Οι ευρωπαϊκές ελίτ είναι σε επανάπαυση, όπως το 1940, προειδοποιεί ο Εμανουέλ Μακρόν. Μιλά για υπερβολική διστακτικότητα και εφησυχασμό ενώπιον της ρωσικής επιθετικότητας που θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίος· επιμένει ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η αποστολή δυτικών χερσαίων δυνάμεων στην Ουκρανία και θέτει την πυρηνική αποτροπή της Γαλλίας στην υπηρεσία της συλλογικής ασφάλειας της Ευρώπης.
Τη στιγμή που η Ρωσία «δεν γνωρίζει πλέον από όρια», κατά τον Γάλλο πρόεδρο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρίσκονται ενώπιον μίας ενδεχόμενης μεταστροφής της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον.
Ακόμη κι εάν δεν είναι ο Ντόναλντ Τραμπ ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, το πολύμηνο «θρίλερ» που έλαβε χώρα στις αίθουσες του αμερικανικού Κογκρέσου για την Ουκρανία ήλθε να καταστήσει σαφές ότι η περίοδος της απρόσκοπτης ροής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας της Ουάσινγκτον προς το Κίεβο έχει παρέλθει, και το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει η Ευρώπη θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.
Ήταν μία εξέλιξη που ο Εμανουέλ Μακρόν είχε προβλέψει στη βαρυσήμαντη ομιλία του στη Σορβόννη το 2017, όταν ανέπτυξε την ιδέα για εγκαθίδρυση μίας κυρίαρχης, ενωμένης και δημοκρατικής Ευρώπης, ως τον μόνο δρόμο που εγγυάται το ευρωπαϊκό μέλλον. Υπαγορευόταν τότε από την ανάγκη επανακαθορισμού της ευρωπαϊκής ιδέας με αιχμή την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αλήθεια είναι ότι όσα είπε ο Γάλλος πρόεδρος τότε βρίσκονταν μπροστά από την εποχή τους.
Επτά χρόνια αργότερα, η Ευρώπη έχει βιώσει μία γεωπολιτική αφύπνιση υπό την πίεση μιας μεταβαλλόμενης παγκόσμιας αποδόμησης της γνωστής τάξης πραγμάτων, με αποκορύφωμα την έμπρακτη εκδήλωση της ρωσικής επιθετικότητας με τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία. Με το ενδεχόμενο της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο να μην είναι απλώς μια μακρινή υπόθεση, η συζήτηση για την ευρωπαϊκή άμυνα δεν αφορά το «αν» θα πρέπει να αποκτήσει αυτονομία, αλλά το «πώς».
Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρόσφατες δηλώσεις του Εμανουέλ Μακρόν ότι τα πυρηνικά όπλα θα πρέπει να τεθούν επί τάπητος στη συζήτηση για τη θωράκιση της ευρωπαϊκής άμυνας αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και αποτελούν συνέχεια των θέσεών του διαχρονικά για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Δεν ήταν μόνο η προαναφερθείσα ομιλία του το 2017. Από το 2020 έχει καλέσει σε διάλογο για τον ρόλο της πυρηνικής αποτροπής της Γαλλίας στη συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης.
Ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρει ότι μια «αξιόπιστη ευρωπαϊκή άμυνα» πρέπει να υπερβαίνει την προστασία που ήδη προσφέρει το ΝΑΤΟ. «Είμαι υπέρ του ανοίγματος της συζήτησης, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει την αντιπυραυλική άμυνα, τα όπλα μεγάλου βεληνεκούς και τα πυρηνικά όπλα για όσους διαθέτουν» υπογράμμισε σε πρόσφατη ομιλία του.
Η Γαλλία με περίπου 300 πυρηνικές κεφαλές στο οπλοστάσιό της είναι η μόνη πυρηνική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόλο που το αμυντικό δόγμα της Γαλλίας επιτάσσει τη χρήση τους μόνο όταν απειλούνται ζωτικά συμφέροντα της χώρας και διατηρεί το πυρηνικό της οπλοστάσιο εκτός ΝΑΤΟϊκών δομών, ο Εμανουέλ Μακρόν δηλώνει «ανοιχτός» σε μια πιο «ευρωπαϊκή διάσταση» της έννοιας αυτής, και θέτει στο προσκήνιο επιλογές που μέχρι πρότινος αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης σε «θεωρητικό επίπεδο» στους διπλωματικούς, ακαδημαϊκούς, και δημοσιογραφικούς κύκλους.
Όπως πριν από λίγες μόνο εβδομάδες, στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν άνοιξε ζήτημα ενδεχόμενης ανάπτυξης δυτικών χερσαίων δυνάμεων στα μέτωπα του πολέμου της Ουκρανίας. Από το βήμα της συνόδου που συγκάλεσε στο Παρίσι, στην οποία συμμετείχαν 20 ηγέτες, αναγνώρισε μεν ότι δεν υπάρχει συναίνεση για μία τέτοια πρωτοβουλία, «όμως τίποτα δεν πρέπει να αποκλειστεί», τόνισε.
