Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Το ΠΑΣΟΚ της Τουρκίας θα είναι κόμμα ισλαμικό», είχε προφητικά γράψει στις αρχές της δεκαετίας του '90 ένας από τους πρυτάνεις του διεθνούς ρεπορτάζ στην Ελλάδα. Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, επιβεβαιώθηκε πλήρως.
Η έλευση στην εξουσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2003, υπό την αδιαμφισβήτητη ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν, σηματοδότησε ουσιαστικά την τουρκική μεταπολίτευση. Πέτυχε, εκτός των άλλων, τη νομιμοποίηση του πολιτικού Ισλάμ, που μέχρι τότε είχε αποτελέσει την αφορμή για να πραγματοποιηθούν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα στη χώρα.
Έγινε, με άλλα λόγια, κάτι αντίστοιχο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τα 15 χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία – έστω κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχαμε να κάνουμε με το Ισλάμ, αλλά με την (αριστερή ακόμη) σοσιαλδημοκρατία.
Τεράστιες αλλαγές
Σήμερα, 16 χρόνια αργότερα και παρά τη γνώμη που μπορεί να έχει κανείς για τον Ερντογάν (ο οποίος ασφαλώς δεν είναι ο πιο φανατικός δημοκράτης που έχει γνωρίσει ο πλανήτης…), μπορούμε να γνωρίζουμε τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην γείτονα και να κάνουμε τις συγκρίσεις, επιβεβαιώνοντας την παραπάνω εκτίμηση.
Πλέον, έχει συγκροτηθεί μια νέα πανίσχυρη επιχειρηματική ελίτ, ενώ το ΑΚΡ έχει καταφέρει να αλώσει σε μεγάλο βαθμό και τον κρατικό μηχανισμό, με τη βοήθεια βεβαίως και του πογκρόμ που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Παρά δε το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει γίνει μέλος της ΕΕ, έχει ανέβει πολλά σκαλοπάτια στο παγκόσμιο στερέωμα και ανήκει στην ομάδα των G20.
Αυτός ο κύκλος, όμως, μοιάζει έτοιμος να κλείσει. Η οδυνηρή ήττα του ΑΚΡ και προσωπικά του Ερντογάν στις επαναληπτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης, την περασμένη Κυριακή, ερμηνεύθηκε από πολλούς ως η αρχή του τέλους της περιόδου της απόλυτης ηγεμονίας τους.
Γρήγορα, μάλιστα, είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες οι οποίες ενισχύουν αυτή την εκτίμηση. Πρώην στενοί συνεργάτες του προέδρου, άνθρωποι που περπάτησαν μαζί του μεγάλο μέρος της διαδρομής των τελευταίων δύο δεκαετιών, συνιδρυτές του ΑΚΡ και έμπιστα στελέχη, βλέποντας τον θρόνο του «σουλτάνου» να τρίζει για πρώτη φορά τόσο έντονα, φέρονται να οργανώνονται για να τον αμφισβητήσουν – ως σύγχρονοι πατροκτόνοι.
Σύμφωνα με τις διαρροές που υπήρξαν αυτή την εβδομάδα, (όχι τυχαία) στον απόηχο της οδυνηρής ήττας, ο Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο Αλί Μπαμπατσάν, πιθανότατα δε και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, έχουν στα σκαριά ένα νέο κόμμα, που φιλοδοξεί να αφαιρέσει την πρωτοκαθεδρία και την απόλυτη πλειοψηφία από το ΑΚΡ. Δρομολογώντας, έτσι, μια μεγάλη αλλαγή μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το 2023 ή ίσως και ακόμη νωρίτερα.
Εκσυγχρονισμός α λα τουρκικά
Φυσικά, δεν πρόκειται να αμφισβητήσουν το σύνολο του οικοδομήματος και των επιτευγμάτων του Ερντογάν – άλλωστε, δεν έχουν κανένα λόγο να το κάνουν και, επιπλέον, θα επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν την αυξημένη ισχύ της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα. Θα έρθουν, όμως, κρατώντας στο χέρι το χαρτί του εκσυχρονισμού και της ανανέωσης, στην οικονομία και την πολιτική, ποντάροντας στην φθορά του Ερντογάν, στις αντιδημοκρατικές του εκτροπές και, βεβαίως, στα επείγοντα μέτρα που απαιτούνται στην οικονομία, η οποία στέκεται κυριολεκτικά σε πήλινα πόδια.
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι ανάλογες διεργασίες πυροδοτούνται και στο στρατόπεδο των κεμαλιστών. Αιχμή του δόρατος είναι εδώ ο νέος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, του οποίου το κύρος έχει εκτιναχθεί στα ύψη μετά την μεγάλη του εκλογική επιτυχία και το γεγονός ότι είναι ο πρώτος που κατάφερε να κερδίσει τον Ερντογάν σε μια αναμέτρηση που ουσιαστικά έμοιαζε με μονομαχία.
Έτσι, στόχος είναι η συνολική αναδιάρθρωση του τουρκικού πολιτικού σκηνικού, ώστε να δοθεί μια αίσθηση ανανέωσης, μπροστά στις δύσκολες ημέρες που έρχονται, σε όλα τα επίπεδα – αλλά και ενόψει των δύσκολων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν, τόσο στην οικονομία όσο και στη σκακιέρα της γεωπολιτικής.
Φυσικά, κανείς δεν δικαιούται να λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Ερντογάν είναι φανερό ότι δεν έχει πει την τελευταία του λέξη, ενώ το κύρος που διαθέτει σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας είναι τεράστιο – σε βαθμό που πολλοί είναι έτοιμοι να πέσουν και στη φωτιά εάν τους το ζητήσει. Είναι η προίκα, εξάλλου, των μεγάλων ηγετών, την οποία δεν είναι διατεθειμένοι να εκχωρήσουν χωρίς αντάλλαγμα – εκτός και αν τους προλάβει ο θάνατος.