Επίσκεψη με διπλό συμβολισμό και πολλαπλούς αποδέκτες, πραγματοποίησε χθες, σε παγκόσμια μετάδοση, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στο Κίεβο.
Η επιλογή της ημερομηνίας, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Χθες, η μαρτυρική Ουκρανία τιμούσε τη μνήμη των μελών της «Ουράνιας εκατονταρχίας» των 107 θυμάτων της αστυνομικής βίας και καταστολής, κατά τη διάρκεια της επανάστασης στην πλατεία Μεϊντάν το 2014.
Ήταν οι μέρες εκείνες, όταν οι επίλεκτοι ελεύθεροι σκοπευτές της μονάδας Μπερκούτ της ουκρανικής αστυνομίας, εκτελούσαν εν ψυχρώ του διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν κατά της απόφασης του τότε προέδρου Γιανουκόβιτς να αποσυρθεί από το συμφωνία σύνδεσης της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μεθαύριο, είναι η πρώτη επέτειος από την κήρυξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας την 24η Φεβρουαρίου 2024, την ημέρα που άλλαξε ριζικά και για πάντα, ο κόσμος όπως τον γνωρίζαμε.
Η διατύπωση πως ο πόλεμος αυτός δεν θα λήξει ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα, είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο η αμερικανική ηγεσία και όχι μόνο, αντιλαμβάνεται την ουσία της σύρραξης στις στέπες της Ουκρανίας. Αντιμέτωπες με μια ιμπεριαλιστική, αναθεωρητική δύναμη, οι δυτικές χώρες, αντιλαμβάνονται τη θανάσιμη, υπαρξιακή απειλή και αποφάσισαν να συνεχίσουν την αντιπαράθεση μέχρι την τελική νίκη.
Αυτό άλλωστε δηλώνουν σε όλους τους τόνους ανώτεροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι με κάθε ευκαιρία. Η εποχή της αφελούς, υπνοβατούσας Ευρώπης, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Ιδιαίτερη σημασία, έχει η έμφαση στην αποστροφή της ομιλίας του Μπάιντεν, για τη διακομματική στήριξη που απολαμβάνει στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, η εξωτερική του πολιτική και το πρόγραμμα ενίσχυσης της Ουκρανίας, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά.
Οι αποδέκτες του μηνύματος της επίσκεψης Μπάιντεν στην Ουκρανία είναι πολλοί. Πρώτος, είναι η Ρωσία, η οποία απομονωμένη διεθνώς, βλέπει ολοένα και περισσότερα κράτη να συντάσσονται με τη συμμαχία των δυτικών χωρών, ενώ οι δικές της προσπάθειες δημιουργίας νέου «αντι-ιμπεριαλιστικού μετώπου» περιορίζονται σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής με δικτατορικά καθεστώτα.
Ταυτόχρονα, η διαπίστωση του αμερικανού προέδρου πως ο πόλεμος αυτός δεν θα λήξει ούτε εύκολα ούτε γρήγορα, αναδεικνύει την ενότητα και της βούληση της Δύσης έναντι της ρωσικής απειλής.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ήταν εκείνος που με την ιμπεριαλιστική του πολιτική, αφύπνισε τη Δύση και, κυρίως, την Ευρώπη, όπου οι ηγεσίες πολλών χωρών επαναπαύτηκαν στις νεο-προτεσταντικές του θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων, συμβάλει στη μεταλαμπάδευση των δημοκρατικών αξιών σε νεοαυταρχικά καθεστώτα. Κυνηγώντας χίμαιρες, βρέθηκαν κυνηγημένες και εγκλωβισμένες στην παγίδα των φτηνών ενεργειακών πόρων με παρ’ ολίγο, ολέθρια αποτελέσματα για τη γηραιά ήπειρο.
Από σήμερα, ο ρωσική ηγεσία δεν μπορεί να ελπίζει σε μια διευθέτηση, την οποία θα μπορούσε να παρουσιάσει ως νίκη στο εσωτερικό της.
Είναι, όμως, νωρίς για να προδικάσουμε πιθανές πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό των ρωσικών ελίτ, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον ανελέητο φατριασμό και ανταγωνισμό, για το ποιος θα εξασφαλίσει καλύτερη θέση στο τραπέζι της επόμενης ημέρας. Είναι ξεκάθαρο, πως η Δύση έχει ως στρατηγικό στόχο την ήττα της Ρωσίας στα πεδία των μαχών και πως δεν πρόκειται να αλλάξει πολιτική, παρά τις επαμφοτερίζουσες δηλώσεις ορισμένων ηγετών της (Μακρόν).
Δεύτερος αποδέκτης, είναι η ίδια η Ουκρανία, η οποία βλέπει να αναβαθμίζεται η δυτική στήριξη που τόσο πολύ έχει ανάγκη. Η στήριξη αυτή, εκτός από διπλωματική, στρατιωτική, οικονομική, είναι και πολιτισμική, αφού οι κάτοικοι της χειμαζόμενης χώρας, βλέπουν πως γίνονται δεκτοί στη μεγάλη, δημοκρατική οικογένεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών de facto, δικαιώνοντας έτσι τις προσδοκίες και τις θυσίες των δύο επαναστάσεων που έκαναν, της «Πορτοκαλί» το 2004 και του «Μεϊνταν» του 2014.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας με όπλα και πυρομαχικά μεγάλους βεληνεκούς, ενώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, μετά τα βαρέα τεθωρακισμένα, δεν θα αργήσει η στιγμή παράδοσης μαχητικών αεροσκαφών, ικανών να διασφαλίζουν τον ουκρανικό εναέριο χώρο από τις ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις. Σε αυτό το μήκος κύματος, αξίζει να σημειωθούν οι δηλώσεις του Βρετανού πρωθυπουργού Σούνακ και της Ιταλίδας ομολόγου του Μελόνι, για την επικείμενη δωρεάν πολεμικών αεροσκαφών.
