Κορυφαία ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο παραμένει η Ελλάδα ελέγχοντας περίπου το 20% του συνολικού θαλάσσιου εμπορίου στην υφήλιο, επιβεβαιώνοντας ότι η ναυτοσύνη είναι στο DNA των Ελλήνων, κρατώντας μια παράδοση αιώνων που χάνεται στα βάθη της ιστορίας.
Μια χώρα που αντιπροσωπεύει μόλις το 0,16% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχει καταφέρει να διατηρεί τη δύναμή της και το ξεχωριστό της εκτόπισμα στις παγκόσμιες θάλασσες, καθώς οι Έλληνες πλοιοκτήτες κατέχουν το 20,67% της παγκόσμιας χωρητικότητας και το 54,28% της χωρητικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 32,64% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων, το 15,14% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών και παραγώγων πετρελαίου, το 16,33% του παγκόσμιου στόλου υγραεριοφόρων (LNG/LPG), το 21,7% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, και το 8,92% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις πέντε κορυφαίες στον κόσμο ναυτιλιακές χώρες. Οι υπόλοιπες τέσσερις είναι η Ιαπωνία, η Κίνα, η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% της παγκόσμιας χωρητικότητας. Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Δημοκρατία της Κορέας έχουν χάσει έδαφος, ενώ η Ελλάδα, η Σιγκαπούρη, η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ έχουν αυξήσει το μέγεθος του στόλου τους.
Στις αρχές του 2020, οι παραγγελίες για τη ναυπήγηση ελληνικών συμφερόντων πλοίων (άνω των 1.000 gt) διαφόρων τύπων ανήλθαν σε 128 (συνολικής χωρητικότητας 15,928 εκατομμυρίων τόνων deadweight -dwt) από τις συνολικά 2.425 παραγγελίες, χωρητικότητας 166,825 εκατομμυρίων dwt.
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε νέα και ενεργειακά αποδοτικά πλοία, με τη μέση ηλικία του ελληνόκτητου στόλου (9 έως 17 έτη) να είναι χαμηλότερη από τη μέση ηλικία του παγκόσμιου στόλου (9 έως 61 έτη). Το ελληνικό νηολόγιο αριθμεί 706 πλοία (άνω των 1.000 gt), των οποίων η χωρητικότητα ανέρχεται σε 39,19 εκατομμύρια gt.
Ο στόλος υπό ελληνική σημαία κατατάσσεται στην 8η θέση διεθνώς και στη 2η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ισχυρό το πλήγμα στην παγκόσμια ναυτιλία από τον Covid-19
Σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΕΕ, ο ρυθμός της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας παρέμεινε υποτονικός καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019, όμως το 2020 άλλαξαν δραματικά τα δεδομένα λόγω του Covid-19.
H άνευ προηγουμένου παγκόσμια κρίση λόγω του κορονοϊού, έχει καταστήσει τις προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές θαλάσσιο εμπόριο, το 2020, ακόμη περισσότερο ασταθείς και δυσοίωνες. Ενδεικτικά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) προβλέπει ότι το παγκόσμιο εμπόριο αναμένεται να μειωθεί σε ποσοστό από 13% έως 32% το 2020.
Από οικονομικής άποψης, πολλοί τομείς της ναυτιλίας έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με μια αιφνίδια και απότομη πτώση της ζήτησης, η οποία με τη σειρά της έχει επηρεάσει σημαντικά τους ναύλους και τα έσοδα.
Στον τομέα του χύδην ξηρού φορτίου, για παράδειγμα, ο μέσος όρος των ημερησίων εσόδων κατά το διάστημα Ιανουαρίου- Απριλίου 2020, σε σύγκριση με το 2019, ήταν περισσότερο από 85% χαμηλότερος για τα πλοία capesize, 40% χαμηλότερος για τα πλοία Panamax και 35% χαμηλότερος για τα πλοία τύπου Supramax.
