Του Γιώργου Φιντικάκη
Η περιπέτεια του Ελληνικού έχει αποκτήσει ένα συμβολικό περιεχόμενο στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η ιστορία μιας χώρας που αδυνατεί να αποφασίσει τι θέλει, μιας κυβέρνησης που ποτέ δεν πίστεψε στις μεγάλες επενδύσεις, ένα σύμβολο των συνεπειών του λαϊκισμού. Τα έχει όλα δηλαδή, εκτός από ευτυχή κατάληξη.
Το τελευταίο επεισόδιο αφορά στην κοινή υπουργική απόφαση για τους ακριβείς όρους πολεοδόμησης των εμπορικών χρήσεων του ουρανοξύστη, δηλαδή του ολοκληρωμένου κέντρου αναψυχής (IRC), που θα φιλοξενήσει το καζίνο του Ελληνικού, και η οποία συνιστά καταλύτη για την πρόοδο του έργου. Το κέντρο αναψυχής εκτός από καζίνο, θα αναπτυχθεί σε έκταση 250 στρεμμάτων και θα περιλαμβάνει ξενοδοχείο, συνεδριακό κέντρο, χώρους άθλησης, κλπ.
Όσο όμως καθυστερεί η υπουργική απόφαση, τόσο θα καθυστερεί και ο διαγωνισμός για την παραχώρηση της άδειας καζίνο, καθώς οι υποψήφιοι επενδυτές, προκειμένου να συμμετάσχουν σε αυτόν, θέλουν να γνωρίζουν επακριβώς το σχεδιασμό στην περιοχή όπου προβλέπεται η κατασκευή του.
Όσο δεν γνωρίζουν τους όρους αυτούς, τόσο η υποβολή προσφορών για την άδεια, θα πηγαίνει προς τα πίσω, όπως δείχνουν και οι συνεχείς παρατάσεις στο διαγωνισμό ο οποίος προκηρύχθηκε τον Ιανουάριο του 2019. Ενώ η αρχική ημερομηνία κατάθεσης των φακέλων είχε ορισθεί για τον Απρίλιο, αυτή πήρε παράταση για το Μάιο, μετά για τον Ιούνιο, έπειτα για τα τέλη Ιουλίου, και κανείς δεν ξέρει αν θα είναι η τελευταία.
Σαν μια εικόνα παγωμένη στο χρόνο, το έργο συμβολίζει την έλλειψη συνέχειας του ελληνικού κράτους. Είκοσι περίπου χρόνια από την μετακόμιση του αεροδρομίου στα Σπάτα (2001), οκτώ χρόνια από την προκήρυξη του αρχικού διαγωνισμού (2011), και τρία χρόνια από την κύρωση στη Βουλή της αναθεωρημένης επί ΣΥΡΙΖΑ σύμβασης με την κοινοπραξία, μπουλντόζες στον ορίζοντα δεν φαίνονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι το τελευταίο αναθεωρημένο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ κυκλοφόρησε χωρίς καμία εκτίμηση για την έναρξη αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου.
Τα πάθη του Ελληνικού βέβαια πάνε πολύ πίσω. Επί δεκαετίες, αρχής γενομένης από τα μέσα του '90 όταν αποφασίστηκε η μεταφορά του αεροδρομίου στα Σπάτα, προτάσεις επί προτάσεων διαδέχονταν η μια την άλλη. Κάθε φορά που άλλαζε ο υπουργός, άλλαζε πλεύση και η κυβέρνηση, μέχρι που το 2011 προκηρύχθηκε διαγωνισμός, και το Νοέμβριο 2014 υπεγράφη η σύμβαση μεταβίβασης των μετοχών της Ελληνικόν Α.Ε. από την κυβέρνηση Σαμαρά.
Η πολιτική όμως αμφιθυμία, αν όχι απροθυμία, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην ίδια την επένδυση, ήταν φανερή εξαρχής. Το 2015 εξήγγειλε ότι θα επαναδιαπραγματευτεί την "κακή σύμβαση των προηγούμενων", όπως και έκανε, με αποτέλεσμα το 2016, ο κ. Τσίπρας που κάποτε συμμετείχε σε εκδηλώσεις κατά της παραχώρησης του πρώην αεροδρομίου, να δηλώνει περιχαρής ότι η νέα συμφωνία με την Lamda Development, είναι προς όφελος του Δημοσίου. Τότε ο Στ. Πιτσιόρλας είχε αναφέρει ότι τα επόμενα χρόνια θα υλοποιείται στην Αττική το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης που έχει γίνει ποτέ. Αυτό δεν συνέβη.
Το 2017, η κυβέρνηση, μετά τα αρχαία στο Ελληνικό, ανακάλυψε και "δάσος" στο πρώην αεροδρόμιο, και χρειάστηκε να περάσουν μήνες, μέχρι να αποφανθούν οι κρατικές υπηρεσίες ότι ούτε το ένα, ούτε το άλλο, συντρέχουν.
Το 2018, για να εξυπηρετήσει το αφήγημα των επενδύσεων, ενόψει και της εξόδου από το Μνημόνιο, η κυβέρνηση ανέβασε ταχύτητες. Κατέθεσε το Προεδρικό Διάταγμα με το master plan της επένδυσης, που εγκρίθηκε από το ΣτΕ, για να ακολουθήσει ένα μπαράζ προσφυγών από κατοίκους και οργανώσεις, ενώ παράλληλα "καθάρισε" την έκταση από κρατικούς φορείς και διάφορες υπηρεσίες.
Το 2019, ο ενθουσιασμός της προηγούμενης χρόνιας κόπασε, το πολύμηνο προεκλογικό κλίμα, με αποκορύφωμα την πορεία προς τις Ευρωεκλογές και την προκήρυξη εθνικών εκλογών, επανέφεραν τα πράγματα στις γνώριμες χαμηλές ταχύτητες.
Σήμερα ο χώρος του παλιού αεροδρομίου έχει αποκτήσει συμβολική σημασία. Είναι η ιστορία ενός κράτους που αμφιταλαντεύεται προς τα που θα προχωρήσει. Η ιστορία μιας διοίκησης βραχυκυκλωμένης, κατώτερης των περιστάσεων. Ένα σύμβολο της στείρας άρνησης, και των εμμονών. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ακόμη και σήμερα, κανείς απ' όσους ασχολούνται με το αντικείμενο δεν ρισκάρει μια σαφή εκτίμηση για το πότε θα ξεκινήσουν τα έργα.