Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2020, δεδομένων των επιπτώσεων της εξάπλωσης του κορονοϊού, αναφέρει ο Γιάννης Στουρνάρας στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2019 που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η ΤτΕ «βλέπει» μηδενική ανάπτυξη για το 2020 στην Ελλάδα, τονίζοντας ωστόσο ότι οι επιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια. «Η μεγάλη πρόκληση σήμερα, που θέτει σε δεύτερη μοίρα όλα τα υπόλοιπα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής και η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής», το μήνυμα του διοικητή.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι μηδενικός το 2020, αντί 2,4% που ήταν η πιο πρόσφατη πρόβλεψη μετά την ενσωμάτωση των στοιχείων των Εθνικών Λογαριασμών για το δ΄ τρίμηνο του 2019 (6 Μαρτίου 2020). Η προς τα κάτω αναθεώρηση της πρόβλεψης του ρυθμού ανάπτυξης κατά επιπλέον 2,4 ποσοστιαίες μονάδες οφείλεται στην ενσωμάτωση των επιπτώσεων από την εξάπλωση του κορονοϊού.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα. Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει κυρίως από διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης, με μείωση της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και της εγχώριας ζήτησης, αφού πλήττονται ιδιαιτέρως τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και η ψυχαγωγία.
«Ουδείς σήμερα μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη της πανδημίας, ενώ οι επιπτώσεις της στις εθνικές οικονομίες θα εξαρτηθούν και από τα εθνικά και διεθνή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται. Το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος ενσωματώνει υποθέσεις για τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί», αναφέρεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η μεγαλύτερη πρόκληση για τη ζώνη του ευρώ σήμερα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής και η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, καθώς και η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία και κοινωνία από την εξάπλωση του κορονοϊού. Αν και η μέχρι τώρα αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), της Ευρωομάδας (Eurogroup) και ιδιαιτέρως των ίδιων των κρατών-μελών μπορεί να χαρακτηριστεί θετική, είναι σαφές ότι απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη συνεργασία και συντονισμός σε επιστημονικό αλλά και σε δημοσιονομικό/νομισματικό επίπεδο, όπου η ευελιξία και ο ρεαλισμός πρέπει να υπερισχύσουν.
Επειδή οι δυνατότητες των κρατών-μελών δεν είναι οι ίδιες, η επίδειξη συνοχής, αλληλεγγύης και ευελιξίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας και η παροχή διευκολύνσεων στα κράτη-μέλη που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη ή έχουν δημοσιονομικές δυσκολίες είναι καταλυτικής σημασίας για την καταξίωση της διακυβέρνησης της ζώνης του ευρώ στη συνείδηση των πολιτών αυτή την κρίσιμη περίοδο.
Ο κορονοϊός θα κρίνει την ανάπτυξη
Το 2019 η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας διατηρήθηκε, παρά την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές διαμορφώθηκε σε 1,9%, όπως και το 2018, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός της οικονομίας της ζώνης του ευρώ επιβραδύνθηκε σε 1,2% από 1,9% το 2018. Το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορονοϊού στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Ο οικονομικός αντίκτυπος εκδηλώνεται μέσω τριών διαύλων. Από την πλευρά της ζήτησης, με επιβράδυνση των ελληνικών εξαγωγών, τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών (μεταφορές, ναυτιλία και τουρισμός), και της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων. Από την πλευρά της προσφοράς, με διατάραξη στις διεθνείς και περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού ενδιάμεσων και κεφαλαιακών αγαθών, καθώς και με το κλείσιμο επιχειρήσεων για να περιοριστεί η πανδημία.
Από την πλευρά του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της επανατιμολόγησης των κινδύνων διεθνώς οδηγεί στην επιδείνωση των όρων και του κόστους άντλησης νέας χρηματοδότησης για τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και για το Ελληνικό Δημόσιο. Ήδη παρατηρείται πολύ σημαντική αύξηση των περιθωρίων (spreads) τις τελευταίες ημέρες, ιδιαιτέρως στην περίπτωση της Ελλάδος, στις αγορές ομολόγων, οι οποίες, ούτως ή άλλως, παρουσιάζουν πολύ έντονη μεταβλητότητα.
Για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ενταχθεί με αξιώσεις στο νέο παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση μιας σειράς από περιορισμούς και προκλήσεις που εξακολουθούν να υφίστανται, με έμφαση στη μείωση του μεγάλου επενδυτικού κενού, στη δημιουργία πολλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και υψηλής εξειδίκευσης, στην αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, η εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, με τις προσαρμογές που επιβάλλουν οι έκτακτες συνθήκες, συμβάλλει στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο εξορθολογισμός των δημοσιονομικών στόχων. Η προσαρμογή του στόχου για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που ισχύουν σήμερα συνεπάγεται οφέλη, αρκεί να μην είναι τέτοια η μείωση του πλεονάσματος που να ανατρέπει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Αλληλεγγύη και συνεργασία σε διεθνές επίπεδο
Η πανδημία του κορονοϊού θέτει στις κοινωνίες, στους πολίτες, στους θεσμούς και στις πολιτικές ηγεσίες σημαντικές προκλήσεις και διλήμματα. Αξίες και αρετές όπως ευθύνη, αλληλεγγύη, συνεργασία, ορθολογισμός, συλλογικότητα, συντονισμός, αξιοποίηση και εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης, καθώς και υπεύθυνη και ικανή ηγεσία, αποκτούν καίρια σημασία για την επιτυχή διαχείριση της πανδημίας. Αυτές αποτελούν αναγκαίες αλλά όχι και ικανές συνθήκες για την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας που επελαύνει σε όλο τον πλανήτη. Αυτή ακριβώς η διεθνής διάσταση θέτει επί τάπητος και την απόλυτη ανάγκη διεθνούς συνεργασίας και συντονισμού στον επιστημονικό-επιδημιολογικό τομέα κατά κύριο λόγο, αλλά και στο δημοσιονομικό-νομισματικό.
Τώρα είναι η στιγμή να αντιμετωπιστεί συλλογικά, σε διεθνές επίπεδο, με όλα τα διαθέσιμα οικονομικά μέσα, το υγειονομικό κόστος της πανδημίας, αλλά και να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της, με τη χρήση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής ταυτοχρόνως. Επιπροσθέτως, η πανδημία θα πλήξει περισσότερο τις πιο αδύναμες οικονομίες με τα λιγότερο οργανωμένα συστήματα υγείας. Αυτές θα πρέπει να υποστηριχθούν με όλα τα μέσα. Ευελιξία, διεθνής συνεργασία και άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων πολιτικής από προηγούμενες επιδημιολογικές και οικονομικές/χρηματοπιστωτικές κρίσεις θα ελαχιστοποιήσουν τις ανθρώπινες απώλειες, θα επιτύχουν την ελαχιστοποίηση του κόστους στις οικονομίες και θα συμβάλουν στην ταχεία ανάκαμψή τους.
Υπό αναθεώρηση οι στόχοι των τραπεζών για τα «κόκκινα» δάνεια
Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, η στόχευση των τραπεζών είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΔ μπορεί να επιταχυνθεί περαιτέρω με την εφαρμογή λύσεων όπως του σχεδίου “Ηρακλής” (ν. 4649/2019). Σε επόμενο στάδιο και αφού αξιολογηθούν τα αποτελέσματά του, το σχέδιο “Ηρακλής” αναμένεται να πλαισιωθεί από την εφαρμογή και άλλων μέτρων ολιστικής προσέγγισης, όπως αυτά που έχει προτείνει στο πρόσφατο παρελθόν η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα και το ζήτημα που προκύπτει από τη σημερινή κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) να αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων.
Σε κάθε περίπτωση, με την υλοποίηση του σχεδίου “Ηρακλής” θα είναι σημαντικό να υπάρξει αξιολόγηση των θεμελιωδών μεγεθών του ελληνικού τραπεζικού τομέα, κυρίως της οργανικής κερδοφορίας, του δείκτη κάλυψης επισφαλών απαιτήσεων και της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων, ιδιαίτερα μετά την παρέλευση της πανδημίας του κορονοϊού. Όλα αυτά όμως τελούν υπό αναθεώρηση εν όψει των έκτακτων περιστάσεων και των συνθηκών μεγάλης αβεβαιότητας υπό τις οποίες καλείται να λειτουργήσει σήμερα το τραπεζικό σύστημα, όπως και η πραγματική οικονομία. Αναμένεται δηλαδή να επηρεαστεί αρνητικά η πορεία προς την επίτευξη του στόχου της σημαντικής μείωσης του ποσοστού των ΜΕΔ το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όχι όμως και ο τελικός στόχος.