάλει στην Υεμένη το 2015, λόγω της προέλασης της σιιτικής οργάνωσης των Χούθι, που είχαν καταλάβει τότε την πρωτεύουσα, ανέμενε μία σύντομη επικράτηση. Ενδεχομένως να υπολόγιζαν μόνο τον πακτωλό των χρημάτων που ξοδεύονται σε εξοπλιστικά προγράμματα και την αδυναμία των ανταρτών των Χούθι, που θα μπορούσαν να είχαν στήριξη ουσιαστικά μόνο από το Ιράν. Αρκετά χρόνια ωστόσο το αποτέλεσμα της εμπλοκής τους είναι καταστροφικό και οι συνέπειες σήμερα είναι εμφανείς.
Το έδαφος που ελέγχουν οι σύμμαχοι της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη είναι περιορισμένο, ενώ το αντάρτικο των Χούθι επιτρέπει στους σιίτες να δραστηριοποιούνται σε τεράστιες εκτάσεις στα βόρεια και τα δυτικά της χώρας. Ταυτόχρονα, τζιχαντιστικές οργανώσεις, όπως παρακλάδια του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα βρίσκουν διαθέσιμο έδαφος για να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους. Το πλέον επικίνδυνο για το Ριάντ βέβαια είναι οι επιθέσεις προς τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της.
Όλο αυτό το διάστημα η Σαουδική Αραβία είχε την αμέριστη υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στις πολεμικές επιχειρήσεις της στην Υεμένη, ειδικά επί της προεδρίας Τραμπ που συμμεριζόταν σε απόλυτο βαθμό, την αντίληψη πως πίσω από τους Χούθι κρύβεται η Τεχεράνη. Ο Τραμπ είχε φτάσει σε σημείο να μπλοκάρει πρωτοβουλίες του Κογκρέσου που ανέφεραν τη Σαουδική Αραβία ως υπεύθυνη για την ανθρωπιστική καταστροφή που βιώνει η Υεμένη τα τελευταία χρόνια. Παρά τη σαφή υλική και ηθική στήριξη, το αποτέλεσμα των δισεκατομμυρίων δολαρίων του πολέμου στην Υεμένη είναι ουσιαστικά μηδαμινό για τη Σαουδική Αραβία. Οι Χούθι εκμεταλλεύονται τη σχέση τους με το Ιράν για να επιτύχουν τις δικές τους στοχεύσεις.
Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών προσέθεσε έναν ακόμα βασικό πρόβλημα στις δυσκολίες του Ριάντ. Ο Τζο Μπάιντεν είχε δεσμευθεί για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, αλλά και την ευρύτερη αποστασιοποίηση από τις διαμάχες της περιοχής. Αν κι οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να απομακρυνθούν από τους Σαούντ, είναι σαφές πως πλέον δεν έχουν το «πράσινο φως» του παρελθόντος.
Η στροφή προς την Ελλάδα για την ενίσχυση των σχέσεων της εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Ας μην ξεχνάμε πως το Ριάντ βρίσκεται στην απέναντι όχθη από την Τουρκία, ενώ αισθάνεται άμεσα την απειλή από την Τεχεράνη. Ταυτόχρονα δεν είναι σε θέση να εμβαθύνει τις σχέσεις της με το Ισραήλ. Είναι σαφές πως αυτή η κατάσταση δεν είναι μακροπρόθεσμα επωφελής για τον Οίκο των Σαούντ. Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Κατάρ, όπως φαίνεται άλλωστε με την επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμέντ μπιν Σαλμάν στη Ντόχα είναι ενδεικτική των προθέσεων της.
Ωστόσο, για το Ριάντ, οι κίνδυνοι της Υεμένης είναι άμεσοι. Τα χτυπήματα εναντίον των Χούθι και του εξοπλισμού θα χρειαστεί να είναι επιτυχημένα πλέον. Αν καταφέρουν οι Χούθι να κυριεύσουν την πλούσια επαρχία Μαρίμπ και τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους, θα αποτελέσει το σημείο καμπής για τους συμμάχους της Σαουδικής Αραβίας. Η ανακοίνωση των συμμάχων του Ριάντ πως κινδυνεύει το παγκόσμιο εμπόριο και η ναυσιπλοΐα νότια της Ερυθράς Θάλασσας ενδεχομένως να συγκινήσει περισσότερο τους συμμάχους της από την ανθρωπιστική καταστροφή των τελευταίων χρόνων στη χώρα.