Σε προσγείωση στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα σε ό,τι αφορά τις ευρωτουρκικές σχέσεις αναμένεται να οδηγήσει η Σύνοδος Kορυφής της 25ης Μαρτίου, καθώς με το βλέμμα των περισσότερων να είναι στραμμένο στο μέλλον της συμφωνίας για το προσφυγικό, δεν υπάρχει κλίμα ούτε για την άμεση προώθηση της «θετικής ατζέντας» με τα δώρα προς την Τουρκία, ούτε όμως και της «αρνητικής ατζέντας» που προέβλεπε και κυρώσεις για την παράνομη δραστηριότητα της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και το βλέμμα όλων στρέφεται στην επόμενη ημέρα, όταν ο «μήνας του μέλιτος» που τώρα ζει η Τουρκία με την ΕΕ θα τελειώσει (επειδή απόσυρε τα ερευνητικά πλοία που η ίδια είχε στείλει προηγουμένως στην κυπριακή ΑΟΖ και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα) και η Τουρκία θα επιλέξει είτε να στείλει και πάλι τα πλοία της στην Ανατολική Μεσόγειο είτε να μετατραπεί σε ευρωπαϊκή χώρα που σέβεται τη διεθνή νομιμότητα και το Διεθνές Δίκαιο, κάτι μάλλον εντελώς απίθανο.
Και από τη χθεσινή τηλεδιάσκεψη του Τ. Ερντογάν με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Σαρλ Μισέλ, είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν κάνει βήμα πίσω από τις θέσεις και τις απαιτήσεις της και η ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών, επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ των «ορέξεων» της βουλιμικής Τουρκίας και της ανάγκης διάσωσης της στοιχειώδους αξιοπιστίας της ΕΕ έναντι των κρατών μελών της που υφίστανται την πίεση της Άγκυρας, αλλά και της εταιρικής σχέσης που πρέπει να οικοδομηθεί με την Τουρκία.
Για μια ακόμη φορά η ΕΕ δείχνει αδυναμία να προσεγγίσει στρατηγικά την ευρωτουρκική σχέση, παρά το γεγονός ότι ο ύπατος εκπρόσωπος Ζ. Μπορέλ θα επιχειρήσει με τις εκθέσεις που θα παρουσιάσει στους ηγέτες να δώσει έναν ολοκληρωμένο χάρτη των ευρωτουρκικών σχέσεων. Όμως η σαφώς φιλοτουρκική διάθεση του Ύπατου Εκπροσώπου και η εκπεφρασμένη στήριξη της Τουρκίας από Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία αλλοιώνουν το τελευταίο διάστημα τη «καθαρή» εικόνα που πρέπει να έχει η Ευρώπη για τη σχέση της με την Τουρκία.
Η συμφωνία για το προσφυγικό είναι και το μεγάλο όπλο με το οποίο η Τουρκία χειραγωγεί τη συζήτηση στην ΕΕ, καθώς παρά τα σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή της συμφωνίας του 2016, η Συμφωνία αυτή μαζί με την ισχυρότερη φρούρηση των ελληνικών συνόρων και την παρουσία της Frontex περιόρισαν αισθητά τις προσφυγικές ροές. Φαίνεται ότι υπάρχει διάθεση για διαπραγμάτευση νέας Συμφωνίας η οποία θα συνδεθεί και με νέα γενναία χρηματοδότηση από την ΕΕ, αλλά σημασία έχει να τηρηθούν και οι όροι της Συμφωνίας τουλάχιστον σε ό,τι αφορά και στην αποτροπή νέων προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη όσο και στη διαδικασία επιστροφής όσων φθάνουν στα ελληνικά νησιά.
Τα δυο μεγάλα ζητήματα που θέλει να ανοίξει η Τουρκία, η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης (ώστε να καλύψει τις Υπηρεσίες και τα αγροτικά προϊόντα) μόνο σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί να εξετασθεί, καθώς η Τουρκία έχει εξαιρετικά κακές επιδόσεις στη μέχρι τώρα εφαρμογή της Τελωνειακής Ένωσης ενώ υπάρχει πάντοτε το μεγάλο εμπόδιο, της μη αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία, καθώς η Τελωνειακή Ένωση εφαρμόζεται υποχρεωτικά προς όλα τα κράτη μέλη.
