Ο επερχόμενος κυβερνητικός συνασπισμός στην Γερμανία αναμένεται με ενδιαφέρον από όλο τον κόσμο, χωρίς να εξαιρούνται βέβαια η Ελλάδα και η Τουρκία. Το Βερολίνο μπορεί όλο αυτό το διάστημα να διατηρεί χαμηλούς τόνους, ωστόσο η κάθε ενέργεια έχει πολλαπλές συνέπειες στα ελληνικά αλλά και τα ελληνοτουρκικά ζητήματα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αλλαγή που φαίνεται να συντελείται στον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας, καθώς, εφ’ όσον προχωρήσει ο «φωτεινός σηματοδότης» μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών οι Χριστιανοδημοκράτες θα βρεθούν εκτός κυβέρνησης μετά από τόσα χρόνια. Η αλλαγή αυτή βέβαια μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση. Από τη μία μεριά, η γνώριμη σχέση μεταξύ των κάθε πλευρών έδινε κάποια σχετική ώθηση, αλλά από την άλλη μεριά, όλο αυτό το διάστημα οι ελληνογερμανικές σχέσεις είχαν χαρακτηριστεί από τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής πειθαρχίας στα οικονομικά, με εμβληματική μορφή βέβαια τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Αντιθέτως, η Τουρκία είχε εκμεταλλευθεί τον συναινετικό χαρακτήρα της καγκελαρίας Μέρκελ, ώστε να προχωρήσει σε ευνοϊκές συμφωνίες για την Άγκυρα, με μεγάλο παράδειγμα τη συμφωνία για το μεταναστευτικό του 2016.
Βέβαια, η προοπτική της ανάληψης της καγκελαρίας από τον νικητή των γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου, Όλαφ Σολτς, δίνει μία αίσθηση συνέχειας. Ο διαφαινόμενος νέος καγκελάριος, από το αξίωμα του Υπουργού Οικονομικών που κατείχε στην απερχόμενη κυβέρνηση, προσπαθούσε να δώσει ένα διαφορετικό στίγμα, στοχεύοντας στην χαλάρωση ορισμένων παραμέτρων του οικονομικού προγράμματος της Γερμανίας και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα βέβαια για την Ελλάδα είναι αν η νέα κυβέρνηση συνασπισμού που θα προκύψει με τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πρασίνους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, θα μπορέσει να υλοποιήσει μία περισσότερο αναπτυξιακή οικονομική πρόταση.
Το ενδεχόμενο να αναλάβει υπουργός Οικονομικών ο επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών, Κρίστιαν Λίντνερ μπορεί να αποδειχθεί αρνητικό για την Ελλάδα. Ο Λίντνερ έχει ακόμα πιο περιοριστικές απόψεις από τον Σόιμπλε στα οικονομικά ζητήματα και μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στις προσπάθειες να δωθεί μια διαφορετική πνοή στη Γερμανία και την Ευρώπη. Χαρακτηριστική είναι η κριτική που ασκούσαν τα προηγούμενα χρόνια οι Ελεύθεροι Δημοκράτες στην μετριοπαθή, κατά την άποψη τους, προσέγγιση των Χριστιανοδημοκρατών απέναντι στην Ελλάδα.
Στο θέμα της Ανατολικής Μεσογείου βέβαια, η συμμετοχή των Πρασίνων είναι ένα βασικό ζήτημα. Οι Πράσινοι έχουν ταχθεί εναντίον της πώλησης γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία, αφού την θεωρούν χώρα που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το ζήτημα είναι πως η στάση των Πρασίνων, που σύνδεσαν τις εμπορικές συναλλαγές και ιδιαίτερα τον εξοπλισμό με τη συμπεριφορά ενός καθεστώτος, τους έδωσε αέρα στα πανιά τους, εκτοξεύοντας τα εκλογικά ποσοστά τους. Η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας με τη ναυτική δραστηριότητα αναδεικνύει το ζήτημα. Η αναφορά στις διεθνείς συνθήκες για τους πρόσφυγες στο πρώτο κείμενο αρχών των νέων πιθανών κυβερνητικών εταίρων και η επισήμανση ότι αποτελούν βάση συνεργασίας με τους ευρωπαίους εταίρους για τον τερματισμό των θανάτων στη Μεσόγειο και των δεινών στα ευρωπαϊκά σύνορα ενδέχεται να απασχολήσει ιδιαίτερα την Ελλάδα και την Τουρκία. Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως πως και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες έχουν ταχθεί εναντίον της συμπεριφοράς του τουρκικού καθεστώτος, σε σχέση με την προσπάθειες χειραγώγησης της Άγκυρας στους Τούρκους στο εξωτερικό και ενδεχομένως να στηρίξουν μία πιο στιβαρή αντιμετώπιση.
Βέβαια, στο πολιτικό σύστημα συναίνεσης που επικρατεί στη Γερμανία, η αντίληψη πως η Τουρκία έχει μία γεωστρατηγική και γεωπολιτική αξία που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν σε κάθε περίπτωση είναι ριζωμένη. Η επίσκεψη της Μέρκελ στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι δημόσιες τοποθετήσεις της για το σημαντικό ρόλο που πρέπει να παίζει η Τουρκία σε σχέση με το μεταναστευτικό ζήτημα αλλά κι ευρύτερα, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Και αυτό είναι κάτι που θα το λάβει υπόψιν ο νέος καγκελάριος.