Έχουν περάσει τρία χρόνια αφότου οι Ταλιμπάν ανακατέλαβαν την εξουσία στο Αφγανιστάν, καθώς τερματιζόταν μία 20ετία αμερικανικής και ΝΑΤΟϊκής στρατιωτικής παρουσίας. Μία κοινωνία δίχως ελπίδα με τις γυναίκες και τα κορίτσια να έχουν εξαφανιστεί από τη δημόσια ζωή πληρώνοντας το βαρύτερο τίμημα, φτώχεια, ανασφάλεια και εφαρμογή της Σαρία στην πλέον ακραία εκδοχή της είναι ο «απολογισμός» της επανόδου των «μαθητών του Κορανίου».
Εγκλήματα δίχως τιμωρία, εν μέσω γενικευμένης σιωπής και διεθνούς αδράνειας, συντελούνται στο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν, που ανακήρυξαν οι Ταλιμπάν μόλις λίγες ώρες αφότου ο τακτικός στρατός, πιστός στην κυβέρνηση του Άσραφ Γάνι και εκπαιδευμένος από τις δυτικές δυνάμεις, οπισθοχωρούσε μπροστά στην εισβολή τους στην Καμπούλ την 15η Αυγούστου 2021.
Μαζί τους επέστρεψε η Σαρία, η καταστολή και η τρομοκράτηση, η έμφυλη βία και γυναικοκτονίες. Η σκόπιμη στέρηση της μόρφωσης των κοριτσιών που έχουν αποκλειστεί από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά και του δικαιώματος των γυναικών στην απασχόληση στη δημόσια διοίκηση και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Οι γυναίκες στο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν σχεδόν δεν υπάρχουν· αν βγουν μόνες πρέπει να καλύπτουν ολόκληρο το σώμα τους, δεν επιτρέπεται να εισέρχονται σε πάρκα, γυμναστήρια, δημόσια λουτρά.
Η πλήρης έλλειψη σεβασμού και προστασίας κάθε δικαιώματος, της αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης υπόστασης του λαού του Αφγανιστάν είναι καθολική και εκτείνεται οριζόντια σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Τα μεγαλύτερα θύματα είναι οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια που στερούνται σκόπιμα και συστηματικά των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους, πρωτίστως την εκπαίδευση και την εργασία, γεγονός που, όπως επισημαίνουν διεθνείς παρατηρητές, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένου του εγκλήματος των διακρίσεων με βάση το φύλο.
Η Άλισον Νταβιντιάν, εκπρόσωπος της UN Women για το Αφγανιστάν, υπηρεσίας του ΟΗΕ που προωθεί παγκοσμίως την ισότητα των φύλων και την ενίσχυση της γυναικείας συμμετοχής, επισημαίνει ότι η κυβέρνηση των Ταλιμπάν έχει εκδώσει μεγάλο αριθμό διαταγμάτων με στόχο τις γυναίκες και τα κορίτσια του Αφγανιστάν, στερώντας τους βασικές ελευθερίες και θεμελιώδη δικαιώματα. Μιλώντας σε δημοσιογράφους στη Νέα Υόρκη κατά την παρουσίαση της τελευταίας έκθεσης της UN Women σχετικά με τη δεινή θέση των Αφγανών γυναικών τόνισε ότι οι Ταλιμπάν δεν σταμάτησαν ποτέ τις φρικαλεότητες που προκαλούν στις γυναίκες και τα κορίτσια.
«Τρία χρόνια μετά, η προσοχή του κόσμου έχει στραφεί αλλού, αλλά για τις γυναίκες και τα κορίτσια του Αφγανιστάν, η φρίκη δεν έχει σταματήσει, αλλά ούτε και η πεποίθησή τους να αντισταθούν στην καταπίεση», επισήμανε η Άλισον Νταβιντιάν. «Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους Ταλιμπάν και τα εγκλήματά τους κατά του λαού του Αφγανιστάν, ιδίως κατά των γυναικών και των κοριτσιών, έχουν μείνει εντελώς ατιμώρητα», ανέφερε παράλληλα ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας, την ώρα που στους δρόμους της Καμπούλ οι Ταλιμπάν παρήλαυναν γιορτάζοντας τη σκοτεινή επιστροφή τους.
Η ανθρωπιστική κατάσταση στη χώρα ταυτόχρονα επιδεινώνεται, γεγονός στο οποίο συμβάλλουν και οι διεθνείς κυρώσεις. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, 23 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού των περίπου 40 εκατομμυρίων, βιώνει επισιτιστική ανασφάλεια. Μεγάλο μέρος των κατοίκων ζει με ψωμί και τσάι. Οι διεθνείς δωρητές έχουν παράσχει μόνο το 12% της προβλεπόμενης βοήθειας προς το Αφγανιστάν φέτος. Πάνω από το 90% του των Αφγανών παλεύουν καθημερινά με τη φτώχεια. Το σύστημα υγείας έχει πληγεί σοβαρά από την έλλειψη ξένης βοήθειας, με την ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη και τις ελλείψεις σε τρόφιμα να επιδεινώνουν την υγειονομική κρίση.