Επίσης, το lockdown στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στα ποσοστά της απασχόλησης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ανακοινώσει ότι η πανδημία του Covid-19 θα ωθήσει πιθανώς την παγκόσμια οικονομία σε χειρότερη ύφεση από εκείνη της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930, προειδοποιώντας ότι οι προοπτικές για μια παγκόσμια ανάκαμψη είναι εξαιρετικά αβέβαιες.
Η ύφεση στη ναυτιλία προβλέπεται να διαρκέσει περισσότερο από ένα χρόνο και η ναυτιλιακή δραστηριότητα δεν αναμένεται να βελτιωθεί τους επόμενους μήνες.
Με δεδομένο ότι η ναυτιλία αποτελεί μια παγκόσμια βιομηχανία, η ύφεση της ναυτιλιακής δραστηριότητας οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος της ναυτιλίας δραστηριοποιείται στο νότιο ημισφαίριο, όπου σημαντικές χώρες εξαγωγής πρώτων υλών, όπως η Βραζιλία, μόλις πρόσφατα άρχισαν να πλήττονται από τον Covid-19 το ίδιο σοβαρά, εάν όχι περισσότερο.
Θ. Βενιάμης: Οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, θα δώσουν νέα δυναμική
Την ανάγκη για εξασφαλιστεί άμεσα η βιωσιμότητα των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, βασική προϋπόθεση της οποίας είναι η εξασφάλιση της ρευστότητας αυτών και η παροχή ευελιξίας στην αποπληρωμή των δανείων τους, υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) Θεόδωρος Βενιάμης, με αφορμή την ετήσια έκθεση της Ένωσης.
Ο κ. Βενιάμης, σημειώνει πως η ναυτιλία επλήγη από τον κλονισμό της παγκόσμιας οικονομίας και του εμπορίου λόγω της πανδημίας, με αποτέλεσμα την μεγάλη επιδείνωση της ναυλαγοράς, όπου για κάποιες κατηγορίες πλοίων υπήρξε κατακόρυφη πτώση των ναύλων και σχεδόν μηδενική ζήτηση μεταφορικών υπηρεσιών.
Αναφορικά με τις εγχώριες εξελίξεις, ο κ. Βενιάμης τονίζει πως «πρόκληση αλλά και όραμα της ελληνικής ναυτιλίας παραμένει η άμεση ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού νηολογίου, ώστε να αναχαιτισθεί η διαρροή πλοίων από τη σημαία, πριν η κατάσταση καταστεί μη αναστρέψιμη, καθώς και η αναβίωση της ναυτοσύνης του λαού μας».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Βενιάμης σημειώνει πως «οι πρόσφατες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για τη ναυτολόγηση Ελλήνων στα πλοία υπό ελληνική σημαία, θα δώσουν νέα πνοή και δυναμική στο ελληνικό νηολόγιο, καθιστώντας το ελκυστική επιλογή για τα πλοία μας. Παράλληλα, δίνεται επιτέλους στους νέους που αναζητούν ευκαιρίες εργασίας και επαγγελματικής αποκατάστασης η διέξοδος του ναυτικού επαγγέλματος, δεδομένου ότι θα μπορούν να ναυτολογηθούν με ανταγωνιστικούς όρους, συμβατούς με τα κρατούντα στη διεθνή ναυτική αγορά εργασίας.
Στην ίδια κατεύθυνση, η πρόσφατη αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τους απόφοιτους των Επαγγελματικών Λυκείων Ναυτικής Κατεύθυνσης, με την οποία ανακτούν το δικαίωμα προαγωγής έως τον α’ βαθμό πλοιάρχου και μηχανικού, αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη.
Επιπροσθέτως, η ανακοινωθείσα συνεργασία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με το Ίδρυμα Ευγενίδου για την εκπόνηση σχετικής μελέτης συνολικής αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του συστήματος ναυτικής εκπαίδευσης είναι άκρως επίκαιρη και αναμένονται με ενδιαφέρον τα αποτελέσματα αυτής, προκειμένου η ναυτική εκπαίδευση να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής για την ανάδειξη άρτια εκπαιδευμένων αξιωματικών», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΕΕ.