Η Jumia Technologies (JMIA NYSE) ιδρύθηκε το 2013, και έχει την επιχειρηματική της έδρα στο Λάγγος της Νιγηρίας. Η εταιρική έδρα βρίσκεται στο Βερολίνο διότι στα πρώτα της βήματα στηρίχθηκε από την γερμανική εταιρεία Venture Capital «Rocket Internet», η οποία είχε σημαντική μετοχική συμμετοχή μέχρι την άνοιξη που μας πέρασε οπότε πούλησε μέσω του χρηματιστηρίου το 11% που της είχε απομείνει.
Μπήκε στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο του 2019 με τιμή εγγραφής τα 14,50 δολάρια Η.Π.Α και από τότε έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις στους μετόχους με έντονες εναλλαγές ανάμεσα στην ευφορία και τον τρόμο.
Η Jumia προσφέρει στους πολίτες των 11 χωρών στις οποίες δραστηριοποιείται αυτή την στιγμή ένα μεγάλο εύρος υπηρεσιών. Μέσα από την ιστοσελίδα της παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου, ηλεκτρονικών πληρωμών, αποθήκευσης και παράδοσης προϊόντων, παράδοσης γευμάτων. Με λίγα λόγια προσπαθεί να παρέχει μία ολοκληρωμένη υπηρεσία σε όποιον θέλει να χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για τις καθημερινές ανάγκες κάθε είδους.
Ορισμένοι από τους χρηματιστηριακούς αναλυτές που παρακολουθούν την εταιρεία λένε πως προσπαθεί να κάνει μόνη της ότι κάνουν η Amazon, η PayPal, η Visa, η DoorDash και η UPS. Οι υποψήφιοι πελάτες της είναι αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια, αφού μόνο η Αίγυπτος και η Νιγηρία μαζί έχουν πλέον πάνω από 300 εκατομμύρια κατοίκους και οι υπόλοιπες (Κένυα, Νότιος Αφρική, Αλγερία, Ουγκάντα κ.α.) σίγουρα πλησιάζουν, αν δεν ξεπερνούν, τα 200 εκατομμύρια.
Είναι προφανές πως αν καταφέρει να εδραιώσει την παρουσία της σε αυτές τις χώρες, είναι απλά ζήτημα χρόνου η μεγάλη ανάπτυξη των οικονομικών μεγεθών της καθώς η Αφρική μπαίνει και αυτή στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας.
Βεβαίως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι. Μπορεί να είναι πολύ δύσκολο για μία δυτική εταιρεία όπως η Amazon να πατήσει πόδι στην Αφρική και να την απειλήσει αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πως η Jumia θα μπορέσει να πετύχει τους στόχους της.
Το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Αφρικανικής ηπείρου είναι κάτω των 30 ετών είναι εξαιρετικά θετικό, αφού είναι πολύ εύκολο να προσαρμοστούν στις συνήθειες που φέρνει η ψηφιακή επανάσταση. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το αν θα υπάρχουν αρκετοί πελάτες, αλλά το αν η εταιρεία θα μπορεί να τους εξυπηρετήσει επιτυχώς και με κερδοφόρο αποτέλεσμα για την ίδια, και αν θα έχει την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσει στις μεγάλες επενδύσεις που θα απαιτηθούν καθώς θα μεγαλώνει. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το ασταθές πολιτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον που επικρατεί στις περισσότερες αφρικανικές χώρες μπορούμε να αντιληφθούμε την δυσπιστία αρκετών επενδυτών απέναντι στην εταιρεία.
Όταν παρουσιάσαμε την Jumia από τις σελίδες του Φιλελεύθερου στο τέλος του προηγούμενου Ιανουαρίου, η τιμή της μετοχής της ήταν κοντά στα 8 δολάρια και η αγορά ήταν κάπως ψυχρή απέναντι της, ειδικά μετά την δημοσίευση της έκθεσης της Citron Research που την είχε κατηγορήσει για ελλιπή πληροφόρηση των επενδυτών, για αναποτελεσματικό μοντέλο λειτουργίας και για «φουσκωμένο» κύκλο εργασιών από ανύπαρκτες παραγγελίες.