Οι Ταλιμπάν από πλευράς τους επαίρονται ότι παρ' όλες τις πιέσεις, έχουν κατορθώσει να λύσουν το πρόβλημα της ασφάλειας στη χώρα μέσα σε τρία χρόνια, έχουν εξαλείψει τον πληθωρισμό και τα ναρκωτικά, το νόμισμα αποδείχθηκε ανθεκτικό, η διαφθορά περιορίστηκε και, παρά τη διεθνή απομόνωση, καταγράφουν «επιτυχίες» με τις εμπορικές συμφωνίες που έχουν συνάψει.
Στον τρίτο χρόνο πλέον από την ανάκτηση της εξουσίας, το καθεστώς των Ταλιμπάν έχει βρεθεί σε διάλογο με όλο και περισσότερες χώρες, παρόλο που δεν αναγνωρίζεται επίσημα από καμία. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι η εκπροσώπησή του σε συνάντηση για το Αφγανιστάν που διοργάνωσε ο ΟΗΕ στη Ντόχα του Κατάρ τον Ιούλιο, στην οποία συμμετείχαν 25 χώρες. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν πραγματοποιήσει δύο προηγούμενες συναντήσεις με παρόμοια σύνθεση, στις οποίες όμως οι Ταλιμπάν δεν είχαν προσκληθεί.
Οι ισχυροί γείτονες του Αφγανιστάν, όπως η Κίνα και η Ρωσία, εντείνουν την εμπλοκή τους με το καθεστώς των Ταλιμπάν, επιδιώκοντας να προστατεύσουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Στον αντίποδα, το Πακιστάν δεν κρύβει την οργή του από τις πενιχρές ενέργειες των Ταλιμπάν κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης «Τεχρίκ-ε-Ταλιμπάν Πακιστάν», η οποία εφορμά από τις βάσεις της στο ανατολικό Αφγανιστάν. Ωστόσο το Πακιστάν ήταν από τις πρώτες χώρες που αποκατέστησαν τις επαφές του με την κυβέρνηση των Ταλιμπάν. Το ίδιο και το Ιράν. Και οι δύο είχαν ιστορικά πολύπλοκες σχέσεις με τους Ταλιμπάν, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από εναλλαγή περιόδων συνεργασίας και έντασης.
Αναφορικά με τη στάση της Δύσης, παρά τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των γυναικών από τους Ταλιμπάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαφαίνεται πως θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους -κυρίως στον τομέα καταπολέμησης της τρομοκρατίας- εξυπηρετούνται προς το παρόν καλύτερα με τη διατήρηση μιας χαμηλού επιπέδου ισορροπίας στην εμπλοκή τους με το αφγανικό καθεστώς.
Το Αφγανιστάν, το οποίο εξακολουθεί να είναι δυνητικά αποσταθεροποιητικός παράγοντας, με κίνδυνο να συμπαρασύρει σε μία νέα πολεμική ή τρομοκρατική δίνη ολόκληρη την περιοχή, φαίνεται να έχει υποχωρήσει στη λίστα των προτεραιοτήτων της διεθνούς κοινότητας σε σχέση με τρία χρόνια πριν, μπαίνοντας στην τροχιά της περιφερειακής διπλωματίας, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή έχουν μονοπωλήσει το διεθνές ενδιαφέρον.
«Η διεθνής κοινότητα δεν έχει θέσει τους Ταλιμπάν προ των ευθυνών τους για τα εγκλήματα και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ούτε έχει υιοθετήσει στρατηγική προσέγγιση για την αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης. Η αποτυχία ανάληψης συγκεκριμένης δράσης αποτελεί όνειδος για τον κόσμο» δηλώνει η Σαμίρα Χαμιντί, υπεύθυνη για τις δράσεις της Διεθνούς Αμνηστίας στην περιοχή της Νότιας Ασίας.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Τζουλιάνο Μπάτιστον, δημοσιογράφο και αναλυτή του ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI), η διπλωματία θα πρέπει να υπολογίσει το εξής παράδοξο: Οποιοδήποτε ενδεχόμενο άνοιγμα του καθεστώτος των Ταλιμπάν προς τη Δύση, ιδίως σε θέματα έμφυλων διακρίσεων, μπορεί να συμβεί μόνο μετά την οριστική εδραίωση της ηγεσίας του Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα, ηγέτη των Ταλιμπάν. Μόνο όταν ο εμίρης αισθανθεί ότι έχει τον πλήρη έλεγχο, και ιδίως της εξωτερικής πολιτικής, μπορούμε να περιμένουμε κάποια αλλαγή στο μέτωπο των γυναικών, κάποιο άνοιγμα προς τη Δύση.
Μόνο όταν το καθεστώς των Ταλιμπάν αισθανθεί αρκετά ισχυρό είναι δυνατόν να τολμήσει σημαντικές αλλαγές. Ταυτόχρονα, με δεδομένη την άκρως περιορισμένη δυνατότητα των εξωτερικών παραγόντων να επηρεάσουν τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, η μόνη σημαντική πίεση μπορεί να προέλθει μόνο από το εσωτερικό της χώρας. Αλλά για να ωριμάσει η αφγανική κοινωνία ώστε να εκφράσει ανοιχτή αμφισβήτηση θα πρέπει να ενισχυθεί ολόκληρο το σύστημα της χώρας, με κίνδυνο να ενισχυθεί και το καθεστώς. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει εναλλακτική λύση, επισημαίνει σε ανάλυσή του.