Σε δύο ακριβώς εβδομάδες από σήμερα, δηλαδή το πρωί της Τετάρτης 4 Νοεμβρίου, θα γνωρίζουμε ποιος είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών και – πλην απροόπτου – ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος θα αναλάβει επισήμως τα ηνία της χώρας στις 20 Ιανουαρίου, οπότε και θα πραγματοποιηθεί η τελετή της ορκωμοσίας του.
Από σήμερα, πάντως, είμαστε σε θέση πλέον να διαπιστώσουμε ότι ο Τζο Μπάιντεν διατηρεί ένα ευρύ και δύσκολα αναστρέψιμο προβάδισμα. Ένα προβάδισμα το οποίο δεν αποτυπώνεται μόνο ή κυρίως στη διαφορά που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις σε πανεθνικό επίπεδο – εξάλλου, η Χίλαρι Κλίντον είχε ηττηθεί το 2016 έχοντας συγκεντρώσει σχεδόν τρία εκατ. ψήφους παραπάνω από τον Ντόναλντ Τραμπ... – αλλά και στο γεγονός ότι προηγείται στις συντριπτικά περισσότερες πολιτείες οι οποίες σε κάθε εκλογική αναμέτρηση συνήθως «μετακομίζουν» προς την πλευρά του νικητή.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι στις περισσότερες από αυτές, η διαφορά υπέρ του υποψηφίου των Δημοκρατικών είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην εμπίπτει, θεωρητικά τουλάχιστον, στην κατηγορία του «στατιστικού σφάλματος». Κάτι που σημαίνει ότι ακόμη και εάν σε ορισμένες από αυτές ο Τραμπ καταφέρει να κάνει την ανατροπή και να επικρατήσει, πιθανότατα αυτό δεν θα είναι αρκετό ώστε να του διασφαλίσει μια δεύτερη συνεχόμενη θητεία.
Η αριθμητική των εκλογών
Τα παραπάνω μπορούν να φανούν παραστατικά με απλή αριθμητική: Το 2016, ο Τραμπ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από 306 εκλέκτορες σε σύνολο 538, ενώ υπέρ της Κλίντον τάχθηκαν οι υπόλοιποι 232. Έτσι, με μια απλή αφαίρεση προκύπτει πως η διαφορά τους ήταν 74 ψήφοι, ενώ μια εξίσου απλή αναγωγή μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως αρκεί να αλλάξουν στρατόπεδο 38 από αυτούς για να αναδειχθεί νέος πρόεδρος ο Μπάιντεν.
Πρακτικά, λοιπόν, εάν ο τελευταίος καταφέρει να «αρπάξει» την Φλόριντα, με τους 29 εκλέκτορες, τότε θα είναι σχεδόν βέβαιος νικητής, καθώς θα του αρκεί μόλις μία από τις 4-5 θεωρητικά διαφιλονικούμενες πολιτείες (στις οποίες προηγείται) για να φτάσει στον παραπάνω μαγικό αριθμό. Ακόμη, όμως, κι αν η Φλόριντα παραμείνει βαμμένη στο κόκκινο χρώμα των Ρεπουμπλικάνων, εάν ο Μπάιντεν καταφέρει να πάρει την πρωτιά σε τρεις έστω από αυτές (Βόρεια Καρολίνα, Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν, Οχάιο, Αριζόνα, Αϊόβα) για να πάρει τον δρόμο προς στον Λευκό Οίκο.
Την ίδια στιγμή, κρίσιμο ρόλο παίζει ένα ακόμη στοιχείο που έχει άμεση σχέση με την αριθμητική και δεν είναι άλλο από τα 30 και πλέον εκατομμύρια των Αμερικανών που έχουν ήδη ψηφίσει. Το νούμερο αυτό έχει μεγάλη σημασία για δύο λόγους. Αφενός, επειδή αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα πέμπτο όσων είχαν λάβει μέρος στις εκλογές του 2016, κάτι που σημαίνει ότι περιορίζεται η δυνατότητα ανατροπής της τελευταίας στιγμής, στην οποία ποντάρει ο Τραμπ. Και αφετέρου, διότι μαρτυρά αυξημένο ενδιαφέρον και μεγαλύτερη προσέλευση στις κάλπες, κάτι που παραδοσιακά ευνοεί τους Δημοκρατικούς.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι βασικό μέλημα των Αμερικανών παραμένει μακράν – πάντα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – η πανδημία, η οποία εξακολουθεί να σαρώνει τις ΗΠΑ διαψεύδοντας την αισιοδοξία και τους ισχυρισμούς του Τραμπ, τότε είναι φανερό πως η επικράτηση Μπάιντεν μοιάζει να γίνεται ακόμη πιο πιθανή. Κάτι που προφανώς γνωρίζουν πολύ καλά τόσο οι αγορές όσο και τα γραφεία στοιχημάτων.
Αρκεί ο «κουρασμένος Τζο» να αντέξει στην τελική ευθεία...