Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η Ελλάδα αλλάζει κατεύθυνση και σύντομα μπορεί να αποτελέσει τη μεγάλη έκπληξη της Ευρώπης, τη χώρα που θα βιώσει έναν επενδυτικό «σεισμό» και θα επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και παράλληλα θα πάψει να θεωρείται η... απαγορευμένη περιοχή του ευρώ. Όλα αυτά, βεβαίως, θα συμβούν υπό συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις καθώς η επενδυτική κοινότητα περιμένει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δείξει αποφασιστικότητα και να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται.
Το μήνυμα του μεγαλύτερου οίκου αξιολόγησης στον κόσμο, Standard & Poor's, είναι ενδεικτικό των εξελίξεων που θα πρέπει να περιμένουμε στους επόμενους μήνες: «τα μέτρα που σχεδιάζει να εφαρμόσει η Νέα Δημοκρατία μπορούν να δώσουν ώθηση στις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας και να ανακουφίσουν τόσο σε κοινωνικό όσο και οικονομικό επίπεδο τη χώρα», αναφέρει στην πρώτη αντίδραση για το εκλογικό αποτέλεσμα. Μάλιστα, η S&P επισημαίνει ότι στο «θετικό outlook» που δίνει στην αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου ενσωματώνεται η προσδοκία για πολιτική αλλαγή. Επομένως, δεν δικαιολογείται έκτακτη αναβάθμιση, όμως μπορεί να έχουμε αναβάθμιση της Ελλάδας τον ερχόμενο Οκτώβριο, αν η ΝΔ εφαρμόσει όντως αυτά που έχει υποσχεθεί.
Ευθύνες έχουν όμως και οι Ευρωπαίοι και σε αυτό το πλαίσιο, αυξάνονται οι φωνές από το εξωτερικό που πιέζουν τις Βρυξέλλες να χαλαρώσουν τα... δημοσιονομικά δεσμά για την Ελλάδα αν αποδειχθεί ότι η ΝΔ εφαρμόζει μία αξιόπιστη δέσμη μεταρρυθμίσεων. Από την ελληνική πλευρά χρειάζονται τολμηρές και δραστικές κινήσεις και πάνω απ'' όλα ουσιαστικά μέτρα για να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, να προχωρήσουν οι λύσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να αρθούν τα εμπόδια για την προσέλκυση επενδύσεων. Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν το ταχύτερο δυνατό, κάτι που το γνωρίζουν στην κυβέρνηση και γι'' αυτό ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι δεν θα κλείσει η Βουλή.
Η... κατάρρευση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου από το επίπεδο του 4,4% στις αρχές του έτους στο 2%, εξαιτίας των προσδοκιών που δημιούργησε το μεγάλο προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις και κυρίως το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, αντανακλάται πλέον στους «χρησμούς» ορισμένων εκ των σημαντικότερων αναλυτών του επενδυτικού σύμπαντος. Δεν είναι τυχαίο ότι στον ΟΔΔΗΧ οι «μηχανές» είναι αναμμένες και περιμένουν το «πράσινο φως» της νέας κυβέρνησης για να βγει ξανά το ελληνικό δημόσιο στις αγορές και να αξιοποιήσει τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια που παρατηρούνται σε ολόκληρη την καμπύλη των ελληνικών ομολόγων.
Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη κυβέρνηση σκόπευε να ζητήσει την αποπληρωμή του 40% των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τα οποία συνολικά ανέρχονται σε 9,5 δισ. ευρώ, το επιτόκιο των οποίων διαμορφώνεται γύρω στο 5%. Μετά την εντυπωσιακή πτώση των αποδόσεων τον τελευταίο ενάμιση μήνα το δημόσιο μπορεί να αντικαταστήσει χρέος με πολύ ευνοϊκότερους όρους.
Η JP Morgan επιμένει ότι ο νέος Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να πετύχει ανάπτυξη άνω του 3% και μάλιστα για αρκετά χρόνια, ενώ η Balrclays και η Nomura βλέπουν την Ελλάδα να εντάσσεται στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέσα στο 2020. Την άποψη της JP Morgan συμμερίζεται και η Citi, υποστηρίζοντας ότι ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον μπορεί να πυροδοτήσει αναπτυξιακή έκρηξη. Αυτές οι δύο εξελίξεις θα μπορούσαν να απογειώσουν τη χώρα, περιορίζοντας σημαντικά το κόστος δανεισμού για δημόσιο και επιχειρήσεις με τελικό προορισμό τη μείωση της ανεργίας και την επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον επενδυτικό οίκο Berenberg, οι συνθήκες αρχίζουν να ωριμάζουν για να συμφωνηθεί η δημοσιονομική χαλάρωση και η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα αρκετά χαμηλότερα από το 3,5% που ισχύει έως το 2022. Ακόμα και για φέτος, που ο ελληνικός προϋπολογισμός επιβαρύνεται από τις προεκλογικές παροχές του Αλέξη Τσίπρα και δύσκολα θα επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% (η ΤτΕ προβλέπει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,9%), αναλυτές εκτιμούν ότι οι Βρυξέλλες θα κάνουν... τα στραβά μάτια, αν η ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει θετικά δείγματα γραφής.
Ο μεγάλος στόχος της νέας κυβέρνησης είναι η επιστροφή σε όλα τα επίπεδα. Η επιστροφή των επενδύσεων, της αξιοπιστίας, της εμπιστοσύνης και της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και η επιστροφή των Ελλήνων που έφυγαν στο εξωτερικό σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Παρ'' όλα αυτά, οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι αρκετοί, οι εστίες αβεβαιότητας ακόμη περισσότερες και πολλά θα κριθούν από το περιβάλλον που θα επικρατεί στις διεθνείς αγορές, αφού τα μέτωπα του εμπορικού πολέμου και του Brexit είναι ανοιχτά.