Το κλείσιμο των περισσότερων ουκρανικών παραγωγικών εγκαταστάσεων και λιμανιών, ο ουσιαστικός αποκλεισμός της Ρωσίας από το διεθνές οικονομικό σύστημα και η απόφαση των μεγαλύτερων μεταφορικών εταιρειών να σταματήσουν να πηγαίνουν στη Ρωσία, έχουν δημιουργήσει πολύ δύσκολη κατάσταση, η οποία φέρνει σε οριακή κατάσταση το διεθνές εμπόριο και τις μεταφορές.
Οι εφοδιαστικές αλυσίδες κινδυνεύουν να βρεθούν σε χειρότερη κατάσταση από κάθε άλλη φορά, με σχεδόν βέβαιο αποτέλεσμα σημαντικές ελλείψεις και δυσβάστακτες ανατιμήσεις σε ένα ευρύτατο φάσμα προϊόντων.
Μία από τις ελπίδες των διεθνών επιχειρήσεων, αλλά και των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών για το 2022 ήταν η εξομάλυνση της κατάστασης που επικρατούσε από το τέλος του 2020 στο μεγαλύτερο μέρος των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, με αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις στο διεθνές εμπόριο, ελλείψεις προϊόντων, τεράστια αύξηση του μεταφορικού κόστους και τελικά σημαντικές ανατιμήσεις σε πολλά προϊόντα.
Στις αρχές της νέας χρονιάς είχαν αρχίσει να διαφαίνονται κάποια ενθαρρυντικά σημάδια, δημιουργώντας ελπίδες για βελτίωση της κατάστασης. Εδώ και μερικές μέρες, οι ελπίδες έχουν αρχίσει να δίνουν τη θέση τους στην απελπισία, εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και του πολέμου που διεξάγεται.
Η Ρωσία και η Ουκρανία παίζουν σημαντικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο αφού έχουν πολύ έντονη εξαγωγική δραστηριότητα σε πρώτες ύλες κάθε είδους, αγροτικά προϊόντα, αλλά και βιομηχανικά προϊόντα. Ο πόλεμος έχει βγάλει και τις δύο χώρες εκτός του διεθνούς εμπορίου, για διάφορους λόγους.
Στη μεν Ουκρανία, οι περισσότερες παραγωγικές εγκαταστάσεις έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, ενώ και τα λιμάνια της χώρας στην ουσία είναι κλειστά. Από την άλλη μεριά, τα ρωσικά προϊόντα κάθε είδους είναι σχεδόν αδύνατον να ταξιδέψουν έξω από τη χώρα, σαν συνέπεια των οικονομικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη χώρα, της απόφασης μεγάλου μέρους των διεθνών μεταφορικών εταιρειών να μην πλησιάζουν τα ρωσικά λιμάνια και της απροθυμίας των μεγάλων διεθνών εμπορικών εταιρειών να προχωρήσουν σε εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία.
Το αποτέλεσμα είναι η σημαντική χειροτέρευση της κατάστασης των εφοδιαστικών αλυσίδων, ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει μία σχετική βελτίωση. Οι τομείς της διεθνούς οικονομίας που πλήττονται είναι πάρα πολλοί και η αναστάτωση που έχει προκληθεί είναι ήδη πολύ μεγάλη. Ο αντίκτυπος είναι αισθητός σε όλο τον κόσμο, κυρίως μέσα από την εκτίναξη των τιμών του καυσίμων, αρκετών μετάλλων και πολλών αγροτικών προϊόντων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως το αντιμετωπίζουν οι περιοχές που είναι γεωγραφικά κοντά στην εμπόλεμη ζώνη, δηλαδή η Ευρώπη, η Βόρειος Αφρική και κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα μας δείχνουν το μέγεθος των προβλημάτων.
Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία πέρασε πέρυσι μία μαύρη χρονιά, αφού οι ελλείψεις σε μικροεπεξεργαστές στέρησαν από αυτές πωλήσεις πολλών εκατομμυρίων αυτοκινήτων. Αυτή τη στιγμή, είναι πιθανόν να σκέφτονται πως μπροστά σε αυτό που θα μπορούσαν να πάθουν το 2022, το 2021 δεν είναι απολύτως τίποτα.
Τα προβλήματα είναι πολλά: η μεγάλη αύξηση της τιμής του παλλαδίου, ενόψει πιθανών προβλημάτων στον εφοδιασμό τους με το μέταλλο που είναι απαραίτητο για τους καταλύτες των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων τους, δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης της Ρωσίας στην παγκόσμια αγορά. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στο νικέλιο, το οποίο είναι απαραίτητο για την κατασκευή των μπαταριών των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Η πραγματική απειλή όμως έρχεται από κάπου δεν φανταζόμαστε εύκολα. Από τα ουκρανικά εργοστάσια στα οποία παράγεται ένα σημαντικό μέρος των καλωδίων που χρειάζονται για τα ηλεκτρικά μέρη των αυτοκινήτων.
