Του Γιώργου Παυλόπουλου
Η σημερινή συνεδρίαση για τις αγορές, σε Ασία, Ευρώπη και ΗΠΑ έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα βλέμματα είναι στραμμένα, αναμφίβολα, στην επίπτωση που θα έχει το εντυπωσιακά ισχυρό – και μάλλον απρόσμενο – χτύπημα που δέχτηκε το Σάββατο η «καρδιά» της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Σαουδικής Αραβίας, που είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί εκτός λειτουργίας μεγάλο μέρος του παραγωγικού της δυναμικού.
Οι τελευταίες προβλέψεις έκαναν λόγο για εκτίναξη της τιμής του Brent και του WTI κατά 3-5 δολάρια το βαρέλι με το που θα χτυπήσει το «καμπανάκι». Δεν έλειπαν, μάλιστα, εκείνοι που ισχυρίζονταν πως η αύξηση θα είναι αρκετά μεγαλύτερη και θα αγγίξει ακόμη και τα 10 δολάρια.
Την ίδια στιγμή από το Σάββατο αναλυτές έκαναν λόγο για άνοδο που μπορεί να φτάσει και στα 80 ή ακόμη και στα 100 δολάρια, γεγονός που οδήγησε τις ΗΠΑ να ανακοινώσουν πως θα ρίξουν στην αγορά αν χρειαστεί μέρος των αποθεμάτων τους.
Ακολούθησαν πηγές από τη Σαουδική Αραβία που έκαναν λόγο, ανεπίσημα προς το παρόν, για χρήση του αποθεματικού που είναι μεγάλο και το οποίο μπορεί να καλύψει για ένα χρονικό διάστημα την ζήτηση και το κενό που δημιουργείται από το χτύπημα των Χούτις.
Η παγκόσμια ανησυχία που δημιουργείται όμως δεν αποτελεί υπερβολή ή κινδυνολογία. Τα 10,3 περίπου εκατομμύρια βαρέλια τα οποία εξάγονται καθημερινά από τα πλούσια κοιτάσματα της Σαουδικής Αραβίας και τροφοδοτούν τους πελάτες της αντιστοιχούν στο 10% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής. Ως εκ τούτου η μείωση της παραπάνω ποσότητας κατά το ήμισυ θα στερήσει από τον πλανήτη περίπου 5 εκατ. βαρέλια.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν καλυφθεί η ζήτηση, οι αγορές δείχνουν να ανησυχούν περισσότερο για μια ενδεχόμενη ανάφλεξη στην περιοχή του Περσικού Κόλπου. Αν και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μετά την αποχώρηση του Μπόλτον από τη θέση του συμβούλου Ασφαλείας του Τράμπ δεν είναι αυτή τη στιγμή γνωστό ποιο δρόμο θα ακολουθήσει, εκτιμάται πως μια αντίδραση των ΗΠΑ σε βάρος του Ιραν δύναται να φέρει την αγορά του πετρελαίου σε μια θέση ικανή να πλήξει την παγκόσμο οικονομια.
Αγώνας με τον χρόνο
Το σίγουρο είναι πως τα επόμενα 24ωρα θα αποδειχθούν ιδιαιτέρως κρίσιμα. Εφόσον το Ριάντ καταφέρει να αποκαταστήσει γρήγορα και με ασφάλεια τη λειτουργία των εγκαταστάσεων που επλήγησαν, η άνοδος των τιμών ενδέχεται να αποδειχθεί βραχύβια και η ομαλότητα να αποκατασταθεί. Στην αντίθετη περίπτωση, αρκετοί προβλέπουν ήδη ότι τα «ταμπλό» των χρηματιστηρίων θα γράψουν σύντομα τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ακόμη κι αν οι Σαουδάραβες τα καταφέρουν και αποτραπεί το δεύτερο σενάριο βραχυπρόθεσμα, ο φόβος έχει φωλιάσει για τα καλά στις αγορές. Τόσο επειδή αποδείχθηκε πόσο εύκολα μπορεί να καταφερθεί ένα τόσο καταστροφικό πλήγμα στην παγκόσμια μητρόπολη του πετρελαίου όσο και διότι η κρίση στην περιοχή του Περσικού έχει βαθιές ρίζες και οδηγεί σε μια γενικευμένη σύρραξη.
Τι θα συνεπάγεται, όμως, η εκτίναξη του πετρελαίου στα 100 δολάρια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς και για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας;
Όπως σημείωνε σχετικά πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος της Moody''s, Μαρκ Ζάντι, μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, «η απότομη άνοδος των τιμών του πετρελαίου ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε σε κάθε οικονομική ύφεση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» – κάτι που είναι γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε και στις αρχές της δεκαετίας του ''70, αλλά και πολύ πιο πρόσφατα, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο ίδιος εκτιμά (και πολλοί συμφωνούν) ότι κάθε αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 10 δολάρια το βαρέλι προκαλεί υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης στις ΗΠΑ κατά τουλάχιστον 0,1% του ΑΕΠ. Κι αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι μια τιμή στα 100 δολάρια, από τα 55 που είναι σήμερα το WTI, θα έχει ως συνέπεια μια μείωση της ανάπτυξης σχεδόν κατά μισή ποσοστιαία μονάδα.
Ποιοι θα πληγούν περισσότερο
Προφανώς, οι συνέπειες δεν είναι ίδιες για όλες τις χώρες και περιοχές. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα και η Ινδία ή ακόμη και η Αργεντινή και η Τουρκία, θα δεχθούν πολύ ισχυρότερο πλήγμα, καθώς εξαρτώνται σαφώς περισσότερο από το πετρέλαιο (αλλά και το φυσικό αέριο που το «παρακολουθεί» στενά). Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με μελέτη που παρουσίασαν οι Financial Times τον περασμένο Ιούνιο, με το πετρέλαιο στα 100 δολάρια η Κίνα και η Ινδία θα έβλεπαν τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ τους να υποχωρεί κατά 1% ή και ακόμη περισσότερο.
Αντιθέτως, οι χώρες της Ευρώπης εμφανίζονται πολύ πιο ανθεκτικές. Η παραπάνω μελέτη προβλέπει ότι η επίπτωση για τη Γαλλία θα ήταν της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ, για τη Γερμανία (που είναι πρωτοπόρος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) 0,4% και για την Ιταλία 0,3%. Η ίδια η ΕΚΤ, άλλωστε, εκτιμούσε τον Σεπτέμβριο του 2018 ότι με την τιμή του πετρελαίου γύρω στα 75 δολάρια, οι συνέπειες για τα πραγματικά εισοδήματα και την κατανάλωση στις χώρες της Ευρώπης θα ήταν αμελητέες.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά. Το φάντασμα της ύφεσης που πλανάται πάνω από την ευρωζώνη, ακόμη και τις πιο ισχυρές της χώρες όπως η Γερμανία – αυτό που ανάγκασε τον Μάριο Ντράγκι να επιλέξει ως αποχαιρετισμό στην ΕΚΤ την αναγγελία ενός νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης – την καθιστά πολύ πιο ευάλωτη σε απότομες αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου.
Ειδικά καθώς μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να δηλητηριάσει πιο εύκολα τις χώρες της περιφέρειας που προσπαθούν να σηκώσουν κεφάλι, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα. Προκαλώντας, έτσι, νέες εστίες «μόλυνσης» στη Γηραιά Ήπειρο, σε μια εξαιρετικά δύσκολη καμπή.
AP Photo/Hasan Jamali, File