Τα πολιτικά μηνύματα από την Άγκυρα είναι αντιφατικά. Από τη μία πλευρά, η τουρκική πολεμική αεροπορία επιτίθεται σε στόχους στη βόρεια Συρία (και το Ιράκ) και η Άγκυρα απειλεί με στρατιωτική κλιμάκωση σε ένα ευρύ μέτωπο.
Την ίδια στιγμή, ο Τούρκος πρόεδρος προτείνει μια νέα διπλωματική αρχή με το καθεστώς της Δαμασκού και δηλώνει έτοιμος να καθίσει σε ένα τραπέζι με τον Σύρο δικτάτορα. Εκ πρώτης όψεως, είναι δύσκολο να βρει κανείς μια λογική εξήγηση για τη συνύπαρξη των πολεμικών ενεργειών και του διπλωματικού ανοίγματος.
Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς την πληθώρα των αναλύσεων που προσπαθούν να εξηγήσουν την επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οι περισσότερες από τις μελέτες καταλήγουν σε παρόμοιο, αν όχι ταυτόσημο συμπέρασμα: Ο πρόεδρος Ερντογάν εργαλειοποιεί την εξωτερική πολιτική για να αποσπάσει την προσοχή από τα τεράστια οικονομικά προβλήματα στην χώρα του.
Η πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας παρέχει παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων προσφέρονται για την κινητοποίηση των μαζών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κυβερνώντες στην Άγκυρα προετοιμάζουν ένα τέτοιο σενάριο ακόμα μία φορά.
Όταν μια βόμβα εξερράγη στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης στις 13 Νοεμβρίου, σκοτώνοντας έξι ανθρώπους, η κυβέρνηση ονόμασε τους υπεύθυνους πριν ακόμη ολοκληρωθεί η έρευνα. Λίγο αργότερα, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη επιτέθηκαν σε στόχους στη βόρεια Συρία - και στο βόρειο Ιράκ.
Λίγες ημέρες αργότερα πάλι, ο Ερντογάν δήλωσε ότι οι αεροπορικές επιδρομές ήταν ,«μόνο η αρχή». Και, τέλος, πριν από τρεις εβδομάδες, ο υπουργός Άμυνας Ακάρ ανακοίνωσε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας είναι έτοιμες «να ολοκληρώσουν το έργο». Με τον όρο «έργο» εννοούσε την επίγεια επίθεση κατά των κουρδικών Μονάδων Λαϊκής Άμυνας (YPG).
Εσωπολιτικά μια στρατιωτική επίθεση κατά της Συρίας μπορεί να έχει όφελος για τον Ερντογάν. Στην εξωτερική πολιτική όμως τα χέρια του είναι δεμένα. Ο Ερντογάν είχε ήδη απειλήσει με εισβολή στην Βόρεια Συρια την άνοιξη, στη συνέχεια ομωε απέφυγε να την εφαρμόσει μετά από προειδοποιήσεις των ΗΠΑ, κυρίως της Ρωσίας και του Ιράν.
Ο δισταγμός του Ερντογάν οφείλεται πρωτίστως στην αντίσταση της Ρωσίας. Η Μόσχα αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη στη Συρία. Η μεσανατολική χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως προτεκτοράτο των Ρώσων. Οι συσχετισμοί δυνάμεων αυτοί δεν πρόκειται να αλλάξουν σύντομα. Αν η Τουρκία θέλει να διαδραματίσει ρόλο στη Συρία, πρέπει λοιπόν να έρθει σε συνεννόηση με τους Ρώσους. Στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, η Μόσχα ενδιαφέρεται για μια συνεννόηση μεταξύ της Άγκυρας και της Δαμασκού.
