Έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της η συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης και τον τρόπο με τον οποίο θα στηριχτεί η οικονομία της Ευρώπης μετά την κρίση του κορονοϊού, όπως φάνηκε από την χθεσινή συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ, όπου Δανία, Αυστρία, Σουηδία και Ολλανδία μαζί με την Φινλανδία και την Ουγγαρία, εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους.
Βασικό «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις παραμένει το ζήτημα της χρηματοδότησης μέσω επιχορηγήσεων και δανείων. Ο υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας Γκέρνο Μπλούμελ δήλωσε ότι «το πακέτο δεν είναι αποδεκτό, τόσο ως προς το μέγεθος όσο και προς το περιεχόμενό του», ενώ η Ολλανδία επιμένει ότι θα πρέπει να δοθούν μόνο δάνεια και καθόλου επιχορηγήσεις. Και οι τέσσερις χώρες του «μπλοκ της λιτότητας» ζητούν πιο αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις, να ζητηθούν μεταρρυθμίσεις από τις ασθενέστερες οικονομίες και, κυρίως, να γίνουν σαφείς οι όροι αποπληρωμής των δανείων.
Ένα άλλο θέμα διαφωνίας είναι η αξιολόγηση των χωρών που θα λάβουν τα μεγαλύτερα ποσά. Η Κομισιόν έχει λάβει υπόψη της τον πληθυσμό, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα ποσοστά ανεργίας στο πρόσφατο παρελθόν, με αποτέλεσμα να ευνοούνται περισσότερο η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα αλλά και η Πολωνία, κάνοντας τις χώρες του Βορρά να θεωρούν ότι θα πληρώσουν στην πραγματικότητα τα προηγούμενα χρέη και τις αδυναμίες των οικονομιών του Νότου.
Η Ολλανδία επιμένει ότι η βοήθεια προς την κάθε χώρα θα πρέπει να υπολογιστεί βάσει των πραγματικών επιπτώσεων της πανδημίας και μόνο.
Οι υπουργοί Οικονομικών συζήτησαν επίσης την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν αυτά τα κονδύλια για να επιτευχθούν κοινοί στόχοι πολιτικής όπως η πράσινη ανάπτυξη και η ψηφιακή μετάβαση, καθώς και την αναγκαιότητα να υπάρξει το μέγιστο θετικό αποτέλεσμα και να ελαχιστοποιηθούν οι διοικητικές διαδικασίες.
Αξιωματούχοι της ΕΕ δήλωσαν ότι «πρόκειται για μία πρώτη ανταλλαγή απόψεων», ωστόσο η σκληρή στάση κάποιων κρατών-μελών δείχνει ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες και η Σύνοδος Κορυφής του Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί μάλλον σε τεταμένο κλίμα.