Καθώς ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς κλιμακώνεται, η Κίνα (επιχειρεί να) προβάλλει ως διαμεσολαβητικός παράγοντας και σε αυτό το μέτωπο πέραν του ουκρανικού. Όμως υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να επιτύχει.
Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουανγκ Γι, πραγματοποίησε προ ημερών επίσκεψη στην Ουάσινγκτον συζητώντας τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή με τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν, εν μέσω φόβων για γενίκευση της σύγκρουσης.
Ο κ. Γουάνγκ συνομίλησε επίσης με τους ομολόγους του σε Ισραήλ και Παλαιστινιακά Εδάφη σε συνέχεια της επίσκεψης του ειδικού απεσταλμένου της Κίνας για τη Μέση Ανατολή, Ζάι Τζουν, στην περιοχή και των συναντήσεών του με Άραβες ηγέτες. Το Πεκίνο έχει υπάρξει εκ των πλέον ένθερμων υποστηρικτών της κατάπαυσης του πυρός στις συνεδριάσεις του ΟΗΕ -χωρίς εντούτοις να καταδικάζει τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση, συμβαδίζοντας με τη Ρωσία και την Τουρκία.
Υπάρχουν ελπίδες ότι η Κίνα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη στενή σχέση της με το Ιράν, το οποίο υποστηρίζει τη Χαμάς στη Γάζα και τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, για να αποκλιμακώσει την κατάσταση, αναφέρει ανάλυση του BBC. Αμερικανοί αξιωματούχοι προφανώς πίεσαν τον Γουάνγκ Γι να καλέσει τους Ιρανούς να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, έχουν επισημάνει επίσης οι Financial Times.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ιράν και νωρίτερα φέτος το Πεκίνο μεσολάβησε για τη συμφωνία-ορόσημο προς αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Η Τεχεράνη δηλώνει «έτοιμη να ενισχύσει την επικοινωνία με την Κίνα» για την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Λωρίδα της Γάζας.
Καθώς η κινεζική κυβέρνηση έχει διατηρήσει σχετικά ισορροπημένες σχέσεις με όλους τους παράγοντες της σύγκρουσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας έντιμος διαμεσολαβητής, λέει η Ντόουν Μέρφι, αναπληρώτρια καθηγήτρια που μελετά την κινεζική εξωτερική πολιτική σε κολέγιο που υπάγεται στο υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι η Κίνα έχει θετικές σχέσεις με τους Παλαιστίνιους, τους Άραβες, την Τουρκία και το Ιράν, «μαζί με τις ΗΠΑ που διατηρούν καλές σχέσεις με το Ισραήλ, θα μπορούσαν να φέρουν όλους τους παίκτες στο τραπέζι», εκτιμά.
Ωστόσο, άλλοι παρατηρητές επισημαίνουν ότι η Κίνα παραμένει ένας μικρός παίκτης στην πολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής. «Η Κίνα δεν είναι ένας σοβαρός παράγοντας σε αυτό το ζήτημα. Μιλώντας με ανθρώπους σε όλη την περιοχή, κανείς δεν περιμένει από την Κίνα να συμβάλει στη λύση», αναφέρει ο Τζόναθαν Φούλτον, επισκέπτης ανώτερος συνεργάτης του Atlantic Council, ο οποίος ειδικεύεται στις σχέσεις της Κίνας με τη Μέση Ανατολή.
Η πρώτη ανακοίνωση της Κίνας μετά τα τραγικά γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου εξόργισε το Ισραήλ, το οποίο εξέφρασε «βαθιά απογοήτευση» για το γεγονός ότι το καθεστώς Σι δεν καταδίκασε τη Χαμάς, ούτε έκανε αναφορά στο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Ο Γουάνγκ Γι επανήλθε αργότερα λέγοντας ότι «όλες οι χώρες έχουν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα» -για να προσθέσει, ωστόσο, ότι οι ενέργειες του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας έχουν ξεπεράσει «το πεδίο της αυτοάμυνας».
Η Κίνα βρίσκεται επιδίδεται σε μία δύσκολη άσκηση ισορροπίας, δεδομένου ότι μακρόν έχει συνταχθεί ανοιχτά με τους Παλαιστινίους.
Το χρονικό της στήριξης «ξεκινά» από από τον ιδρυτή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος Μάο Τσετούνγκ, ο οποίος έστειλε όπλα στους Παλαιστίνιους για να υποστηρίξει τα λεγόμενα «εθνικοαπελευθερωτικά» κινήματα σε όλο τον κόσμο. Ο Μάο είχε συγκρίνει μέχρι και το Ισραήλ με την Ταϊβάν ως βάσεις του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Τις επόμενες δεκαετίες η Κίνα «ανοίχτηκε» οικονομικά και εξομάλυνε τους δεσμούς της με το Ισραήλ, με το οποίο σήμερα έχει εμπορικές σχέσεις ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όμως έχει καταστήσει σαφές ότι συνεχίζει να υποστηρίζει τους Παλαιστινίους. Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την τελευταία σύγκρουση, Κινέζοι αξιωματούχοι, ακόμη και ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, τόνισαν την ανάγκη για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος.
