Του Νίκου Μελέτη
Αντιμέτωπη με τα μπαλώματα και τις γκρίζες ζώνες της Συμφωνίας των Πρεσπών θα βρεθεί σύντoμα η ελληνική κυβέρνηση λόγω των εξελίξεων που πυροδοτεί η πολιτική κρίση που προκαλεί στα Σκόπια το γαλλικό βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Και πολύ σύντομα θα αποδειχθεί πόσο λανθασμένος ήταν ο χειρισμός και η διαπραγμάτευση της Συμφωνίας των Πρεσπών, που θεωρήθηκε ότι γίνεται μεταξύ «αγγέλων» και ότι πάντοτε στην άλλη πλευρά θα βρίσκονταν το χαριτωμένο, συμπαθές και πιθανόν καλών προθέσεων πρόσωπο του κ.Ζαεφ.
Η Συμφωνία των Πρεσπών που επεδίωξε να ρυθμίσει ένα χρονίζον και σοβαρό πρόβλημα της εξωτερικής πολιτικής, όφειλε να έχει κλείσει όλα τα ζητήματα και να μην αφήνει τίποτα για το μέλλον. Η υιοθέτηση και εφαρμογή της νέας ονομασίας θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί πριν από την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, το erga omnes να ήταν πραγματικό και πλήρες χωρίς εξαιρέσεις και όλα θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί πριν από την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας και να μην επαφίονται πλέον στον …πατριωτισμό και την καλή διάθεση των Βορειομακεδόνων και του VMRO.
Η Αθήνα δεν μπορεί να μείνει αδρανής μπροστά στον σοβαρό πλέον κίνδυνο, σημαντικές προβλέψεις της Συμφωνίας των Πρεσπών που αφορούν υποχρεώσεις και δεσμεύσεις της βορειομακεδονικής πλευράς για πλήρη εφαρμογή της νέας ονομασίας, να μπουν στο ράφι όσο διαρκεί η πολιτική κρίση στην γειτονική χώρα και στο μέλλον εφόσον νικητής στις 12 Απριλίου αναδειχθεί το VMRO.
Και φυσικά ή αδράνεια δεν αφορά την κριτική που ασκήθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό Αλ.Τσίπρα και αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που δεν φρόντισε (αφού θεωρεί ότι εξαρτιόταν από την Ελλάδα), να κερδίσει την ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την ΠΓΔΜ στην Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, τότε που ήταν «φρέσκος» ο ενθουσιασμός από την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Τα σοβαρά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η Αθήνα αφορούν τόσο το πολιτικό κλίμα στα Σκόπια όσο και την διαδικασία εφαρμογής της Συμφωνίας.
Η κριτική που ασκήθηκε στην Συμφωνία των Πρεσπών αφορούσε ακριβώς στο γεγονός ότι στην επιδίωξη να προσφερθούν ανταλλάγματα και κίνητρα στην άλλη πλευρά προκειμένου να αποδεχθεί την αλλαγή της ονομασίας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ δέχθηκε να περάσει στην συζήτηση των θεμάτων ταυτότητας, που αποτελούσαν όμως τον πυρήνα της διαφοράς με το όνομα.
Και σαν να μην έφθαναν όσα δέχθηκαν:
-το άρθρο 7 που επιτρέπει στην άλλη πλευρά την ευρύτατη χρήση των όρων «Μακεδονίας» και «Μακεδονικός»,
-το άρθρο 1(3γ) που ορίζει την ιθαγένεια ως «Μακεδονική /πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας»,
-το άρθρο 1(3γ) που ορίζει την γλώσσα ως «Μακεδονική»,
-το άρθρο 19(3θ)που παρέπεμψε στις ελληνικές καλένδες το θέμα των εμπορικών χρήσεων
-το άρθρο 1(3ζ) που επιτρέπει την χρήση του «Μακεδονικός» σε οντότητες που δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος αλλά και για «δραστηριότητες»,
υπήρξε και η ευνοϊκή για τα Σκόπια πρόβλεψη του άρθρου 1(10β)με την «πολιτική μεταβατική περίοδο» για την ισχύ του (έστω και νοθευμένου) erga omnes.
