Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση: Ο γόρδιος δεσμός της ένταξης
AP Photo/Virginia Mayo
AP Photo/Virginia Mayo

Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση: Ο γόρδιος δεσμός της ένταξης

Η Έκθεση για την πρόοδο της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, που δημοσιεύτηκε στις 30 Οκτωβρίου, μαζί με αυτές των υπόλοιπων υπό ένταξη χωρών, επιβεβαιώνει τη στασιμότητα που υφίσταται, από το 2018, στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας.

Αν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον Ιούνιο του 2023 και τον Απρίλιο του 2024, έκανε λόγο για μια εποικοδομητική επανεκκίνηση των σχέσεων με την Τουρκία, σε μια βάση αιρεσιμότητας και συγκεκριμένων προϋποθέσεων, που θα καθιστούσαν οποιαδήποτε θετική εξέλιξη αντιστρέψιμη, σε περίπτωση μη πλήρωσης από τη μεριά της γείτονος χώρας των συγκεκριμένων όρων, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από το κείμενο.

Όσο κι αν οι προθέσεις και η διαχρονική βούληση των Ευρωπαίων εταίρων είναι να αποτρέψουν μια αποκλίνουσα τροχιά της Τουρκίας, αναγνωρίζοντας τη σημασία της και τον εποικοδομητικό της ρόλο σε μια σειρά προκλήσεων, όπως το μεταναστευτικό, η πραγματικότητα διαψεύδει τις όποιες προσδοκίες. Σε μεγάλο βαθμό, η βελτίωση των σχέσεών της ΕΕ με την Τουρκία, τα τελευταία δύο χρόνια οφείλεται και στη βελτίωση των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας μετά από μια ιδιαίτερα οξυμένη περίοδο, που έφερε τις δύο χώρες πολύ κοντά σε μια ένοπλη σύρραξη.

Χωρίς να έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικά στις σχέσεις αυτές, η δυναμική που αναπτύσσεται, μέσω διμερών επαφών και διερευνητικών συζητήσεων, αντανακλάται και τροφοδοτεί την αντίστοιχη δυναμική και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, η βελτίωση των διμερών σχέσεων δεν μπορεί να αλλάξει ορισμένα βασικά και θεμελιώδη εμπόδια, αρχής γενομένης από τη μη επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

Τα επιχειρήματα υπέρ μιας στενότερης σχέσης της ΕΕ με την Τουρκία είναι εν πολλοίς γνωστά: μια σημαντική περιφερειακή δύναμη που μπορεί να συμβάλει στη γεωπολιτική σταθερότητα της περιοχής και λόγω πολιτισμικής και θρησκευτικής συγγένειας με τον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, μια αναμφισβήτητη οικονομική δυναμική που τροφοδοτείται από θετικούς δημογραφικούς δείκτες και θα μπορούσε να αποτελέσει τον χώρο φιλοξενίας επαναπατρισθέντων ευρωπαϊκών επενδύσεων, λόγω χαμηλού κόστους εργασίας (nearshoring), ένας κρίσιμος και χρήσιμος εταίρος στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκτροχιάσουν την εύθραυστη ισορροπία που έχει επιτευχθεί ενδοευρωπαϊκά επί του θέματος.

Επιπρόσθετα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που -αφελώς (;)- εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μια σύσφιξη των σχέσεων μπορεί να συνεισφέρει μοχλό πίεσης για δημοκρατικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά σε μια περίοδο που η Τουρκία αναμένεται να μπει σε τροχιά αναζήτησης της επόμενης πολιτικής της ηγεσίας. Τέλος, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας στον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, με το διακύβευμα για την Ευρώπη να είναι, εν προκειμένω, η γεωπολιτική σύγκλιση της Τουρκίας με τις ευρύτερες αναθεωρητικές δυνάμεις.

Ωστόσο, όλοι αυτοί οι λόγοι σύσφιξης των σχέσεων, που έχουν βάση, υπό ένα πρίσμα ρεαλιστικής και πραγματιστικής αντίληψης της πραγματικότητας, προσκρούουν -πέραν των λοιπών πολιτικών και οικονομικών δυσλειτουργιών που θα δημιουργούσε μια τέτοια εξέλιξη, ιδιαίτερα σε περίπτωση πλήρους ένταξης, γεγονός αδιανόητο την παρούσα στιγμή- σε ένα βασικό δεδομένο που οφείλουμε να έχουμε υπόψη: την πολύ αρνητική στάση των Ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην Τουρκία.

