Η συζήτηση για την υποτιθέμενη υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των νησιών στο Ανατολικό Αιγαίο, και σε διαφορετική περίπτωση, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους με το αβάσιμο επιχείρημα, ότι η ελληνική κυριαρχία σε αυτά τελεί υπό την αίρεση της αποστρατιωτικοποίησης, δεν εξυπηρετεί μόνο την Τουρκία αλλά και τη Ρωσία.
Η μεν Τουρκία επιδιώκει κυριαρχία ή/και κυριαρχικά δικαιώματα μέχρι τον 25ο μεσημβρινό, δηλαδή, την ουσιαστική δορυφοροποίηση και τον έλεγχο του μισού Αρχιπελάγους, ώστε: α) Nα εξουδετερώσει την στρατηγική σημασία της Αλεξανδρούπολης για τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, β) nα αποκτήσει πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του Αιγαίου, και γ) κυρίως, να διευρύνει τη γεωπολιτική της βαρύτητα ελέγχοντας την έξοδο των Στενών και τη διαδρομή μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και τη διώρυγα του Σουέζ.
Η δε Ρωσία ενδιαφέρεται ειδικά για την τελευταία από τις παραπάνω παραμέτρους, καθώς η Αραβική Άνοιξη της πρόσφερε τη δυνατότητα να διευρύνει την παρουσία της στη Συρία και τη Λιβύη, και να διαμορφώσει σημεία πρόσβασης και επιρροής ακόμη και στην υποσαχάρια Αφρική. Επομένως, φαίνεται πως η πάγια πολιτική της Ρωσίας, όπως ειδικότερα εκφράστηκε στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Συνθήκης του Παρισιού (1947) που μεταξύ άλλων απέδωσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα αποστρατιωτικοποιημένα, επανακάμπτει σήμερα χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με ενδιάμεσους. Άλλωστε, η ισχύς της ΕΣΣΔ του Στάλιν ήταν διαφορετική σε σχέση με την ισχύ που μπορεί να κινητοποιήσει η Ρωσία του Πούτιν.
Το 1947 ο Στάλιν απαίτησε ανοιχτά την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων, κάτι που δεν μπορεί να κάνει σήμερα ο Πούτιν πέρα από την Ουκρανία και τον υπόλοιπο μετα-σοβιετικό χώρο. Η Τουρκία, λοιπόν, είναι ο χρήσιμος ενδιάμεσος για τη Ρωσία, προκειμένου η Μόσχα να εξασφαλίσει δουλείες σε βάρος της Ελλάδας που θα διευκολύνουν την απρόσκοπτη διεύρυνση της ρωσικής επιρροής στη Μεσόγειο.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, το καθεστώς Ερντογάν επιδιώκει να παίξει ένα διπλό παιχνίδι, αξιοποιώντας την κομβική γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας. Από τη μια πλευρά ασκεί διπλωματία που σε σημαντικό βαθμό ταυτίζεται με τα ρωσικά συμφέροντα και ρηγματώνει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, κρατά τις ΗΠΑ αγκυροβολημένες στην περιοχή και μακριά από τη λεκάνη του Ειρηνικού που είναι η στρατηγική προτεραιότητά τους. Κι από την άλλη, αναζητά πρόθυμους ή έστω ανεκτικούς συνομιλητές στη Δύση για να κλείσει το μάτι ή να εκβιάσει άλλες συναλλαγές, διαμορφώνοντας όρους ανατολίτικου παζαριού για να βρει τον καλύτερο πλειοδότη.
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για την Άγκυρα. Θα παραβρίσκονται όλοι όσοι επιθυμεί να γίνουν ακροατές των παραπόνων και των φιλοδοξιών της, και ειδικά ο Αμερικανός Πρόεδρος. Η Σύνοδος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη πριν λίγες ημέρες ήταν απλά η πρόγευση των όσων θα επιχειρήσει να θέσει στο τραπέζι της Συμμαχίας η αναθεωρητική Τουρκία.
Η αρχική άρνησή της να συναινέσει στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ διαμόρφωσε επαρκή χώρο για να επιδιώξει σημαντικά ανταλλάγματα. Η σύνδεση της ασφάλειας και της τρομοκρατίας με την απειλή που υποτίθεται ότι συνιστούν οι Κούρδοι και οι γκιουλενιστές στις δύο υποψήφιες προς ένταξη χώρες, βοηθά την Τουρκία να διατηρήσει τα προσχήματα εντός του ΝΑΤΟ, να ανεβάσει το τίμημα/αντάλλαγμα για τη συναίνεσή της και φυσικά να δικαιολογήσει ακόμη μια εισβολή στη Συρία, όπου βέβαια την ίδια στιγμή χρειάζεται τη ρωσική συναίνεση.
Φυσικά, ο Ερντογάν δεν ενδιαφέρεται για μια συνάντηση με τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Αντίθετα, αν μπορούσε, θα συναντούσε όλους τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Συμμαχίας εκτός από τον Πρωθυπουργό Μητσοτάκη. Η παράλληλη επιδίωξή του είναι να δημιουργήσει αρνητικό κλίμα σε βάρος της Ελλάδας. Με αφορμή τη γνωστή επωδό για την υπόθαλψη «γκιουλενιστών τρομοκρατών», ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να αναδείξει την Ελλάδα ως αφερέγγυα σύμμαχο και παράγοντα αστάθειας στην περιοχή. Θα παρουσιάσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως προγεφύρωμα για να βρίσκουν καταφύγιο οι γκιουλενιστές και θα κατηγορήσει την ελληνική κυβέρνηση πως κρύβεται πίσω από τις ΗΠΑ και τις αμερικανικές βάσεις, ενώ στην πραγματικότητα, είναι η Τουρκία που εγγυάται τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.
Παρά το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι το αρμόδιο forum για να τεθούν ζητήματα αφοπλισμού και κυριαρχίας ελληνικών νησιών, το πιο πιθανό είναι ότι Ερντογάν θα επιχειρήσει να οδηγήσει τη συζήτηση εκεί. Ίσως θέσει ζήτημα εξαίρεσης ελληνικών νησιών από τον σχεδιασμό νατοϊκών ασκήσεων με αφορμή την υποτιθέμενη υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης, ικανοποιώντας έτσι παράλληλα και την Μόσχα. Αλλά την ίδια στιγμή, οπωσδήποτε θα επιμείνει να ζητά αμερικανικά όπλα τελευταίας τεχνολογίας, προβάλλοντας ως αδικία την αντίστοιχη ευχέρεια που απολαμβάνει η Αθήνα. Και σίγουρα, η τουρκική δημόσια διπλωματία θα αναδείξει τη συνάντηση Ερντογάν-Μπάιντεν, ακόμα και αν αυτή είναι ολιγόλεπτη, για να διασκεδάσει την εικόνα και τις εντυπώσεις από την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο και το Καπιτώλιο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο πως η Συνάντηση Κορυφής στη Μαδρίτη εξελίσσεται πλέον σε ιδανική ευκαιρία για να αποκομίσει ο Ερντογάν ανταλλάγματα και να δημιουργήσει εντυπώσεις σε βάρος της Ελλάδας. Ήδη, φρόντισε να πάρει όλα όσα ζητούσε από τη Σουηδία και τη Φινλανδία αναφορικά με τις τρομοκρατικές απειλές, τον χαρακτηρισμό του PKK και των γκιουλενιστών ως τρομοκρατών και την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, την απέλαση και την έκδοσή τους, την πρόσβαση στην αγορά της αμυντικής βιομηχανίας των δύο χωρών, ακόμα και την υποστήριξή τους για τη συμμετοχή της Τουρκίας στην PESCO και τις πρωτοβουλίες της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας της ΕΕ.
Το τριμερές μνημόνιο που υπογράφηκε από τους Υπουργούς Εξωτερικών περιλαμβάνει ακόμα και δομικούς μηχανισμούς διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ τους για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος και κάθε είδους απειλών για τις οποίες θα συμφωνήσουν. Κυρίως όμως, αυτό το μνημόνιο είναι μια αναμφισβήτητη επιτυχία για την τουρκική εξωτερική πολιτική, που προσφέρει στον Ερντογάν όχι μόνο έναν προσωπικό θρίαμβο για το εσωτερικό του ακροατήριο, αλλά και την ευκαιρία να πιέσει την Ελλάδα αφόρητα.
Πλέον υπάρχει ένα μνημόνιο που με κάθε ευκαιρία θα το προβάλει ως απόδειξη καλόπιστης εξωτερικής πολιτικής και αγαστών συμμαχικών σχέσεων, που αποτελεί παράδειγμα για τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Αθήνα. Και το μόνο σίγουρο είναι πως θα υπάρξουν ακόμα και ενδοσυμμαχικές πιέσεις, όσο ο «καλόπιστος» Ερντογάν θα θέτει στο τραπέζι τις διεκδικήσεις του, στη λογική του «βρείτε τα, όπως α βρήκε με τους Σουηδούς και τους Φινλανδούς. «Ρουά», λοιπόν η Άγκυρα στην Αθήνα, και πλέον είναι βασικό ζητούμενο η ελληνική αντίδραση.
* O Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