Παρακολουθώντας την αρθρογραφία των τελευταίων ημερών (C. Wyplosz, Ντ. Λάχμαν κ.τ.λ.) διαπιστώνουμε ότι το ζήτημα της έλευσης μίας πιθανής ύφεσης και ενδεχομένως μίας νέας κρίσης χρέους επιστρέφει στη συζήτηση.
Τα κανάλια από τα οποία επηρεάζεται αρνητικά η Ευρωπαϊκή οικονομία από την κρίση είναι ο πληθωρισμός λόγω της έκρηξης των ενεργειακών τιμών και των τιμών των προϊόντων γενικότερα αλλά και της μείωσης του διεθνούς εμπορίου. Παρόλο που η Ρωσία και η Ουκρανία δεν είναι μεγάλοι εμπορικοί εταίροι της Ευρώπης, συγκαταλέγονται ως σημαντικοί παραγωγοί σε αρκετά προϊόντα και βεβαίως την ενέργεια (πετρέλαιο, αέριο, κάρβουνο), προϊόντα όπως το ξύλο και προϊόντα ξύλου, το σίδηρο, τον χάλυβα, τα σιτηρά κ.τ.λ.
Οι συνθήκες πληθωρισμού μας φέρνουν πιο κοντά στο σενάριο στασιμοπληθωρισμού το οποίο ασκεί πιέσεις στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι πιέσεις αυτές, μαζί με τις πιέσεις που προέρχονται από την έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οικονομικές σχέσεις που υφίστανται τις συνέπειες των κυρώσεων και του πολέμου, διασπείρονται με έναν αργό τρόπο στις οικονομικές καταστάσεις επηρεάζοντας το κόστος δανεισμού και τις συνθήκες αναχρηματοδότησης.
Ένα επόμενο κανάλι επηρεασμού της Ευρωπαϊκής οικονομίας είναι η αβεβαιότητα και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των επενδυτών ιδίως την περίοδο που υπήρχε φόβος για πυρηνική έκρηξη.Θίγει την κατανάλωση και τις επενδύσεις με αποτέλεσμα οι αρνητικές επιδράσεις να επεκτείνονται και στο 2023. Επίσης επηρεάζει τις αγορές αυξάνοντας τον κίνδυνο με αποτέλεσμα να έχει πυροδοτηθεί μία υποβάθμιση των χρηματιστηριακών δεικτών.
Τα κανάλια αυτά εξασκούν υφεσιακές επιδράσεις οι οποίες για την Ευρώπη οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια 0,5%-1% περίπου από τον αναμενόμενο ρυθμό μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη το 2022 και αντίστοιχα μείωση και το 2023. Έτσι εκτιμούμε ότι θα έχουμε ένα ρυθμό μεγέθυνσης που θα κινηθεί γύρω στο 3,70% για το 2022 με ένα πληθωρισμό γύρω στο 6,6%.
Επειδή λοιπόν προβλέπεται αρκετά υψηλός πληθωρισμός, τα «γεράκια» αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ζητώντας η νομισματική πολιτική να γίνει περισσότερο περιοριστική. Πράγματι, η ΕΚΤ επιτάχυνε τη μείωση των αγορών ομολόγων.
Συγχρόνως η Ευρώπη βρίσκεται για τη δημοσιονομική πολιτική σε κατάσταση αναμονής για το 2023, και σωστά αφού αυτή τη φορά δεν έχουμε τη γνωστή αναβλητικότητά της, αλλά τα αχαρτογράφητα νερά του πολέμου. Το αγκάθι που μπορεί να πυροδοτήσει μία ύφεση θα σχετίζεται με τα επιτόκια. Μία κανονικοποίησή τους (απομάκρυνση από το μηδενικό επίπεδο) είναι επιβεβλημένη αλλά μέχρι εκεί. Εάν η ΕΚΤ, όπως η FED, εισέλθει στον λογική συνεχών αυξήσεων επιτοκίων και παράλληλα έχουμε μία μεταβολή στη στάση της Ευρώπης στη δημοσιονομική πολιτική για το δυσκολότερο 2023, πράγματι θα κινδυνεύσουμε από την έλευση μίας ύφεσης όπως διακινδυνεύουν οι ΗΠΑ. Ένα παρόμοιο λάθος είχε γίνει στην Ευρωζώνη την περίοδο 2010 – 2011, οπότε προκλήθηκε η γνωστή διπλή ύφεση, που διορθώθηκε μόνο το 2012.
* Ο Π.Ε. Πετράκης είναι Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