Τι θέλει σήμερα η Ρωσία του Πούτιν; Η Μόσχα επιδιώκει αναγνώριση της θέσης της ως μια, εν πολλοίς, επανακάμψασα μεγάλη δύναμη, συνέχιση του κρίσιμου ενεργειακού ρόλου της στην Ευρασία, περιχαράκωση του ρωσικού συστήματος άσκησης εξουσίας στο εσωτερικό και αναδιαμόρφωση των ισορροπιών ισχύος με επωφελή για την Μόσχα τρόπο στο πλαίσιο της μακρόχρονης, αργής και επιλεκτικής διαδικασίας αμερικανικής απαγκίστρωσης που ξεκίνησε επί Ομπάμα και συνεχίζεται (βλέπε Αφγανιστάν).
Το ερώτημα, όμως, γιατί η Ρωσία έχει αυτούς τους συγκεκριμένους στόχους, παραπέμπει σε ένα κάπως σύνθετο πλέγμα παραγόντων. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες έχουν ιστορικό βάθος. Άλλοι αναφέρονται στις προϋποθέσεις επιβίωσης του αυταρχικού ρωσικού καθεστώτος σήμερα. Οι πρώτοι έχουν τις ρίζες τους στην ανησυχία για την περικύκλωση της Ρωσίας, μια ανησυχία που διαπερνά αιώνες και καθεστώτα, ιδεολογίες και τεχνολογικές φάσεις.
Η σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία, αποτέλεσμα των συγκεντρωτικών, αυταρχικών αλλά και εν μέρει αποτελεσματικά εκσυγχρονιστικών στοχεύσεων του καθεστώτος Πούτιν, αποτελεί εντελώς διαφορετικό συνομιλητή της Δύσης σε σχέση με την παραπαίουσα ομοσπονδία επί Γέλτσιν. Οικονομικά και δημογραφικά εξασθενημένη, η Ρωσία αποτελεί σε κάθε περίπτωση και πάλι μια υπολογίσιμη στρατιωτική και πολιτική παρουσία. Και όμως, κάποια από τα θεμελιώδη ζητήματα που μας απασχολούν και σήμερα ανάγονται στις περιόδους Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν.
Πράγματι, πέρα από τα κλισέ και τις προϊδεάσεις, μια σειρά κρίσιμων εξελίξεων ερμηνεύονται γνησίως διαφορετικά από τη Δύση και την Ρωσία. Την κρίσιμη στιγμή της επανένωσης της Γερμανίας (1990), τι υποσχέθηκε η Δύση στην Μόσχα ώστε η τελευταία να συναινέσει; Οι απόψεις των δυο μερών διαφέρουν και διαφέρουν πολύ. Οι Ρώσοι – και ο ίδιος ο Γκορμπατσώφ – επιμένουν ότι η βασική ιδέα ήταν πως το ΝΑΤΟ δεν επρόκειτο να προχωρήσει σε διεύρυνση προς Ανατολάς μετά την γερμανική επανένωση. Η άποψη αυτή αμφισβητείται ευρέως στη Δύση, παρότι οι αναλυτές στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και τον δυτικό κόσμο αποτελούν, φυσικά, μια πολύ περισσότερο πλουραλιστική και πολυφωνική κοινότητα. Οι διαφορετικές ερμηνείες αφορούν και ζητήματα σε πεδία όπως ο έλεγχος των πυρηνικών, η αντιπυραυλική άμυνα, η πολιτική στην Μέση Ανατολή, ή ο έλεγχος των εδαφών του Αρκτικού Κύκλου.
Άλλωστε πολλοί (ακόμη και ειδικοί, ακόμη και διπλωμάτες) παρασύρονται ενίοτε από ψιθύρους που τεχνηέντως διοχετεύουν κύκλοι της μιας ή της άλλης πρωτεύουσας με στόχο τη διαμόρφωση της μιας ή της άλλης εντύπωσης. Η Angela Stent, στην κορυφαία μελέτη της για τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα (The Limits of Partnership, τέταρτη έκδοση, 2015), αναλύει τους σύνθετους σχεδιασμούς και τις συχνά αμφίσημες δηλώσεις των δυο υπερδυνάμεων στις περιόδους George H. W. Bush, Bill Clinton και George W. Bush και εξηγεί ότι υπήρξαν πραγματικές ευκαιρίες προσέγγισης που αγνοήθηκαν, τελικά, από την μια ή την άλλη ηγεσία σε διαφορετικές στιγμές της εξέλιξης των σχέσεών τους στις πρώτες μεταψυχροπολεμικές περιόδους.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία και η παγκόσμια προοπτική
Τον Απρίλιο, στο φετινό προεδρικό διάγγελμα προς το έθνος, ο Πούτιν προειδοποίησε ότι εάν κάποιος παρερμηνεύσει τις καλές προθέσεις της Ρωσίας ως αδυναμία, η απάντηση θα είναι «άμεση και σκληρή». Παρότι οι αναφορές στην Ουκρανία ήταν ελάχιστες, η προειδοποίηση σαφώς την αφορούσε.
Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και οι συγκρούσεις στην ανατολική Ουκρανία μεταξύ αυτονομιστών και κυβερνητικών δυνάμεων διαμόρφωσαν ένα εκρηκτικό υπόβαθρο για τις μετέπειτα εξελίξεις των σχέσεων της Ρωσίας με τη Δύση.
Όπως έγραψε προ ημερών ο Anton Troianovski στους New York Times, η στρατιωτική εμπλοκή στην Ουκρανία μάλλον θα έβλαπτε τον Πούτιν στο εσωτερικό, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, κάτι που οδηγεί πολλούς αναλυτές σε αμφιβολίες για το κατά πόσον θα επιχειρηθεί μια στρατιωτική αναμέτρηση. Όμως, όπως επίσης εύστοχα επισημαίνει ο Troianovski, η πεποίθηση του Πούτιν ότι η Ρωσία και η Ουκρανία θα έπρεπε να είναι μια χώρα είναι ευρέως διαδεδομένη στην Ρωσία, ακόμη και μεταξύ των αντιπάλων του Πούτιν.
Θα έλεγα παρόλα αυτά ότι ενώ για την Ρωσία το ουκρανικό είναι ζήτημα ταυτόχρονα περιφερειακής ισχύος, διεθνούς στρατηγικής και εσωτερικής πολιτικής κουλτούρας, για τις ΗΠΑ παραμένει κυρίως πεδίο αντιμετώπισης της Μόσχας με γνώμονα και μέτρο τα διεθνή δεδομένα και εξελίξεις. Με άλλα λόγια, η Μόσχα προς το παρόν βολιδοσκοπεί, ζυγίζει και υπολογίζει, αλλά μια στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία βρίσκεται όντως ανάμεσα στα σενάρια. Ενώ μια στρατιωτική απόκρουσή της από το ΝΑΤΟ είναι απίθανη.
Η περίοδος Τραμπ ενθάρρυνε τις πιο τολμηρές τακτικές του Πούτιν, κάτι που σήμαινε πολλά, ερχόμενο μάλιστα μετά και από την αδυναμία αντίδρασης Ομπάμα στην Κριμαία. Τα τετελεσμένα θριάμβευσαν στην Κριμαία. Παρότι ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι υπήρξε «πολύ πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία σε σχέση με τον Ομπάμα», η αλήθεια είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των κριτηρίων άσκησης πολιτικής οδήγησε – για διαφορετικούς λόγους – το περιβάλλον Τραμπ σε στενές σχέσεις τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ερντογάν. Από τον Ιανουάριο του 2021, η νέα προεδρία επιχειρεί να κερδίσει έδαφος απέναντι στην Ρωσία επιβεβαιώνοντας εκ νέου και τον ρόλο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, όμως η ασύμμετρη αμερικανική αναδίπλωση – με την κύρια έμφαση πια να βρίσκεται ξεκάθαρα στον Ειρηνικό – συνεχίζεται.
Ο Πούτιν φαίνεται να διαβάζει σωστά τη μακροχρόνια διάσταση των αμερικανικών κινήσεων, αλλά (α) οι ανάγκες εσωτερικής επιβίωσης του αυταρχικού καθεστώτος σε συνδυασμό με (β) την τάση συστηματικού υπερτονισμού της παλαιότατης θεωρίας της περικύκλωσης και (γ) την παραπλανητική εμπειρία της περιόδου Τραμπ, μπορεί να οδηγήσουν το Κρεμλίνο σε παράτολμους σχεδιασμούς.