Ένας άλλος αποδέκτης της σημερινής επίσκεψης Μπάιντεν στο Κίεβο είναι η Κίνα. Είναι τυχαίο, άραγε, το γεγονός πως η επίσκεψη αυτή συνέπεσε με την επίσημη επίσκεψη του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Ουάνγκ Γι στη Μόσχα σήμερα, με επίσημη αποστολή τη συζήτηση των όρων διευθέτησης του ουκρανικού προβλήματος; Η Κίνα εδώ και ένα χρόνο ακολουθεί μια πολιτική σε δύο επίπεδα: το πρώτο είναι οι επίσημες δηλώσεις, οι οποίες ανέξοδα την κατατάσσουν στους υποστηρικτές της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών (βλ. Ουκρανία), αλλά αποφεύγει να καταδικάσει απερίφραστα τη ρωσική εισβολή και κατοχή.
Ταυτόχρονα, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η οικονομία της, αλλά και η ευημερία της κοινωνίας της εξαρτάται από το παγκόσμιο εμπόριο, θέλοντας και μη δεν παραβιάζει τις βασικές κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Ρωσία. Οι κινεζικές τράπεζες δεν διαμεσολαβούν για το σπάσιμο του εμπάργκο των ρωσικών, έπαψαν να εξυπηρετούν τις ρωσικές πιστωτικές κάρτες και γενικά συμμορφώνονται. Το ίδιο ισχύει και για πολλές εταιρείες, ιδίως υψηλής τεχνολογίας.
Διατηρεί, ωστόσο, η κινεζική ηγεσία τις φιλοδοξίες της να μετατρέψει τη Ρωσία σε μια χώρα - αποικία της, απ’ όπου θα αγοράζει φτηνά πρώτες ύλες (σήμερα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικών ενεργειακών πρώτων υλών, τις οποίες αγοράζει με έκπτωση 30% και 40%), ενώ ταυτόχρονα θα εξάγει σε αυτή καταναλωτικά προϊόντα (η ρωσική αγορά έχει πλημμυρίσει με κινεζικής κατασκευής αυτοκίνητα και οικιακές συσκευές).
Η επίσκεψη Μπάιντεν στο Κιέβο, είναι μια υπενθύμιση της Δύσης πως ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει να κάνει με πόλεμο κατά των αξιών της ελεύθερης επιλογής, της δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας και πως όποιος συμμαχήσει με τη Ρωσία, θα καταστεί αυτομάτως εχθρός της.
Η κινεζική ηγεσία, αντιμετωπίζοντας τα δικά της εσωτερικά προβλήματα και, κυρίως, την επιβράδυνση της οικονομίας της, προφανώς θα λάβει πολύ σοβαρά αυτό το μήνυμα. Η προειδοποίηση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ πως αν η Κίνα παραδώσει όπλα και πολεμοφόδια στη Ρωσία, αν και διαψεύστηκε από το Πεκίνο, είναι ενδεικτική των πιέσεων που θα ασκηθούν στη χώρα της Ουράνιας Γαλήνης, σε περίπτωση που αποφασίσει να ταχθεί με το μέρος της Ρωσίας.
Ανάμεσα στους άλλους αποδέκτες, είναι και οι χώρες εκείνες που μέχρι σήμερα ακολουθούσαν μία πολιτική είτε «επιτήδειου ουδέτερου» προσπαθώντας να αποκομίσουν οφέλη από τον πόλεμο, όπως η Τουρκία του Ερντογάν, είτε να υπονομεύσουν αφανώς την ενότητα των χωρών που στηρίζουν την Ουκρανία, για ιδιοτελείς λόγους ιδεολογικής συγγένειας ή εμπορικού κέρδους, όπως η Ουγγαρία του Όρμπαν.
Τέλος, αποδέκτες είναι και οι χώρες του αποκαλούμενου από τους Ρώσους «εγγύς εξωτερικού», δηλαδή οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία, αλλά και η σκληρή δοκιμαζόμενη από τη ρωσική διείσδυση και με ανοιχτά εδαφικά ζητήματα (Υπερδνειστερία), Μολδαβία. Η διαβεβαίωση πως η Δύση θα συνεχίσει να τις στηρίζει παντοιοτρόπως, αναμφίβολα θα καθησυχάσει ηγεσίες και κοινωνίες, οι οποίες έχοντας γνωρίσει τη ρωσική κατοχή κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και βλέποντας την αναβίωση των ιμπεριαλιστικών διαθέσεων του «δύσκολου γείτονά» τους, κοιμούνται, κυριολεκτικά με το όπλο παρά πόδα.
Παρά τη σύντομη διάρκεια (μόλις τεσσάρων ωρών) η επίσκεψη Μπάιντεν στο Κίεβο, σηματοδοτεί τη νέα φάση στην οποία θα περάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ένας πόλεμος που δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε σύντομος, όπως διακήρυξε ο Αμερικανός πρόεδρος. Στην Ουκρανία, όμως, και στις αιματοβαμμένες στέπες της, διακυβεύεται το μέλλον του κόσμου και η Δύση δεν μπορεί να παραμείνει ένας απλός θεατής.