Μια παρενέργεια της στάσης αυτής είναι η έξαρση του αντισημιτισμού στο Διαδίκτυο, που υποδαυλίζεται από εθνικιστές blogger. Ορισμένοι στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν φθάσει να εξισώσουν τις ενέργειες του Ισραήλ με τον ναζισμό μιλώντας για γενοκτονία των Παλαιστινίων, γεγονός που προκάλεσε την καταδίκη της γερμανικής πρεσβείας στο Πεκίνο. Το περιστατικό με μέλος της οικογένειας ενός υπαλλήλου της ισραηλινής πρεσβείας στο Πεκίνο που δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι αύξησε επίσης την ανησυχία.
Όλα αυτά δεν σχηματίζουν μία καλή εικόνα για την Κίνα τη στιγμή που προσπαθεί να εμπλακεί σε συνομιλίες με την ισραηλινή κυβέρνηση.
Δεδομένων των αβεβαιοτήτων, γιατί εμπλέκεται η Κίνα;
Ένας λόγος είναι τα οικονομικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, τα οποία θα τεθούν σε κίνδυνο εάν η σύγκρουση διευρυνθεί, επισημαίνει στην ανάλυσή του το BBC. Το Πεκίνο εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου από το εξωτερικό και οι αναλυτές εκτιμούν ότι περίπου το ήμισυ αυτού προέρχεται από τον Κόλπο. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν γίνει όλο και περισσότερο σημαντικοί παίκτες στην «Πρωτοβουλία Μία Ζώνη, ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative, BRI) της Κίνας, έναν ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής της.
Αλλά ένας άλλος λόγος είναι ότι η σύγκρουση αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για το Πεκίνο να βελτιώσει τη φήμη του. Η Κίνα πιστεύει ότι «η υπεράσπιση των Παλαιστινίων βρίσκει ανταπόκριση στις αραβικές χώρες, στις χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφί και σε μεγάλα τμήματα του Παγκόσμιου Νότου», επισημαίνει η Δρ. Μέρφι.
Ο πόλεμος ξέσπασε σε μια εποχή που η Κίνα αυτοπροβάλλεται ως καλύτερος «μνηστήρας» για τον κόσμο από τις ΗΠΑ. Από τις αρχές του έτους, έχει προωθήσει το όραμα μιας παγκόσμιας τάξης υπό κινεζική ηγεσία, επικρίνοντας παράλληλα αυτό που θεωρεί αποτυχίες της «ηγεμονίας» των Ηνωμένων Πολιτειών.
Επισήμως, η Κίνα έχει αποφύγει να επιτεθεί στις ΗΠΑ για την υποστήριξή τους στο Ισραήλ. Αλλά την ίδια στιγμή τα κρατικά μέσα ενημέρωσης «ενισχύουν τις εθνικιστικές αντιδράσεις συνδέοντας αυτό που συμβαίνει στη Μέση Ανατολή με την υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ», εξηγεί η ίδια.
Η κινεζική στρατιωτική εφημερίδα PLA Daily κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «ρίχνουν λάδι στη φωτιά» -την ίδια ρητορική που έχει χρησιμοποιήσει το Πεκίνο για να επικρίνει την Ουάσινγκτον για τη βοήθεια προς το Κίεβο. Μία εκτίμηση των πολιτικών αναλυτών είναι ότι το Πεκίνο αντιπαραβάλλει τη θέση του με τις ΗΠΑ, ώστε να υπονομεύσει την παγκόσμια θέση του δυτικού αντιπάλου του. Αλλά με το να μην καταδικάζει ρητά τη Χαμάς, η Κίνα κινδυνεύει επίσης να υπονομεύσει τη δική της θέση.
Υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κίνα στις μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες της.
Η μία είναι πώς μπορεί να συνδυάσει τη διπλωματική της θέση με το δικό της ιστορικό. Ενώ εκφράζει την αλληλεγγύη της προς αραβικές χώρες και αντιτίθεται στην κατοχή των Παλαιστινιακών Εδαφών από το Ισραήλ, το Πεκίνο εξακολουθεί να κατηγορείται για παραβιάσεις των δικαιωμάτων και γενοκτονία της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων, καθώς και για εξαναγκαστική αφομοίωση στο Θιβέτ.
Παρατηρητές επισημαίνουν ότι αυτό μάλλον δεν θα αποτελούσε ζήτημα για τον αραβικό κόσμο, δεδομένων των ισχυρών σχέσεων που έχει οικοδομήσει η Κίνα μαζί του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι το Πεκίνο κινδυνεύει να θεωρηθεί επιφανειακή η δέσμευσή του, ή ακόμη χειρότερα, να εκμεταλλευτεί τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς για να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα.
Η Κίνα υποθέτει ότι «λέγοντας ότι υποστηρίζει την Παλαιστίνη θα κερδίσει πόντους με τις αραβικές χώρες, όμως αυτή είναι μία γενική προσέγγιση που δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια ενιαία φωνή μεταξύ των αραβικών κρατών για το εξαιρετικά διχαστικό ζήτημα.
Ο κ. Γουάνγκ έχει υποστηρίξει ότι η Κίνα επιδιώκει μόνο την ειρήνη για τη Μέση Ανατολή και δεν έχει «κανένα ιδιοτελές συμφέρον στο παλαιστινιακό ζήτημα». Η πρόκληση θα είναι να πείσει τον κόσμο ότι αυτό είναι αλήθεια.