Η Ουκρανία φιλοξενεί πολλά εργοστάσια που κατασκευάζουν εξαρτήματα για αυτοκίνητα. Τα πολυτιμότερα από αυτά τα εξαρτήματα είναι οι καλωδιώσεις, οι πλεξούδες καλωδίων όπως αποκαλούνται από όσους ασχολούνται πολύ με τα αυτοκίνητα. Αυτή την στιγμή τα εργοστάσια που παρασκευάζουν τα καλώδια, ή υπολειτουργούν ή έχουν διακόψει την λειτουργία τους, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ελλείψεων στα ευρωπαϊκά εργοστάσια, κυρίως τα γερμανικά.
Οι ελλείψεις αυτών των εξαρτημάτων έχουν ήδη προκαλέσει την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας δύο εργοστασίων της Volkswagen στη Γερμανία και αντίστοιχα προβλήματα σε εργοστάσια της Audi και της Porsche, ενώ η κατάσταση αναμένεται να χειροτερέψει την επόμενη εβδομάδα.
Για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, καθώς η αύξηση των τιμών τους δείχνει την ανησυχία της αγοράς για πιθανές ελλείψεις. Όπως όμως μάθαμε χθες από το Black Box, ορισμένες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες δυσκολεύονται να βρουν αγοραστές για το πετρέλαιό τους, ενώ διεθνείς έμποροι πετρελαίου προσπαθούν να «ξεφορτωθούν» ρωσικό πετρέλαιο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κατοχή τους.
Το ενδιαφέρον είναι πως και η τρίτη προσπάθεια της Surgutneftgas, στην οποία αναφέρθηκε το χθεσινό Black Box, απέτυχε. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Reuters, η ποσότητα που προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να πουλήσει η ρωσική εταιρεία αντιστοιχεί περίπου στο 12% των προγραμματισμένων εξαγωγών πετρελαίου από τα λιμάνια της Δυτικής Ρωσίας για όλον τον Μάρτιο. Είναι προφανές πως η δυσκολία πώλησης πετρελαίου μειώνει τις διαθέσιμες στην αγορά ποσότητες και πιέζει ακόμα περισσότερο τις τιμές προς τα πάνω.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής με τον εφοδιασμό τους σε σιτάρι, είναι ήδη γνωστά στους αναγνώστες του Liberal Markets, όσο και οι πιθανές συνέπειες της μεγάλης ανόδου της τιμής του σιταριού στην πολιτική σταθερότητα κάποιων από αυτές τις χώρες.
Η αδυναμία φόρτωσης και αποστολής των ουκρανικών και ρωσικών αγροτικών προϊόντων δεν επηρεάζει βέβαια μόνο αυτές τις χώρες. Προβλήματα ενδέχεται να αντιμετωπίσουν και ελληνικές αλευροβιομηχανίες που βασίζονται και σε εισαγωγές από τις δύο αυτές χώρες, ενώ η σχετική ανησυχία φθάνει μέχρι και την Κίνα. Όμως, ένα προϊόν στο οποίο ήδη παρατηρούνται και σημαντική αύξηση τιμής και ελλείψεις, είναι το ηλιέλαιο, αφού η Ουκρανία εξάγει το 46% του ηλιέλαιου παγκοσμίως.
Όπως διαβάζουμε σε ένα δημοσίευμα της S&P Global από την πρώτη του μηνός, η τιμή του ηλιέλαιου ανέβηκε κατά 32% μέσα σε πέντε ημέρες, από τις 23 μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου, ενώ οι διεθνείς έμποροι έχουν σταματήσει να παραγγέλνουν ουκρανικό ηλιέλαιο από την ημέρα της ρωσικής εισβολής. Στο ίδιο δημοσίευμα μαθαίνουμε πως τα προβλήματα στην αγορά ηλιελαίου έχουν ήδη προκαλέσει σημαντική άνοδο της τιμής του φοινικέλαιου, στο οποίο στρέφονται Ινδοί αγοραστές ηλιέλαιου.
Η μεγάλη άνοδος στην τιμή του ηλιέλαιου αλλά και η δυσκολία στην παραγγελία μεγάλων ποσοτήτων έχει γίνει αισθητή και στην χώρα μας, προκαλώντας ανησυχία σε όσους χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες του προϊόντος, κυρίως επιχειρήσεις στον τομέα της εστίασης.
Τα προηγούμενα παραδείγματα, και πολλά άλλα, προβλημάτων που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη διαταράξει σημαντικά την ομαλή λειτουργία του παγκόσμιου εμπορίου και της παγκόσμιας οικονομίας γενικότερα.
Όσο περισσότερο κρατήσει ο πόλεμος, αλλά και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Ρωσία, τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες για ακόμα μεγαλύτερη ένταση των προβλημάτων, με σίγουρο αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση των ήδη πολύ επικίνδυνων πληθωριστικών τάσεων. Κάπως δυσάρεστο σενάριο, αλλά δυστυχώς αρκετά ρεαλιστικό.