«Οι δύο αυτές χώρες είναι γείτονες και θα πρέπει να είναι φίλοι», δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ο ειδικός απεσταλμένος της Ρωσίας για την Συρία Αλεξάντερ Λαβρέντιεφ. Ο Ερντογάν έσπευσε να δεχτεί την υπόδειξη της Μόσχας: «Μια συνάντηση με τον Άσαντ είναι δυνατή», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος στα τέλη Νοεμβρίου, προσθέτοντας:
«Δεν υπάρχει κακή θέληση ή πικρία στην πολιτική». Στα μέσα Δεκεμβρίου, ο Τούρκος πρόεδρος έγινε πιο συγκεκριμένος. Μιλώντας σε Τούρκους δημοσιογράφους κατά την επιστροφή του από ταξίδι στο εξωτερικό, ο Ερντογάν πρότεινε μια «τριμερή συνάντηση» μεταξύ της Τουρκίας, της Συρίας και της Ρωσίας.
Οι υπουργοί Άμυνας θα πρέπει να κάνουν μια αρχή- σε επόμενο βήμα, οι υπουργοί Εξωτερικών των τριών χωρών θα πρέπει να συναντηθούν. Στο τέλος της πρότασης Ερντογάν οι πολιτικοί ηγέτες των τριών χωρών θα συναντηθούν. Σημαντική είναι η ένδειξη του Ερντογάν ότι είχε συζητήσει αυτό το σχέδιο με τον Πούτιν και ότι ο Πούτιν είχε δώσει την έγκρισή του.
Για τον Πούτιν, μια συνάντηση κορυφής μεταξύ του Σύρου δικτάτορα και του Τούρκου προέδρου θα ήταν μια σπουδαία διπλωματική επιτυχία. Ο Ερντογάν, επίσης, θα καταλάμβανε για σύντομο χρονικό διάστημα μια εξέχουσα θέση στην παγκόσμια σκηνή, κάτι που του αρέσει ιδιαίτερα. Για τη Δαμασκό, μια συνάντηση κορυφής με την Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, θα αποτελούσε ένα ακόμη βήμα εξόδου από την απομόνωση μετά τη σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και την Αίγυπτο.
Ο Ερντογάν θα απαιτήσει υψηλό τίμημα για μια συνάντηση με τον Άσαντ. Η Τουρκία ακολουθεί τρεις στόχους στη Συρία: Πρώτον, αποτροπή μιας αυτόνομης κουρδικής περιοχής υπό την ηγεσία του YPG στα σύνορά της. Δεύτερον: Ανάσχεση μιας νέας ροής προσφύγων από τη Συρία προς την Τουρκία. Και τρίτον: Επαναπατρισμός Σύρων προσφύγων από την Τουρκία σε μια ζώνη πέραν των τουρκικών συνόρων που στην καλύτερη περίπτωση ελέγχεται από την Άγκυρα.
Εάν ο Ερντογάν διακρίνει ενδείξεις ότι μπορεί να επιτύχει αυτούς τους στόχους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον Άσαντ και τον Πούτιν, θα επιλέξει τη διπλωματική οδό. Όμως, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος του. Ο Ερντογάν πρέπει να αποδείξει επιτυχία πριν από τις εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξαχθούν το αργότερο τον Ιούνιο.
Στις θεωρήσεις της Άγκυρας, η στρατιωτική επιλογή, δηλαδή μία χερσαία επίθεση σε ευρύ μέτωπο, είναι πάντα το σχέδιο Β. Σε αυτό το πλαίσιο, η αντίφαση που αναφέρθηκε στην αρχή αποκτά στρατηγικό νόημα. Ο Ερντογάν ακολουθεί συγκεκριμένους στόχους στην Συρία. Για να τους επιτύχει έχει στη διάθεσή του δύο μεθόδους.
Θα μάθουμε τις επόμενες εβδομάδες ποια μέθοδο θα εφαρμόσει.
*Ο Δρ Ρόναλντ Μαινάρντους είναι Κύριος Ερευνητής και επικεφαλής του προγράμματος Μεσογείου στο ΕΛΙΑΜΕΠ.