Παρά τη μεγάλη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τον πληθωρισμό και την εξέλιξη της πανδημίας, εγχώριοι και ξένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι καλοί οιωνοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβεβαιωθούν και η Ελλάδα να αποτελέσει τη μεγάλη αναπτυξιακή έκπληξη της Ευρώπης φέτος. Σύμφωνα με πληροφορίες του liberal.gr, παράγοντες που εξετάζουν τα διαθέσιμα στοιχεία για την ελληνική οικονομία δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η ανάπτυξη του 2021 να αγγίξει τελικά το 9%.
Σημειώνεται ότι η αναθεωρημένη προς τα πάνω πρόβλεψη για την ανάπτυξη που συμπεριλαμβάνεται στον προϋπολογισμό είναι 6,9%, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος την τοποθετεί άνω του 8%. Αν, λοιπόν, ξεπεράσει κάθε προσδοκία θα αντισταθμίσει σχεδόν πλήρως τις απώλειες του ΑΕΠ λόγω της ύφεσης του 2020. Οι περίπου 2 επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες που μπορεί να δεχθεί ώθηση το ΑΕΠ, θα αποτελέσουν μία εξαιρετική βάση για τον προϋπολογισμό του 2022, αλλάζοντας τα δεδομένα πάνω στα οποία θα κινηθεί η οικονομία φέτος.
Το μεγάλο στοίχημα είναι και πάλι ο τουρισμός. Ο προϋπολογισμός έχει καταρτιστεί με την υπόθεση ότι ο τουρισμός θα φτάσει στο 80% του 2019, όταν το 2021 διαμορφώθηκε στο 55% του προ πανδημίας επιπέδου. Υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα τεθεί υπό έλεγχο μέσα στο επόμενο δίμηνο, καθώς τα μηνύματα που έρχονται από άλλες χώρες στις οποίες εξαπλώθηκε νωρίτερα η όμικρον, είναι ότι εξασθενεί το κύμα, ο τουρισμός μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Στα σενάρια που τρέχουν οι αναλυτές, η άκρως αισιόδοξη εκτίμηση τοποθετεί τον τουρισμό του 2022 ακόμη και στο 120% του 2019. Είναι προφανές ότι σε ένα τέτοιο σενάριο η συνολική επίδοση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να εκπλήξει τους πάντες. Έτσι, μία διαχρονική αδυναμίας της, ότι δηλαδή βασίζεται κατά πολύ στον τουρισμό, μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλο πλεονέκτημα, τουλάχιστον για φέτος.
Πούανα θα φτάσει η ανάπτυξη; Ανάλογα πάντα με τον τελικό ρυθμό του 2021 (καθώς αλλάζει η βάση σύγκρισης), η ανάπτυξη του 2022 μπορεί να φτάσει ακόμη και το 7%, όταν ο μέσος όρος των εκτιμήσεων κάνει λόγο για 3,5%-5%. Επίσης, μεγαλύτερη ανάπτυξη, σημαίνει περισσότερα έσοδα και περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για μειώσεις φόρων, στις οποίες εστιάζει την επόμενη διετία το υπουργείο Οικονομικών.
Ένας ακόμη παράγοντας ώθησης είναι οι επενδύσεις. Οι επενδύσεις που θα ωριμάσουν μέσα στο 2022 και των οποίων ο αντίκτυπος δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί, καθώς και οι δημόσιες επενδύσεις ύψους της τάξης των 10-11 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσιες δηλαδή του 2019, όταν η πραγματική υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ήταν γύρω στα 5 δισ. ευρώ. Πρόκειται για έργα που αφορούν από οδικούς άξονες έως προγράμματα κατάρτισης ανέργων.
Υπάρχει, βέβαια, και το κακό σενάριο, κατά το οποίο ο πληθωρισμός θα εκτροχιάσει έως ένα βαθμό την ανάκαμψη. Οι ίδιοι αναλυτές στέκονται περισσότερο στον πληθωρισμό, ως εξωτερικό φαινόμενο που «εισάγεται» μέσω της μεγάλης αύξησης του ενεργειακού κόστους και το οποίο κρίνεται σε γεωπολιτικό επίπεδο, επομένως δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε. Και εδώ υπάρχουν τρία σενάρια. Ένα που προβλέπει το ενεργειακό κόστος να υποχωρεί μετά το α’ τρίμηνο του 2022, ένα πιο απαισιόδοξο κατά το οποίο η υποχώρηση λαμβάνει χώρα από το καλοκαίρι και ένα δυσμενές στο οποίο ο πληθωρισμός επιμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Στο δυσμενές, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνει έως το 3,5% που και πάλι είναι κοντά στον ρυθμό ανάπτυξης που προβλέπεται για την Ευρωζώνη, αλλά στο αισιόδοξο σενάριο.
Μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι όπως η Bank of America και η Citi, καθώς και διεθνείς οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχουν θέσει τον πήχη της μακροχρόνιας αναπτυξιακής δυναμικής του ελληνικού ΑΕΠ στο 1,5% ετησίως. Σήμερα, ωστόσο, στην πλειονότητά τους οι αναλυτές συμφωνούν ότι η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της τουλάχιστον μία πενταετία (2022-2026) κατά τη διάρκεια της οποίας θα ξεπεράσει κατά πολύ τον πήχη του 1,5%.
Η Deutsche Bank, για παράδειγμα, προβλέπει ανάπτυξη 4,4% το 2022 και 3,8% το 2023, χωρίς να συνυπολογίζει τον αντίκτυπο που θα έχει το Ταμείο Ανάκαμψης. Την ίδια ώρα, η γερμανική τράπεζα προβλέπει για την Ευρωζώνη ανάπτυξη 3,8% το 2022 και 2,8% το 2023.
Επομένως, αν ο πληθωρισμός καταλαγιάσει μέσα στο έτος (η Capital Economics προβλέπει ότι θα υποχωρήσει στο 2% στο τέλος του 2022) και η πανδημία επιτρέψει στον τουρισμό να κινηθεί σε υψηλότερα από τα περσινά επίπεδα, ο ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ όχι μόνο θα ξεπεράσει αισθητά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο αλλά έχει τη δυναμική να βρεθεί ακόμη και στην κορυφαία θέση.