Η σοβαρή επιπλοκή που συνδέεται με την αναβολή έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων αφορά καταρχήν το 1(παρ.10β) και την λεγόμενη «πολιτική μεταβατική περίοδο» όπου η αλλαγή όλων των εγγράφων και υλικού που είναι για εσωτερική χρήση, ώστε να υιοθετηθεί η νέα ονομασία θα γίνεται σταδιακά καθώς θα «ξεκινά στο άνοιγμα του κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της Ε.Ε. στο συναφές πεδίο και θα ολοκληρωθεί εντός πέντε ετών από τότε».
Όσο δεν ξεκινούν ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τα εσωτερικά έγγραφα και το υλικό και των επισήμων φορέων θα συνεχίζει να αναγράφει την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ενώ δηλαδή η Συμφωνία έχει υπογραφεί από τον Ιούνιο του 2018 και έχει τεθεί σε ισχύ από τον Φεβρουάριο του 2019, εάν όλα πάνε καλά και αλλάξει γνώμη ο κ. Μακρόν το 2020 και αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις (που θα διαρκέσουν το λιγότερο 5 χρόνια ) στην καλύτερή περίπτωση η εφαρμογή της συμφωνία στα εσωτερικά έγγραφα δεν θα γίνει πριν το 2030..
Μια πρακτική που θα εμπεδώνεται καθημερινά ως μορφή διπλής ονομασίας.
Σε μια μακρά προεκλογική περίοδο και μια τρίμηνη περίοδο υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα έχει στον κορμό της βασικά στελέχη του VMRO αλλά και κατόπιν η συνήθως μακρά διαπραγμάτευση για τον σχηματισμό κυβέρνησης, οδηγούν σε ένα καταρχήν εξάμηνο ουσιαστικού παγώματος ή πάντως επιβράδυνσης της υλοποίησης της Συμφωνίας. Διάστημα το οποίο φυσικά θα επιμηκυνθεί εάν η νεα κυβέρνηση όπως όλα δείχνουν σχηματισθεί από το VMRO.
Κυρίως θα έχει απέναντι της μια κυβέρνηση η οποία θα θέλει και για λόγους ιδεολογικούς και εσωτερικών ισορροπιών να εκμεταλλευθεί πλήρως όλα τα παράθυρα που άφησε ανοικτά η Συμφωνία των Πρεσπών και υπονομεύουν το erga omnes, εξυπηρετώντας τις επιδιώξεις για καθιέρωση μορφής διπλής ονομασίας.
Η Αθήνα μάλιστα θα βρίσκεται διαρκώς υπό την πίεση της βορειομακεδονικής πλευράς, καθώς έχει ήδη δεσμευθεί για στήριξη της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς να έχει επισημάνει μέχρι στιγμής ότι αυτή η επιλογή επιβάλλεται μεν από την Συμφωνία των Πρεσπών, συνδέεται όμως ευθέως με την ομαλή εφαρμογή της Συμφωνίας και από την άλλη πλευρά.
Η κυβέρνηση θα πρέπει εγκαίρως να επισημάνει και να γνωστοποιήσει και στην Ε.Ε. τις παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Πρέπει να απαιτήσει από την άλλη πλευρά άμεση επίλυση του προβλήματος με τα αγάλματα, όπου η Συμφωνία φυσικά δεν αναφέρεται σε «ταμπέλες» και τέτοιες γελοιότητες (οι ταμπέλες καταστράφηκαν από την πρώτη ημέρα τοποθέτησης τους) αλλά προβλέπει «επανεξέταση του καθεστώτος» των μνημείων κλπ ώστε να «προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες..».
Και επίσης θα πρέπει να ζητηθεί η άμεση απόσυρση των σχολικών βιβλίων που ακόμη προβάλουν ελληνικά εδάφη ως «Μακεδονικά» και διατηρούν τον αλυτρωτισμό της «επανένωσης» της «ακρωτηριασμένης Μακεδονίας».
Οι ελληνικές θέσεις που θα πρέπει να συμπεριλάβουν όλα αυτά τα ζητήματα και συγχρόνως να βάζουν το περιοριστικό πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 7, θα πρέπει τώρα να κοινοποιηθούν επίσημα στα Σκόπια, στην Ε.Ε. και στον ΟΗΕ που είναι ο θεματοφύλακας της Συμφωνίας.
Διαφορετικά μετά τον Απρίλιο θα τρέχουμε πίσω από τον κ. Μίτσκοσκι όταν πανηγυρίζει ως «Μακεδόνας» την νίκη του αφιερωμένη στην «Μακεδονία»..