Σύμφωνα με την επεξεργασία των δεδομένων από το Ευρωβαρόμετρο της άνοιξης του 2024, η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων έχει αρνητική γνώμη για την Τουρκία, με τον μέσο όρο να βρίσκεται στο -0,5 σε κλίμακα από -2 (πολύ αρνητική γνώμη) έως +2 (πολύ θετική γνώμη). Αυτή η αρνητική διάθεση αντικατοπτρίζει τη βαθιά ανησυχία των Ευρωπαίων για την πορεία της Ευρώπης, σε έναν κόσμο όπου η μετανάστευση, η πολιτισμική διαφορετικότητα και οι οικονομικές προκλήσεις ενισχύουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της Ευρώπης.

Όπως αποτυπώνεται στο Γράφημα, οι μόνες χώρες που διατηρούν μια κάπως θετική άποψη για την Τουρκία είναι η Βουλγαρία, όπου η τουρκική μειονότητα αποτελεί περίπου το 8% του πληθυσμού, η Ρουμανία και οι χώρες της Βαλτικής. Στον αντίποδα, πέραν της Κύπρου και της Ελλάδας, εντύπωση προκαλεί η ιδιαίτερα αρνητική εικόνα για την Τουρκία, που έχουν οι Σκανδιναβοί εταίροι, καθώς και η διαφοροποίηση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας (D-E και D-W στο Γράφημα). Στην πρώην Ανατολική Γερμανία, η στάση είναι μεν αρνητική αλλά λιγότερο έντονη σε σύγκριση με τη Δυτική Γερμανία, όπου διαμένει η πλειονότητα των Τούρκων μεταναστών.

Λαμβάνοντας υπόψη το αυξανόμενο αντιμεταναστευτικό κλίμα σε όλη την Ευρώπη αλλά και τα παραπάνω δεδομένα καθίσταται σχεδόν αδύνατο να υπάρξει κυβέρνηση που να υποστηρίζει αυτή τη στιγμή την ένταξη της Τουρκίας, ακόμα κι αν η τελευταία το ήθελε και το επιδίωκε. Όπως και σε κάθε άλλη συζήτηση περί διεύρυνσης, ειδικά με χώρες με διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα, συμπεριλαμβανομένων εν πολλοίς και των Δυτικών Βαλκανίων, οι ανησυχίες για τη μετανάστευση και την ενσωμάτωση αυτών των πληθυσμών συνεχίζουν να πλαισιώνουν τη σχετική πολιτική συζήτηση.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο ότι η κοινή γνώμη και η πολιτική βούληση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι αντίθετες προς την ένταξη της Τουρκίας, αναζητείται μια αξιόπιστη εναλλακτική, που θα αντικαταστήσει το εν εξελίξει «θέατρο» των διαπραγματεύσεων. Μια τέτοια εναλλακτική δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια ριζικά αναθεωρημένη, αμοιβαία επωφελής, Τελωνειακή Ένωση, που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο ουσιαστικής επανεκκίνησης των σχέσεων. Επιπρόσθετα, η επικαιροποίηση της συμφωνίας για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, το 2016, θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημείο με συγκλίνουσες προσλήψεις της νέας πραγματικότητας, ειδικά στον βαθμό που το εν λόγω μοντέλο διαχείρισης κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό της ΕΕ (βλ. Ιταλία και όχι μόνο).

Τα δύο αυτά σημεία θα πρέπει να αποτελέσουν τον κορμό μιας «ειδικής σχέσης» μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ. Ταυτόχρονα, όμως, θα αποτελέσει η σχέση αυτή και ένα πρότυπο και για άλλες χώρες που επιδιώκουν στενότερους δεσμούς με την ΕΕ -είτε είναι ήδη ή αναμένουν να μπουν σε τροχιά ένταξης. Όταν οι απαιτήσεις είναι ρεαλιστικές, οι αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμοί γίνονται πιο εύκολοι. Όταν τα αιτήματα είναι ανέφικτα, η φυσική αντίδραση είναι η δημιουργία ενός τείχους και η απομάκρυνση χρήσιμων εταίρων.

Όπως είπε κάποτε ο Τζον Κένεντι, «Ένα λάθος γίνεται σφάλμα μόνο όταν επιλέγουμε να μην το διορθώσουμε». Η εμμονή σε μια αδιέξοδη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ δεν ωφελεί κανένα από τα δύο μέρη και μπορεί να οδηγήσει, αντίθετα, σε βαθύτερη αποξένωση και συγκρούσεις.

*Ο Αντώνης Παπακώστας είναι πρώην στέλεχος ΕΕ και Ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ. Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Αριάν Κοντέλλη», ΕΛΙΑΜΕΠ.