Πέρα από τα ρωσικά στρατεύματα που έχουν μεταφερθεί κοντά στα ουκρανικά σύνορα, υπάρχουν και οι αυτονομιστές που εξακολουθούν να υποστηρίζονται από την Ρωσία. Δρούν μεταξύ άλλων και κοντά στην πόλη της Μαριούπολης. Από τακτική άποψη, η Μόσχα επιθυμεί την απόκτηση και της Μαριούπολης ώστε να μειώσει ακόμη περισσότερο την ναυτική παρουσία της Ουκρανίας και να την διώξει από τη Θάλασσα του Αζόφ.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Δύσης – Ρωσίας
Στο παρελθόν, οι ακραία ανορθολογικές – και επικίνδυνες – ελπίδες ορισμένων κύκλων στην Ελλάδα για τον «ρωσικό παράγοντα» κατέστησαν ιδιαίτερα δυσχερή μια αντικειμενική και νηφάλια αποτίμηση των θετικών και των αρνητικών στοιχείων στο ισοζύγιο των σχέσεων. Με αποτέλεσμα την ανυπαρξία μιας στρατηγικής προσέγγισης απέναντι στην Ρωσία.
Μια κορυφαία στιγμή – και μαζί μια από τις πολλές αποδείξεις – της έλλειψης εθνικής στρατηγικής ήταν η μεγάλη κρίση των σχέσεων με τη Ρωσία το 2018. Όταν κάποιοι υπερέβαλαν συστηματικά την υπαρκτή (και σε ένα βαθμό αναμενόμενη) ρωσική παρουσία στα Δυτικά Βαλκάνια για να κερδίσουν πόντους στην εσωτερική πολιτική σκηνή, περίπου κατηγορώντας συλλήβδην όσους είχαν επιφυλάξεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών ως αντικειμενικά εξυπηρετούντες τα ρωσικά συμφέροντα. Ήταν η περίοδος που οδήγησε στα όρια της διπλωματικής ρήξης με την Μόσχα.
Ως προς την Τουρκία, είναι σαφές ότι η Μόσχα επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την Τουρκία για να διευρύνει τις ρωγμές στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, ενώ η Άγκυρα επιχειρεί να αξιοποιήσει τις σχέσεις της με την Ρωσία για να επαναπροσδιορίσει τη θέση της απέναντι στη Δύση. Όπως ακριβώς εξηγούσα εδώ στο Liberal το 2018, η προσέγγιση Ρωσίας – Τουρκίας εμπεριέχει και δομικά στοιχεία οπότε, παρά τις επιμέρους διενέξεις, είχε και εξακολουθεί να έχει μέλλον. Πρόκειται για μια σχέση ανταγωνιστικής συμπληρωματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, παρά τις διαφορές και τις συχνά οξύτατες αντεγκλήσεις, οι σχέσεις Ρωσίας – Τουρκίας θα εξακολουθήσουν να αντανακλούν τις προσπάθειες της Άγκυρας να ισορροπήσει μεταξύ Ανατολής και Δύσης και τις τακτικές της Μόσχας που προσπαθεί να εργαλειοποιήσει τις τουρκικές φιλοδοξίες στο πλαίσιο που συμφέρει την Ρωσία, ανοίγοντας περαιτέρω τις ρωγμές στο ΝΑΤΟ. Πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση Μπάιντεν αυτή την εντεινόμενη τουρκική συμπεριφορά είναι, για την περιοχή μας, ένα κρίσιμο ερώτημα ως προς την βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη περίοδο.
Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα για το Κρεμλίνο είναι εάν και κατά πόσον αντιλαμβάνεται ότι ένας κόσμος πολυκεντρικός θα είναι μακροπρόθεσμα προς το συμφέρον και της Ρωσίας. Εάν το αντιλαμβάνεται έτσι, θα αποφύγει μια στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία που θα οδηγήσει σε αναζωπύρωση των διπολικών τάσεων που είναι σήμερα ασθενέστατες αλλά μπορούν, σε ένα βαθμό, να επανακάμψουν ισχυροποιούμενες.
Υπάρχει, από την άλλη πλευρά, το αρνητικό σενάριο. Οι παράγοντες που ανέφερα προηγουμένως ενδέχεται να οδηγήσουν το Κρεμλίνο σε μια παράτολμη περιπέτεια. Στο μέτρο όμως που κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, η Ελλάδα, αγκυροβολημένη με ασφάλεια και στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, έχει κάθε λόγο να συνεχίσει συστηματικά και να διευρύνει τη συνεργασία με την Ρωσική Ομοσπονδία. Γνωρίζοντας και τις σημαντικές δυνατότητες αλλά και τα όρια μιας τέτοιας συνεργασίας υπό τις παρούσες συνθήκες.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