Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ήδη ξοδέψει μερικά τρισεκ. δολάρια προκειμένου να στηρίξει τις επιχειρήσεις και τους πολίτες από τις οικονομικές συνέπειες της τρέχουσας πανδημίας, ενώ η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα της χώρας, η FED, έχει βάλει μπρος τα μηχανάκια, δημιουργώντας εκ του μηδενός extra τρισεκ. προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Βέβαια δεν έχει μόνο η FED έναν ξεχειλωμένο ισολογισμό της τάξης των 6.7 τρισεκ. δολαρίων.
Η πάλαι ποτέ συντηρητική ΕΚΤ έχει ξεπεράσει τα 5,2 τρισεκατ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Morgan Stanley και της FED, ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα ηνία παίρνει η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας με 122% του ΑΕΠ και ακολουθούν η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας με 114% και της Βρετανίας με 56%.
Ο κλονισμός της έννοιας του χρήματος
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι το επικό μέγεθος των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης –Q1,Q2,Q3…Qν- είναι τόσο μεγάλο, που σχεδόν έχει χάσει το νόημα του, οδηγώντας το χρήμα και τη ρευστότητα στην σφαίρα των θεωρητικών εννοιών και απογυμνώνοντας το αρχέτυπο του χρήματος από την αίσθηση της αξίας.
Ο Paul Volcker, ο πρώην πρόεδρος της FED, ο οποίος δια σιδηράς πυγμής κατάφερε να δαμάσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό τη δεκαετία του 1980 και υπήρξε σύμβουλος του Ομπάμα κατά την χρηματοπιστωτική κρίση, είχε δηλώσει ότι «είναι ευθύνη των κυβερνήσεων να διαφυλάσσουν την αξία του νομίσματος το οποίο εκδίδουν. Όταν δεν το πράττουν, αυτό υπονομεύει την απαραίτητη εμπιστοσύνη προς τις κρατικές αρχές».
Ποια είναι όμως η πραγματική εγγενή αξία του δολαρίου σήμερα;
Σαν ένα μέσο πληρωμής χωρίς κάλυψη από μια άλλη αποθεματική αξία, όπως για παράδειγμα ο χρυσός, στερείται κάποιας εσωτερικής αξίας. Στην πραγματικότητα υποστηρίζεται αποκλειστικά και μόνο από την πιστωτική εγγύηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ η οποία είναι και η μόνη αρχή που εγγυάται ότι ένα νόμισμα του ενός δολαρίου αξίζει πραγματικά ένα δολάριο.
Οι τρεις κύριες λειτουργίες ενός νομίσματος είναι εκείνες της λογιστικής μονάδας, του μέσου ανταλλαγής και του μέσου αποθήκευσης αξίας.
Υπό ιδανικές συνθήκες, μια Κεντρική Τράπεζα επιθυμεί το νόμισμα που εκδίδει να διατηρεί την αξία του με την πάροδο του χρόνου.
Ωστόσο, οι Κεντρικές Τράπεζες προκειμένου να καταπολεμήσουν την ύφεση, προσπαθούν να χειραγωγούν την αξία του νομίσματος μέσω των ευέλικτων και χαλαρών νομισματικών προτύπων.
Όλα όμως έχουν ένα κόστος.
Με πρώτο εκείνο του πληθωρισμού, ο οποίος ακόμα και όταν είναι χαμηλός , μακροπρόθεσμα διαβρώνει σε μεγάλο βαθμό την αγοραστική δύναμη που εκφράζει ένα νόμισμα όπως θα δούμε παρακάτω.
Η βαθιά δομική συνέπεια των αρνητικών επιτοκίων
Από το 1981 τα παγκόσμια επιτόκια υποχώρησαν από το 20% στο 0%.
Τι αντιπροσωπεύουν όμως τα επιτόκια σε μια ελεύθερη αγορά;
Το επιτόκιο στη ρίζα του είναι μια «υπόσχεση παραγωγής» που περιμένει εκπλήρωση.
Μέρος της παραγωγής επιστρέφει στον δανειστή ως τόκος.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, το μηδενικό επιτόκιο, αντιστοιχεί σε χρήμα που τυπώνεται χωρίς καμιά ανάλογη υπόσχεση ουσιαστικής παραγωγής.
Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του «σε πληρώνω για να παράγεις» και του «σε δανείζω για να παράγεις»;
Ότι το χρήμα του δανειστή –και κατ’επέκταση όλων- ουσιαστικά δεν έχει αξία.
Σύμφωνα με τους απλούς κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης , όταν η τιμή του χρήματος είναι μηδέν, κανείς δεν το θέλει.
Ωστόσο, το χρέος έχει αυξηθεί εκθετικά χωρίς να ασκεί ανοδική πίεση στα επιτόκια.
Το παγκόσμιο χρέος το 1981 ήταν 14 τρισεκ. δολάρια και εν έτη 2020 έχει εκτιναχθεί στα 253 τρισεκ. δολάρια.