Παρά το ότι η Jumia είχε αρνηθεί όλες αυτές τις κατηγορίες, η ζημιά είχε γίνει και η τιμή των 50 δολαρίων στην οποία είχε ανέβει η μετοχή λίγο μετά την εισαγωγή της στο NYSE την άνοιξη του 2019 φαινόταν σαν μακρινή ανάμνηση. Λίγο αργότερα ήρθε και η πανδημία και τα πράγματα χειροτέρεψαν με την μετοχή να πέφτει μέχρι τα 2,15 δολάρια.
Από τις αρχές του καλοκαιριού όμως η κατάσταση βελτιώθηκε και η μετοχή πέρασε σιγά σιγά πάνω από τα 10 δολάρια για να φτάσουμε στο φθινόπωρο οπότε τα πράγματα πήραν πολύ ευχάριστη τροπή για τους μετόχους, αφού η άνοδος επιταχύνθηκε και μέσα στον Δεκέμβριο η τιμή της μετοχής έφθασε μέχρι τα 49 δολάρια.
Η «μεταμόρφωση» της μετοχής οφείλεται φυσικά στην πολύ καλή πορεία των αγορών από τον Απρίλιο και μετά, αλλά και στην αλλαγή της στάσης των επενδυτών απέναντι στην εταιρεία. Τα αποτελέσματά της για το 3ο τρίμηνο του 2020 μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακά αλλά έδειξαν σημαντική μείωση των λειτουργικών εξόδων της εταιρείας και μεγάλη βελτίωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους, καθησυχάζοντας τους επενδυτές που ανησυχούσαν για τις συνεχείς λειτουργικές ζημιές της. Το πολύ ενδιαφέρον όμως είναι πως τον Οκτώβριο η Citron Research δημοσίευσε νέα έκθεσή της για την Jumia, στην οποία ανέφερε πως ο τρόπος λειτουργίας της εταιρείας έχει αλλάξει προς το καλύτερο και οι συνθήκες στην αφρικανική αγορά είναι πλέον πιο ευνοϊκές για αυτήν.
Στο τέλος προέτρεψε τους επενδυτές να αγοράσουν τις μετοχές της λέγοντας πως είναι μία από τις μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν αυτή την στιγμή. Η αλλαγή στάσης της Citron και το γεγονός πως αρκετές μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρείες άρχισαν πλέον να παρακολουθούν την μετοχή εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εξαιρετική πορεία της μετοχής η οποία μάλιστα επέτρεψε στην Jumia να προχωρήσει σε έκδοση σχεδόν 8 εκατομμυρίων νέων μετοχών, προς 30,51 δολάρια, και να εισπράξει περίπου 230 εκατομμύρια δολάρια, καθησυχάζοντας ακόμα περισσότερο όσους φοβούνται τις μελλοντικές ανάγκες χρηματοδότησης.
Αυτή την στιγμή η μετοχή της Jumia κινείται γύρω από τα 40 δολάρια, δίνοντας στην εταιρεία χρηματιστηριακή αξία περίπου 3,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Προφανώς φαίνεται ακριβή, την στιγμή που ο κύκλος εργασιών για το 2020 δεν θα ξεπεράσει τα 150 εκατομμύρια δολάρια και το αποτέλεσμα θα είναι και πάλι ζημιογόνο.
Αν όμως καταφέρει τους στόχους της δεν θα φαίνεται καθόλου ακριβή σε μερικά χρόνια, όπως έχουμε δει σε αντίστοιχες περιπτώσεις σαν της Amazon (AMZN NASDAQ) και της Mercado Libre (MELI NASDAQ) οι οποίες φαίνονταν ακριβές και γινόντουσαν μονίμως ακριβότερες. Φυσικά δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως η Jumia θα τα καταφέρει όπως αυτές οι δύο, είναι όμως μία περίπτωση που ταιριάζει σε επενδυτές που τους αρέσουν οι τολμηρές κινήσεις και διαθέτουν την απαραίτητη υπομονή, ειδικά αν έρθει και μία διόρθωση στην τιμή της μετά την πολύ μεγάλη άνοδο των τελευταίων μηνών.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.