Ο Pat Gelsinger έχει συνδέσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με την Intel (INTC NASDAQ), τη μεγαλύτερη σε πωλήσεις αμερικανική εταιρεία κατασκευής μικροεπεξεργαστών. Ξεκίνησε την καριέρα του σαν έφηβος, το 1979, κάτω από τις οδηγίες του Andy Grove και του Gordon Moore. Ήταν ο βασικός σχεδιαστής της περίφημης σειράς επεξεργαστών 80486 ή x486, οι οποίοι για πολλά χρόνια αποτέλεσαν την καρδιά των προσωπικών υπολογιστών και ο πρώτος που έφερε τον τίτλο του διευθυντή τεχνολογίας της επιχείρησης, μέχρι το 2009 όταν αποχώρησε για να αναλάβει τη διεύθυνση της VMware.
Πιθανότατα δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η σταδιακή πτώση των επιδόσεων της επιχείρησης και η απώλεια της τεχνολογικής πρωτοκαθεδρίας στον κλάδο άρχισε μετά την αποχώρησή του. Και σίγουρα δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας τον κάλεσε, πριν ένα χρόνο, για να αναλάβει την ηγεσία της και το δύσκολο έργο της επανάκτησης της χαμένης αίγλης της. Όπως είπαν πολλοί γνώστες της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας, αν κάποιος μπορεί να ξυπνήσει και πάλι την Intel, αυτός είναι ο Pat Gelsinger. Φυσικά, το έργο του δεν είναι καθόλου εύκολο. Σε έναν κλάδο που η ανέγερση ενός νέου εργοστασίου παίρνει σχεδόν πέντε χρόνια, η διόρθωση όλων των λαθών που έγιναν τα τελευταία χρόνια και έφεραν την εταιρεία σε μειονεκτική θέση απέναντι σε άλλες, οι οποίες μέχρι πρότινος δεν τολμούσαν να την κοιτάξουν στα μάτια, είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο.
Τι πρέπει να διορθωθεί; Το ότι η εταιρεία δεν είναι πλέον αυτή που τρέχει τεχνολογικά και την ακολουθούν οι ανταγωνιστές, αφού τον ρόλο αυτόν τον παίζει πια η Taiwan Semiconductor (TSM NYSE). Το ότι «έχασε το τραίνο», μη δίνοντας τη δέουσα σημασία σε τομείς που τελικά αναπτύχθηκαν ταχύτατα, όπως τα κινητά τηλέφωνα, η τεχνητή νοημοσύνη, τα κρυπτονομίσματα, αφήνοντας την NVIDIA (NVDA NASDAQ), την AMD (AMD NASDAQ) και άλλες εταιρείες να αλωνίζουν. Το ότι μεγάλοι πελάτες όπως η Apple (AAPL NASDAQ) την εγκατέλειψαν γιατί δεν μπορούσε να φτιάξει γι’ αυτές τους μικροεπεξεργαστές που ταίριαζαν στα προϊόντα τους. Η καθυστέρησή της να ακολουθήσει γρήγορα την ASML (ASML NASDAQ) στην μετάβασή της στην επόμενη γενιά της τεχνολογίας λιθογραφίας.
Αυτά είναι κάποια από τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία, και ο Gelsinger πρέπει να τα αντιμετωπίσει τη στιγμή που όλοι οι μεγάλοι ανταγωνιστές αυξάνουν τις επενδύσεις τους και ο κλάδος των μικροεπεξεργαστών αδυνατεί να ανταπεξέλθει στη συνεχή αύξηση της ζήτησης, με αποτέλεσμα τις μεγάλες ελλείψεις που παρατηρούνται σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους.
Το σχέδιο του Gelsinger είναι πολύ απλό: μέσα στην επόμενη πενταετία να έχει καταφέρει να φτιάχνει τους πιο εξελιγμένους τεχνολογικά επεξεργαστές, ανεξάρτητα από το αν τους σχεδιάζει η ίδια ή οι πελάτες της. Δηλαδή, να ξαναγίνει η πρώτη επιλογή για όσους ενδιαφέρονται να αγοράσουν τυποποιημένους ή κατά παραγγελία μικροεπεξεργαστές.
Πριν συνεχίσουμε, πρέπει να πούμε πως ο Gelsinger πιστεύει πως η παγκόσμια αγορά μικροεπεξεργαστών θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, και εκτιμά πως ο κύκλος εργασιών αυτής της βιομηχανίας θα φθάσει το 2030 περίπου το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, δηλαδή διπλάσιος από τον τωρινό. Ο Gelsinger εκτιμά μάλιστα πως το μεγαλύτερο μέρος της μεγέθυνσης της βιομηχανίας θα παρατηρηθεί στους πιο εξελιγμένους τεχνολογικά. Υποστηρίζει δε, και δεν είναι ο μόνος, πως ακόμα και οι πιο προηγμένοι τωρινοί μικροεπεξεργαστές δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουν τις εφαρμογές που θα φέρει η μετεξέλιξη του internet σε web3, ούτε αυτές που πιθανολογείται πως θα περιλαμβάνονται στο περίφημο metaverse.