Ήτοι το χρέος έχει αυξηθεί 18 φορές τα τελευταία 39 χρόνια και το κόστος του χρέους μειώθηκε από 20% σε 0%.
Καθώς οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν εκδώσει σχεδόν απεριόριστο χρέος- που από πολλές δεν θα εξοφληθεί ποτέ- οι κίνδυνοι δανεισμού έχουν αυξηθεί εκθετικά.
Το χρήμα όμως είναι ένα εμπόρευμα και η τιμή του θα έπρεπε ν’αποτελεί άμεση συνάρτηση του κινδύνου.
Αλλά αντί να έχουμε υψηλότερα επιτόκια, που να αντικατοπτρίζουν τη μαζική αύξηση του χρέους και τον έντονα αυξημένο κίνδυνο, χάρη στην παραβίαση των νόμων της αγοράς από τις Κεντρικές Τράπεζες, έχουμε αρνητικά επιτόκια και μια πλήρη ισοπέδωση της αξίας του χρήματος και κατ’επέκταση του δολαρίου που παραμένει το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα.
Ταξίδι στον χρόνο: H αγοραστική δύναμη ενός δολαρίου των ΗΠΑ
Μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις σύμφωνα με τον Arthur Brisbane, έναν από τους πιο γνωστούς Αμερικανούς εκδότες εφημερίδων του 20ου αιώνα.
Μια πολύ ωραία σελίδα που μπορεί κανείς εύκολα να υπολογίσει το κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών περασμένων ετών σήμερα, είναι η ακόλουθη:
Για παράδειγμα, ένα αγαθό που κόστιζε 50 δολάρια το 1970 θεωρητικά θα κόστιζε 50*6.65 (όπου 6,65 οι μονάδες που αντιστοιχούν στο έτος 1970)=332,5 δολάρια ΗΠΑ το 2020.
(σ.σ: Οι τιμές μεμονωμένων αγαθών και υπηρεσιών εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, επομένως αυτό το γράφημα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως ένας γενικός οδηγός).
Ας πάμε ακόμα πιο πίσω.
Βλέπουμε ότι όταν μετατραπούν σε αξία ενός σημερινού δολαρίου ΗΠΑ (=1) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που κόστιζαν ένα δολάριο το 1700, το 2019 θα κόστιζαν λίγο περισσότερο από εξήντα δολάρια (62,95). Δηλαδή ένα δολάριο το 1700 άξιζε περίπου εξήντα φορές περισσότερο από ό, τι σήμερα.
Ας βάλουμε και τον πληθωρισμό στο παιχνίδι
Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή του Bureau of Labor Statistics, οι σημερινές τιμές το 2020 είναι 560,80% υψηλότερες από τις μέσες τιμές από το 1970. Ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού ήταν 3,85% ετησίως κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ροκανίζοντας την αξία του δολαρίου.
Με άλλα λόγια, το ένα δολάριο το 1970 ισοδυναμεί με αγοραστική δύναμη περίπου 6,61 δολαρίων το 2020.
Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τα αντίστοιχα αποτελέσματα για τις περιόδους 1944-1971 (σύστημα σταθερών ισοτιμιών Bretton Woods το οποίο ο Νίξον ανέστειλε το 1971 μονομερώς ακυρώνοντας την άμεση μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό) και την περίοδο 1972 έως το 1999.
Οι τιμές το 1971 είναι 130,11% υψηλότερες από τις μέσες τιμές από το 1944. Το δολάριο ΗΠΑ σημείωσε μέσο ρυθμό πληθωρισμού 3,13% ετησίως κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ένα δολάριο το 1944 ισοδυναμεί με αγοραστική δύναμη 2,30 δολαρίων το 1971, ήτοι διαφορά 1,30 $ για 27 χρόνια.
Για τη δεύτερη περίοδο, οι τιμές το 1999 είναι 298,56% υψηλότερες από τις μέσες τιμές από το 1972. Το δολάριο ΗΠΑ σημείωσε μέσο ρυθμό πληθωρισμού 5,25% ετησίως κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ένα δολάριο το 1972 ισοδυναμεί με αγοραστική δύναμη περίπου 3,99 δολαρίων το 1999, διαφορά 2,99 δολάρια για 27 χρόνια.
Στη σελίδα του Bureau of Labor Statistics έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς πώς διαμορφώθηκε η αξία του δολαρίου την περίοδο 1926-1944- επαναφορά εν μέρη του κανόνα του χρυσού, Μεγάλη Ύφεση, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος –αλλά και την περίοδο του κλασσικού κανόνα του χρυσού, από τις αρχές του 20ου αιώνα έως τον Α' Παγκόσμιο.
