Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας στην παρέμβαση του στο Οικονομικό Φόρουμ της Πράγας που οργανώνεται από το EUROFI, στη συζήτηση με θέμα «Νομισματική πολιτική και στασιμοπληθωρισμός», τόνισε μεταξύ άλλων πως «χρειαζόμαστε ενεργειακή πολιτική για να αποσυνδέσουμε, προσωρινά τουλάχιστον, τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και να συνεχίσουμε να παρέχουμε κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια».
Αναλυτικά η τοποθέτηση του Γιάννη Στουρνάρα:
«Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ιδιαίτερα σύνθετο πρόβλημα. Θα το παρομοίαζα με ένα πολυκέφαλο τέρας όπως η Λερναία Ύδρα. Ο πληθωρισμός έχει τρία κεφάλια, επομένως χρειάζονται τρία όπλα. Η νομισματική πολιτική είναι ένα από αυτά, αλλά δεν πρέπει να αφεθεί μόνη της. Αν είναι το μοναδικό όπλο που χρησιμοποιείται, αυτό θα συνεπαγόταν κόστος σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.
Τα άλλα δύο όπλα είναι η δημοσιονομική και η ενεργειακή πολιτική. Ο πληθωρισμός, στην Ευρώπη τουλάχιστον, οφείλεται σαφώς σε κλονισμούς από την πλευρά της προσφοράς, όπως η πανδημία και οι ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, θα λέγαμε ότι, εφόσον η Ευρώπη είναι σε καθαρή βάση μεγάλος εισαγωγέας ενέργειας, αυτό που παρατηρούμε σήμερα ουσιαστικά ισοδυναμεί με έναν ενεργειακό φόρο που επιβάλλεται στην Ευρώπη από μια ξένη χώρα και ο οποίος μειώνει το καθαρό εισόδημα ή την ευημερία της κατά περίπου 5% του ΑΕΠ. Διαφέρουμε από τις ΗΠΑ, που έχουν ισοσκελισμένο ή και πλεονασματικό ισοζύγιο ενέργειας.
Το 75% των διαταραχών στις τιμές καταναλωτή προέρχεται από ένα και μόνο εμπόρευμα, το φυσικό αέριο, το οποίο λόγω του μοντέλου τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος με βάση το οριακό κόστος, επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος με αναλογία 1:1. Σύμφωνα με τα οικονομετρικά υποδείγματα και τις εκτιμήσεις μας, μεταξύ 2022 και 2023 οι τιμές του φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθούν κατά 40%.
Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος και παρότι οι τιμές άλλων εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υδροηλεκτρική ενέργεια, αναμένεται να περιοριστούν κατά 20% περίπου. Αυτός ο παράγοντας διατηρεί το μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό σε υψηλό επίπεδο, στο 5,5% το 2023, έναντι 8,1% φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ.
Δεν έχουμε, μέχρι στιγμής, ενδείξεις δευτερογενών επιδράσεων. Ο ρυθμός αύξησης των μισθών στην Ευρώπη παραμένει συγκρατημένος, περίπου 3-3,5% κατά μέσο όρο, κοντά στο στόχο του 2%, αν ληφθεί υπόψη και η αύξηση της παραγωγικότητας. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, τόσο με βάση στοιχεία ερευνών, όσο και με βάση τις πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, μετά από 5 έτη με ορίζοντα 5 ετών, παραμένουν σταθεροποιημένες στο 2%. Δεν έχουμε θετικό παραγωγικό κενό. Αντίθετα, αναθεωρήσαμε τις προβλέψεις μας και πλέον αναμένουμε εξάλειψη του παραγωγικού κενού στο τέλος του 2024, δύο τρίμηνα αργότερα από ό,τι είχε εκτιμηθεί στις προηγούμενες προβλέψεις.
Παρ´ όλα αυτά, ακόμα και στη σημερινή περίσταση που ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κόστους, η νομισματική πολιτική είναι σημαντικό όπλο γιατί διατηρεί σταθεροποιημένες τις προσδοκίες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις υπό έλεγχο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χθες προχωρήσαμε σ’ αυτή την εμπροσθοβαρή κίνηση αύξησης των βασικών επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, παρά το κόστος που είναι δυνατόν να υπάρξει σε όρους προϊόντος και απασχόλησης. Θέλουμε να προσεγγίσουμε αυτό που σύμφωνα με τα υποδείγματά μας είναι το ουδέτερο επιτόκιο. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο επίπεδο του ουδέτερου επιτοκίου, που είναι υψηλότερο από το μηδέν. Μπορεί να είναι περίπου 1,5%, ή και 2%.
Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής είναι από μόνη της μια επαρκής και βέλτιστη απάντηση σε αυτό το σύνθετο πρόβλημα; Όχι, χρειάζονται άλλα δύο όπλα. Χρειαζόμαστε ενεργειακή πολιτική για να αποσυνδέσουμε, προσωρινά τουλάχιστον, τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και να συνεχίσουμε να παρέχουμε κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια. Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διατηρήσει μια κατεύθυνση τέτοια ώστε να μην αντιστρατεύεται τη νομισματική πολιτική, ταυτόχρονα όμως δεν θα πρέπει να είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη ώστε να προσφέρει στήριξη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να συνδυάζει τη φορολόγηση των έκτακτων κερδών ορισμένων παραγωγών ενέργειας και επιδοτήσεις για όσους βγαίνουν ζημιωμένοι.
Όπως είπε ο Μπέρναρντ Σω, συνήθως στην αξιολόγηση μιας κατάστασης οι απαισιόδοξοι έχουν δίκιο, αλλά, αν ο κόσμος μας είναι όπως είναι σήμερα και έχει προοδεύσει, αυτό οφείλεται στους αισιόδοξους. Αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν είναι αισιόδοξοι, τότε αυτή η αρνητική διάθεση μεταδίδεται στον ιδιωτικό τομέα, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αυτό είναι συμπέρασμα των ψυχολόγων και δεν ισχύει μόνο από οικονομική άποψη. Απαιτούνται εργαλεία κατά του κατακερματισμού γιατί δεν είμαστε μια πλήρης οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Είμαστε μόνο μια πλήρης νομισματική ένωση. Δεν έχουμε δημοσιονομική ένωση. Δεν έχουμε καν τραπεζική ένωση, γιατί δεν έχουμε ακόμη ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Δεν είμαστε ένωση κεφαλαιαγορών.
Γι' αυτό, με τα πρώτα σημάδια αστάθειας, ο κλασικός διαχωρισμός μεταξύ Βορρά και Νότου έρχεται στην επιφάνεια ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική κατάσταση. Στον ευρωπαϊκό νότο, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ, για παράδειγμα στην Ελλάδα, μειώνεται δραστικά. Επί του παρόντος, η διαφορά ρυθμού ανάπτυξης-επιτοκίου (snowball effect) είναι ευνοϊκή, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Στην κεντρική τράπεζα χρειαζόμαστε εργαλεία κατά του κατακερματισμού, γιατί το άλλο σκέλος της ΟΝΕ είναι ακόμη ατελές. Το βάρος το επωμίζεται το σκέλος που έχει ολοκληρωθεί, και αυτό είναι το νομισματικό. Μην ξεχνάτε τη δέσμευση που ομόφωνα αναλάβαμε τον Ιούλιο, ότι δεν θα επιτρέψουμε ξανά τον κατακερματισμό στην Ευρώπη.
Η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να καθορίσει τα πραγματικά επιτόκια μακροπρόθεσμα, μπορεί μόνο να καθορίσει τα ονομαστικά επιτόκια. Υπενθυμίζω ότι πριν από την πανδημία βρισκόμασταν σε χρόνια στασιμότητα, παρά την τεράστια ποσοτική χαλάρωση. Ο πληθωρισμός ήταν σχεδόν αρνητικός, τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά. Όλα τα μεγέθη βρίσκονταν σε καθοδική πορεία, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, το επιτόκιο ισορροπίας (ή το ουδέτερο επιτόκιο).
Αυτοί οι παράγοντες διαμόρφωναν τις εξελίξεις, όχι οι κεντρικές τράπεζες.Τα πραγματικά επιτόκια, που σύμφωνα με τη θεωρία υπολογίζονται αν από τα ονομαστικά επιτόκια αφαιρέσουμε τον αναμενόμενο πληθωρισμό και όχι τον τρέχοντα, αυξάνονται από τότε που ξεκινήσαμε την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Αν η πολιτική μας δεν ήταν αποτελεσματική, οι αποδόσεις των ομολόγων θα έπρεπε να είναι στο 10%, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, είναι γύρω στο 2-2,5%, επειδή υπάρχει η αντίληψη ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί, καθώς προέρχεται κυρίως από την προσφορά και όχι τόσο από τη ζήτηση. Ξεκινήσαμε την ομαλοποίηση και πρόκειται για μια σοβαρή ομαλοποίηση. Και θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με την ανάλογη σοβαρότητα. Μπορεί να έχουμε μεγάλες απώλειες σε όρους προϊόντος και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.»