Τον δρόμο για το τελευταίο μεγάλο παζάρι με τον Τζο Μπάιντεν στήνει ο Ταγίπ Ερντογάν στο οποίο το διακύβευμα δεν είναι μόνο η εξασφάλιση των μαχητικών που έχει άμεση ανάγκη η Πολεμική Αεροπορία του αλλά και οι ίδιες οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και ο ρόλος που διεκδικεί στην ευρύτερη περιοχή η Τουρκία.
Η Άγκυρα για μια ακόμη φορά ενέπαιξε με τον πιο επιδεικτικό τρόπο την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ και έτσι ενώ φέρεται να είχαν δοθεί υποσχέσεις ότι η διαδικασία στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση για την επικύρωση του πρωτοκόλλου ένταξης της Σουηδίας θα είχε ολοκληρωθεί εγκαίρως ώστε στη Σύνοδο υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις 28 - 29 Νοεμβρίου να γίνει η πανηγυρική υποδοχή της Σουηδίας ως μέλους της Συμμαχίας, η Εθνοσυνέλευση ανέβαλε τη συζήτηση…
Η Τουρκία διείδε ότι ακόμη κι αν προχωρούσε η επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Σουηδίας δεν υπήρχαν ασφαλείς εγγυήσεις από την Ουάσιγκτον ότι θα προχωρούσε η διαδικασία έγκρισης της συμφωνίας για τα F-16 από το Κογκρέσο και για τον λόγο αυτό διακόπηκε η διαδικασία στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Με τον τρόπο αυτό βεβαίως η Τουρκία από μόνη της αποδέχεται τη συσχέτιση της πώλησης των F-16 με άλλα θέματα, σήμερα της ένταξης της Σουηδίας, αύριο ίσως με την επιθετικότητα της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μ.Ανατολή.
Η στάση του Τ. Ερντογάν στην πόλεμο της Γάζας, η επιθετική στάση του εναντίον του Ισραήλ, αλλά και η στήριξη της Χαμάς, που θύμιζαν περισσότερο τη συμπεριφορά του Ιράν παρά νατοϊκό σύμμαχο, έχουν επιβαρύνει ιδιαίτερα το κλίμα και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά κυρίως στην Ουάσιγκτον. Και είναι δύσκολο να πεισθούν τα μέλη του Κογκρέσου ότι η έγκριση της συμφωνίας για τα F-16 θα εξυπηρετήσει τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, όπως υποστηρίζει η εισηγητική επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η Τουρκία όμως επιμένει σε ένα παζάρι που γνωρίζει καλά ότι δεν είναι εύκολο να κερδίσει. Υιοθετώντας την τακτική που ακολούθησε και στην υπόθεση του αιτήματος αγοράς Patriot από τις ΗΠΑ, προκαλεί μεγαλύτερη καχυποψία στις ΗΠΑ και κυρίως υπονομεύει την ίδια την εικόνα της ως αξιόπιστου συμμάχου.
Όταν οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να προμηθεύσουν την Τουρκία με συστήματα Patriot, καθώς απαιτούσε να της δοθούν και τα «κλειδιά» του λογισμικού του πυραυλικού συστήματος η Τουρκία στράφηκε στις αγορές της Ρωσίας και της Κίνας για να καταλήξει τελικά στην αγορά των ρωσικών S400. Μια πρωτοβουλία που αποτέλεσε και την αφετηρία αυτής της στενής και προσωπικής σχέσης του Τ. Ερντογάν με τον Β. Πούτιν. Η αγορά των S400 οδήγησε τελικά στην επιβολή κυρώσεων βάσει της νομοθεσίας CAATSA με αποτέλεσμα η Τουρκία να αποκλεισθεί από το πρόγραμμα των F-35 που ήταν συμπαραγωγός.
Έτσι και τώρα η Τουρκία επιχειρεί έναν ακόμη εκβιασμό στις ΗΠΑ απειλώντας ότι θα εγκαταλείψει την παραγγελία των F-16 αξίας 20 δις. και θα αναζητήσει άλλες εναλλακτικές.