Ένα από τα συμπεράσματα είναι ότι παρότι ο κλασσικός κανόνας του χρυσού του 19ου αιώνα δεν ήταν τέλειος και επέτρεπε σχετικώς μικρές περιόδους αναπτύξεως και υφέσεως , παρείχε για πολλούς αναλυτές την καλύτερη νομισματική τάξη στην ιστορία, μην επιτρέποντας στους οικονομικούς κύκλους να τεθούν εκτός ελέγχου και καθιστώντας δυνατή την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, των διεθνών συναλλαγών και των επενδύσεων.
Ο χρυσός ως νομισματική αντιστάθμιση
Όπως αναλύσαμε, η μαζική επέκταση των ισολογισμών των Κεντρικών Τραπεζών υπονομεύει τελικά την αξία των νομισμάτων τους -κυρίως του δολαρίου- οδηγώντας σε άνοδο τις τιμές των σκληρών assets όπως είναι ο χρυσός.
Επιπρόσθετα, σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο οι αποδόσεις των ομολόγων είναι κοντά στο μηδέν- και αρνητικές αν συνυπολογιστεί ο πληθωρισμός- δεν υπάρχει κόστος ευκαιρίας για την κατοχή χρυσού. Με αρνητικά επιτόκια, ακόμη και αν ο πληθωρισμός δεν επιταχυνθεί, ο χρυσός θα συνεχίσει να ελκύει τους επενδυτές, καθώς τον θεωρούν σαν το αντικειμενικό μέσο αποθήκευσης αξίας.
Δεδομένου δε ότι αποτιμάται σε δολάρια, μήπως η άνοδος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ηχηρή-αν και υπόκωφη- αντιστάθμιση της απώλειας της αξίας του δολαρίου από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς;
To διάγραμμα 2 αποτελεί στην ουσία αυτή την εκκωφαντική δήλωση της αγοράς , καθώς αναδεικνύει τον συσχετισμό του ετήσιου ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος Μ2 και της τιμής του χρυσού.
Οι δείκτες προσφοράς χρήματος υποδεικνύουν το ποσοστό του ρευστού χρήματος που κυκλοφορεί σε μια οικονομία.
Ο δείκτης του Bloomberg ο οποίος μετρά τα στοιχεία προσφοράς χρήματος Μ2 - σε συνδυασμό με τα νομίσματα, περιλαμβάνει όλες τις ρευστές καταθέσεις σε μια οικονομία -για 12 μεγάλες οικονομίες, μας δείχνει ότι η συνολική προσφορά χρήματος είχε ήδη υπερδιπλασιαστεί στα 80 τρισεκατομμύρια δολάρια από την περίοδο του 2008-2009 μέχρι την έναρξη της νέας κρίσης εξαιτίας του SARS-CoV-2.
Η τρέχουσα κρίση όμως αντανακλαστικά έχει ωθήσει τις Κεντρικές Τράπεζες σε νέα πλημμυρίδα ρευστότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μια νέα εκτόξευση του Μ2.
Σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πριν από ένα χρόνο, η προσφορά χρήματος λοιπόν M2 έχει αυξηθεί περίπου 12%. Πότε είχε φτάσει ο χρυσός στο ιστορικό υψηλό των 1900 δολαρίων/ουγγιά;
To 2011, όταν η αύξηση της προσφοράς χρήματος του Μ2 αυξήθηκε πάνω από 10% από έτος σε έτος.
Με την αύξηση της προσφοράς τώρα στο 12%, μέχρι που θα φτάσει;
Βέβαια κάποιοι μπορεί να σκεφτούν γιατί μετά το 2011 και ως το 2015 υποχώρησε ο χρυσός, ενώ η προσφορά Μ2 αυξήθηκε όπως και η νομισματική βάση;
Υπάρχει εξήγηση. Μπορεί η FED να εκτύπωνε, αλλά οι εμπορικές τράπεζες δεν ήταν πρόθυμες να αυξήσουν την προσφορά χρήματος με παρόμοιο ρυθμό. Επίσης έχει σημασία πού ρέει η νέα προσφορά χρήματος. Η ποσοτική χαλάρωση κατέληξε κυρίως στις αγορές περιουσιακών στοιχείων, καθιστώντας τις αγορές μετοχών και ομολόγων πιο ελκυστικές.
Πότε ο χρυσός χρησιμεύει ως νομισματική αντιστάθμιση ; Όταν υπάρχει ένας υψηλός και επιταχυνόμενος ρυθμός αύξησης της προσφοράς χρήματος και συνοδεύεται από φόβους για την τρέχουσα κατάσταση του δολαρίου και του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος.
Βλέπετε, η αγορά έχει τον χαρακτήρα του νερού. Βρίσκει πάντα τη δίοδο, παρά τα αναχώματα των Κεντρικών Τραπεζών και των κυβερνήσεων, να τοποθετήσει υπομονετικά, αθόρυβα και συστηματικά τις αξίες στην θέση τους.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.