Οι βασικοί άξονες του σχεδίου είναι οι εξής: επενδύσεις σε νέα υπερσύγχρονα εργοστάσια, επενδύσεις σε εξειδικευμένο προσωπικό, στενή συνεργασία με τους πελάτες και εξαγορές εταιρειών που ειδικεύονται σε τομείς στους οποίους η ίδια είναι αδύναμη. Και πάνω απ’ όλα βέβαια, σκληρή δουλειά εντός εταιρείας, με όλους τους εργαζόμενους να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν και να έχουν ενστερνιστεί το πνεύμα της διοίκησης. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του Gelsinger είναι αυτό που είπε ο νέος τεχνολογικός διευθυντής, Greg Lavender, ο οποίος τον ακολούθησε από τη VMware όπου κατείχε τον ίδιο τίτλο και δήλωσε πως τουλάχιστον το 65% του χρόνου του θα το ξοδεύει συνεργαζόμενος με τους μηχανικούς της εταιρείας.
Όσον αφορά στις επενδύσεις σε εξοπλισμό και την κατασκευή νέων εργοστασίων, μόνο για το 2022 προβλέπεται να φθάσουν τα 25 δις δολάρια, ποσό που ακούγεται τεράστιο αλλά είναι μικρότερο των επενδύσεων που προγραμματίζει η Taiwan Semiconductor και παρόμοιο με αυτό της Samsung. Νέα εργοστάσια θα ανεγερθούν στην Αριζόνα των ΗΠΑ και στην Ευρώπη, αλλά το μεγάλο βήμα θα γίνει στην πολιτεία του Οχάιο, όπου η εταιρεία θέλει να φτιάξει το μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο πλέγμα εργοστασίων μικροεπεξεργαστών στον κόσμο.
Τα δύο πρώτα εργοστάσια θα απαιτήσουν περίπου 20 δις δολάρια, αλλά ο Gelsinger θέλει να κατασκευάσει συνολικά οκτώ, με συνολικό ύψος επενδύσεων κοντά στα 100 δις δολάρια, μέχρι το 2030. Στις επενδύσεις εντός ΗΠΑ, θα έχει και τη βοήθεια των πολιτειών, όπως το Οχάιο, το οποίο θα την ενισχύσει με περίπου 2 δις, αλλά και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης η οποία προσπαθεί να πείσει το Κονγκρέσο να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο που θα προβλέπει δαπάνες ύψους πενήντα δισεκατομμυρίων για την ενίσχυση του κλάδου εντός των ΗΠΑ, φυσικά όχι μόνο για την Intel. Η Intel πιέζει πολύ την πολιτική ηγεσία, λέγεται μάλιστα πως ο Gelsinger βρίσκεται σε ανοικτή γραμμή με τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Από πλευράς εξαγορών, πριν μερικές μέρες ανακοινώθηκε η συμφωνία για την αγορά και απορρόφηση της ισραηλινής Tower Semiconductor (TSEM NASDAQ), έναντι 5,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με αυτή την κίνηση, η Intel θέλει να γίνει πιο δυνατή στον τομέα των λιγότερο προηγμένων μικροεπεξεργαστών στον οποίον ειδικεύεται η Tower, η οποία κατασκευάζει chips κατόπιν ειδικών παραγγελιών των πελατών της, κρατώντας το προσωπικό της Tower που θα της προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία. Μιλώντας για πελάτες, πριν μερικές μέρες κυκλοφόρησε η πληροφορία πως η Intel θα ξεκινήσει συνεργασία με την τηλεπικοινωνιακή εταιρεία Vodafone με σκοπό την κατασκευή μικροεπεξεργαστών για την υποδομή των δικτύων της τελευταίας.
Η χρηματοδότηση όλων των επενδύσεων θα γίνει με χρήση της ρευστότητας και των πλούσιων ταμειακών ροών της εταιρείας, θα έχει όμως σαν συνέπεια την σχετική συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, και το μεικτό της κέρδος θα κατέβει κοντά στο 52%, από 60% που είναι το συνηθισμένο για την Intel ποσοστό. Αυτός είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες που κάνουν πολλούς διαχειριστές χρημάτων να αποφεύγουν την αγορά των μετοχών της, καθώς προτιμούν να περιμένουν μερικά χρόνια μέχρι να δουν πως τα καταφέρνει ο Gelsinger, έστω και αν χρειαστεί να πληρώσουν κάτι παραπάνω.
Όσον αφορά στις επιδόσεις του, ο Gelsinger δίνει στον εαυτό του βαθμό Α- για την πρώτη του χρονιά, αλλά είναι βέβαιος πως η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο επιτυχημένη. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Greg Lavender, ο οποίος τονίζει πως «δεν πρόκειται να αποτύχουμε». Η αυτοπεποίθησή τους δεν φαίνεται να πείθει πάντως τη Wall Street, αφού η μετοχή παραμένει φθηνή, και αυτό κάνει τον Gelsinger να θυμώνει πολύ. Είναι πολύ πιθανόν να έχει δίκιο που θυμώνει, αλλά θα περάσει μάλλον αρκετός καιρός μέχρι να αυτό να γίνει φανερό στους «άπιστους Θωμάδες». Αν όμως ένας επενδυτής θέλει να τον εμπιστευθεί, δύσκολα θα κινδυνέψει πολύ, αφού η μετοχή βρίσκεται κοντά στα χαμηλότερα σημεία των τελευταίων τεσσάρων ετών, είναι μονίμως κερδοφόρα και δίνει και ένα αξιόλογο, για την εποχή, μέρισμα.