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος για αγορά Eurofighter Typhoon από την Τουρκία και οι δηλώσεις Ερντογάν ότι είναι «κι άλλοι που φτιάχνουν μαχητικά» δείχνουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος επιμένει στην ίδια εκβιαστική τακτική, αδιαφορώντας για το ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα.
Βεβαίως, στην κοινοπραξία που κατασκευάζει τα Eurofighter Typhoon συμμετέχουν η Γερμανία, η Ιταλία, η Βρετανία και η Ισπανία, με το Βερολίνο να έχει δηλώσει την αντίθεση του σε μια τέτοια συμφωνία που έχει να κάνει και με τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες.
Όμως η Τουρκία στράφηκε και πάλι στους «αδυνάμους κρίκους» την Ισπανία και τη Βρετανία οι οποίες όχι μόνο υποστηρίζουν το αίτημα της αλλά προσβλέπουν και σε διεύρυνση της συνεργασίας στον τομέα της Αμυντικής βιομηχανίας. Η Ισπανία ήδη έχει προσφέρει τα σχέδια και την τεχνογνωσία για την κατασκευή του ελικοπτεροφόρου Anatolu ενώ η Βρετανία έχει συνδράμει ήδη στις μεγάλες τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες και συζητά και τη συνεργασία στην κατασκευή τουρκικού κινητήρα για τα μαχητικά που σχεδιάζει η Τουρκία.
Για τη Βρετανία μετά την έξοδο της από την Ε.Ε. η αναζήτηση περιφερειακού ρόλου παραμένει ζητούμενο και ίσως το Λονδίνο θεωρεί ότι μια αναβαθμισμένη σχέση με την Τουρκία θα διευκολύνει την προσπάθεια της αυτή καθώς και οι δυο χώρες ακολουθούν μια αυτονομημένη στρατηγική, αν και μέλη του ΝΑΤΟ.
Εάν όμως πράγματι δε γίνει δυνατή η κάμψη της άρνησης του Βερολίνου τότε ο Τ. Ερντογαν θα έχει να κάνει μια εξαιρετικά δύσκολη επιλογή. Η να επιχειρήσει συνεννόηση με τις ΗΠΑ ή να στραφεί προς τη Ρωσία, κίνηση η οποία θα δυναμιτίσει τη σχέση του όχι μόνο με την Ουάσιγκτον αλλά με τη Δύση συνολικά.
Η Τουρκία στο παζάρι αυτό δε θέλει να εμφανισθεί ως χώρα που υπόκειται σε πιέσεις και «εκβιασμούς» την ιδια στιγμή που διεκδικεί ηγεμονικό περιφερειακό ρόλο και αυτό περιορίζει τη δυνατότητα ελιγμών του τούρκου προέδρου.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει μπει ήδη στους τελευταίους μήνες της θητείας του και ποτέ δεν έκρυψε την αποστροφή του προς το πρόσωπο του τούρκου προέδρου. Ίσως, η Αγκυρα προσβλέπει σε μια αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο που θα οδηγούσε σε αλλαγή κλίματος και στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Όμως οι κινήσεις του Τούρκου προέδρου πληγώνουν βαθιά την εικόνα της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον ακόμη και σε εκείνο το μεγάλο μέρος της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου που θεωρούν ότι οι «εκπτώσεις» ακόμη και σε θέματα αρχής είναι αναγκαίες για να μη χαθεί και η Τουρκία από το Δυτικό στρατόπεδο.
Ο Τ. Ερντογάν στην πραγματικότητα δεν έχει πολλές επιλογές. Η μοναδική διέξοδος όσο κι αν αυτό πλήξει την εικόνα του «στιβαρού ηγέτη» μιας περιφερειακής δύναμης είναι να ολοκληρώσει την επικύρωση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και κατόπιν να περιμένει την έγκριση της πώλησης των F-16. Διαφορετικά δύσκολα θα μπορέσει να πείσει ότι δε λειτουργεί για την υπονόμευση του ΝΑΤΟ εκ των έσω προς όφελος και του Β. Πούτιν…