Ακριβώς το ίδιο επανέλαβε στην προχθεσινή συνέντευξή του στον Economist, υπογραμμίζοντας πως «δείξαμε διστακτικότητα θέτοντας τα όρια της αντίδρασής μας σε κάποιον που δεν έχει δισταγμούς και είναι επιτιθέμενος». Οι ευρωπαϊκές ελίτ είναι σε επανάπαυση όπως το 1940, δήλωσε ο Μακρόν παραπέμποντας στις προειδοποιήσεις του ιστορικού Μαρκ Μπλοχ.
«Η Μολδαβία, η Λιθουανία, η Πολωνία και η Ρουμανία ή οποιαδήποτε άλλη γειτονική χώρα, θα μπορούσε να είναι ο επόμενος στόχος. Εάν η Ρωσία κερδίσει, η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα καταρρεύσει», σημείωσε για να υπογραμμίσει πως «η Ευρώπη πρέπει να ξυπνήσει απέναντι σε αυτό τον νέο κίνδυνο».
«Με τον Μακρόν να εκφράζει την υποστήριξή του για τη διεύρυνση της ΕΕ προς την Ουκρανία και να σπάει το ταμπού σχετικά με την πιθανή ανάγκη αποστολής χερσαίων δυνάμεων, η Γαλλία είναι επιτέλους αξιόπιστη ως ομαδικός παίκτης και επομένως πιο κατάλληλη να ηγηθεί μιας συλλογικής ευρωπαϊκής απάντησης στη ρωσική απειλή ή στις αβεβαιότητες των ΗΠΑ» δηλώνει η Σέλια Μπελίν, ανώτερη συνεργάτις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) στο ερώτημα που έθεσε το Carnegie Europe αν θα κερδίσει έδαφος το όραμα του Μακρόν για την ευρωπαϊκή άμυνα.
Ο καλύτερος τρόπος για να αξιοποιήσει η Γαλλία την αξιοπιστία της, προσθέτει η ίδια, είναι «να βοηθήσει τους Ευρωπαίους να ξεπεράσουν τις εσωτερικές δυσκολίες στη διάρθρωση της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης, να προσδιορίσει ρεαλιστική και ταχεία αντίδραση στις τρέχουσες στρατιωτικές ελλείψεις της Ουκρανίας και να θέσει τις βάσεις για τη μελλοντική διεύρυνση της ΕΕ».
«Στην Ευρώπη χρειαζόμαστε ένα πιο ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ», ανταπαντά ο πρώην πρόεδρος της Φινλανδίας, Σάουλι Νιινίστο, τον οποίο επικαλείται από πλευράς της η Κέιτ Χάνσεν Μπουντ, γενική γραμματέας της δεξαμενής σκέψης The Norwegian Atlantic Committee. «Σε μια Ευρώπη που βρίσκεται αντιμέτωπη με την ολοένα και εντεινόμενη ρωσική επιθετικότητα και τις προοπτικές μιας λιγότερο προβλέψιμης εγγύησης ασφαλείας από τις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι πρέπει να δράσουν μαζί σε θέματα άμυνας. Αυτό δεν θα πρέπει να γίνει μόνο ως ΕΕ, αλλά ως ενισχυμένος ευρωπαϊκός πυλώνας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Δεν είμαι σίγουρη ότι το τελευταίο είναι το όραμα του Εμανουέλ Μακρόν. Αν δεν είναι, δεν θα πετύχει» υποστηρίζει.
Η πρόταση του Γάλλου προέδρου έχει δύο αδυναμίες: Η πρώτη είναι ότι πρέπει να εξασφαλίσει τη γερμανική υποστήριξη. «Χωρίς την οικονομική επιρροή και την πολιτική υποστήριξη του Βερολίνου, δεν θα είναι εφικτό, ακόμη και με σημαντική υποστήριξη από τους Ανατολικοευρωπαίους» τονίζει η Μπουντ. Δεύτερον, «θα αποκλείσει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης, το Ηνωμένο Βασίλειο», σημειώνει.
Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία κινδυνεύει να καταλήξει πάλι σε μία ατέρμονη διελκυστίνδα μεταξύ των «ευρωπαϊστών» και των «ατλαντιστών», μόνο που ποτέ η ειρήνη στην Ευρώπη δεν έχει βρεθεί ενώπιον τόσο μεγάλης απειλής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε κινδύνευσε έκτοτε το μέλλον του ευρωπαϊκού μοντέλου δημοκρατικής ευημερίας, όπως κινδυνεύει τώρα.