Η κατάργηση των θεωρήσεων που απαιτεί ο κ. Ερντογάν είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει, όχι μόνο γιατί ακόμη η Τουρκία δεν έχει εκπληρώσει όλους τους 75 όρους που έχουν τεθεί αλλά και γιατί σε μια περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων στην Ευρώπη είναι θέμα «πολιτικά τοξικό» η απελευθέρωση της εισόδου Τούρκων πολιτών στην Ευρώπη.
Το μεγάλο ερώτημα που αφορά και την Ελλάδα είναι εάν η ευρωτουρκική σχέση μπορεί να αποτελέσει εργαλείο το οποίο θα χαλιναγωγήσει τις επεκτατικές διαθέσεις της Τουρκίας.
Το 2021 δεν είναι όμως ούτε 1999, ούτε 2002, ούτε 2010. Η Τουρκία παρά τα σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό και τη σοβαρή εξάρτηση της από την ευρωπαϊκή οικονομία, γνωρίζει ότι τα περιθώρια ελαστικότητας της Ευρώπης είναι μεγάλα, απέναντι σε δικές της τυχοδιωκτικές επιλογές. Και αυτό έχει φανεί τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ φυσικά τελευταίο δείγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο αγνοώντας εκκλήσεις και συστάσεις της ΕΕ, προχωρά στην απαγόρευση του τρίτου κόμματος της αντιπολίτευσης του φιλοκουρδικού κόμματος των ανθρώπινων δικαιωμάτων HDP.
Η Τελωνειακή Ένωση, το άνοιγμα κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων είναι πάντως ισχυρά διπλωματικά εργαλεία στα χέρια της Αθήνας και της Λευκωσίας στη διαμόρφωση του πλαισίου των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Οι κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας δεν είναι στο τραπέζι, αλλά παραμένουν ως θεωρητική προοπτική, που θα απαιτεί όμως εκ νέου ομόφωνη απόφαση εάν η Τουρκία παρεκτραπεί και επαναλάβει τις παράνομες ενέργειες της. Όμως είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις, που εκ των πραγμάτων θα περιορισθούν σε πρόσωπα και εταιρίες μικρή επίπτωση μπορεί να έχουν στην τουρκική οικονομία και έχουν κυρίως πολιτικό- συμβολικό περιεχόμενο. Γενικευμένες κυρώσεις στην Τουρκία δεν έχουν τεθεί ούτε καν ως υποθετικό σενάριο στην ΕΕ και σε περίπτωση που ξεκίναγε μια τέτοια συζήτηση θα τερματιζόταν αμέσως καθώς υπάρχουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα πολλών χωρών μελών στην Τουρκία αλλά και επειδή κανείς δεν επιθυμεί, ούτε η Ελλάδα τη διακοπή και τη ρήξη στις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας.
Με την απόσυρση των ερευνητικών πλοίων και των γεωτρύπανων από την Κυπριακή ΑΟΖ, με τη διαρκή επανάληψη της «διάθεσης για διάλογο», την πραγματοποίηση δυο γύρων διερευνητικών επαφών και με την προοπτική συνάντησης Δένδια -Τσαβούσογλου και της πραγματοποίησης της Πενταμερούς για το Κυπριακό (και τα δυο τον Απρίλιο), ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε δυνατότητα για να συζητηθεί η επιβολή κυρώσεων είτε σε πρόσωπα είτε σε τομείς της τουρκικής οικονομίας.
Έτσι η προσπάθεια Αθήνας και Λευκωσίας είναι να αποτυπωθεί στις εκθέσεις Μπορέλ και στα συμπεράσματα ότι αυτή η «βελτίωση» των συνθηκών πρέπει να είναι έμπρακτη, να έχει διάρκεια και σταθερότητα. Και συγχρόνως να υπάρχει πρόβλεψη έστω και γενική για το πως θα αντιδράσει η ΕΕ σε περίπτωση που η Τουρκία επιστρέψει στην πολιτική των απειλών και των προκλήσεων επί του πεδίου.
Διότι δε θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό πρόκειται για ένα σύντομο διάλειμμα που προσφέρει στην Άγκυρα χρόνο για επανατοποθέτηση των ευρωτουρκικών σχέσεων και συγχρόνως για τη διαμόρφωση νέου πλαισίου στις σχέσεις με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση.