Του Γιώργου Φιντικάκη
Στην πρώτη τριάδα των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ με τις μεγαλύτερες απώλειες στον φόρο εισοδήματος για έναν οικογενειάρχη θα παραμείνει και φέτος η Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα θα ανακηρυχθεί ξανά πρωταθλήτρια ευρωζώνης στην έμμεση φορολογία, με τον τρίτο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ και μία από τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις πανευρωπαϊκά στα καύσιμα.
Σε μια χώρα με τόσες πολλές πρωτιές στη φορολογία, όπου τα υποζύγια των φόρων παραμένουν ακριβώς τα ίδια παρά το πακέτο των φοροελαφρύνσεων που έχει εξαγγείλει ο Αλ. Τσίπρας, τα περιθώρια μειώσεων είναι μεγάλα, τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία, καθώς δεν υπάρχει άλλη χώρα της ευρωζώνης που να στηρίζεται τόσο πολύ στα έσοδα από τον ΦΠΑ.
Συνυπολογίζοντας τους πάμπολλους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, από τα καύσιμα, τα ποτά, τα καπνικά μέχρι τον καφέ, αλλά και τον ΦΠΑ, και παρά τις μειώσεις που εξήγγειλε στα τέλη Μαΐου ο πρωθυπουργός, αθροίζεται για φέτος ένα ποσοστό ίσο με το 16,7%-16,8% του ΑΕΠ, μακράν η υψηλότερη επίδοση, μπροστά όχι μόνο από τις χώρες του «σκληρού πυρήνα» αλλά και από εκείνες της γειτονιάς μας. Πριν από τη λήψη των μέτρων, το αντίστοιχο ποσοστό βρισκόταν στο 17,3% του ΑΕΠ. Δηλαδή η ελάφρυνση στην έμμεση φορολογία υπήρξε απειροελάχιστη.
Η αδικία αυτή αποτυπώνεται στη διαφορά της απόδοσης μεταξύ έμμεσης και άμεσης φορολογίας. Ενώ η έμμεση φορολογία που επιβαρύνει το ίδιο όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, φτωχούς και εύπορους, υπολογίζεται ότι θα αντιστοιχεί φέτος σε λίγο κάτω από 17% του ΑΕΠ, η άμεση, που είναι «δικαιότερη» καθώς επιβάλλεται κλιμακωτά στο εισόδημα και στην περιουσία, αναμένεται να διαμορφωθεί σε λίγο κάτω από το 10% του ΑΕΠ. Διαφορά περίπου 7 μονάδων του ΑΕΠ, η οποία δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συμβαίνει με τον ΦΠΑ, που ευθύνεται για τον κύριο όγκο των φορολογικών βαρών και ο οποίος βρίσκεται στο 24%, όντας ο τρίτος υψηλότερος στην ευρωζώνη, μετά την Ουγγαρία (27%) και τις Δανία και Κροατία (25%). Σουρεαλιστικό είναι επίσης αυτό που συμβαίνει στα καύσιμα, καθώς η Ελλάδα επιβάλλει... δύο φορές ΦΠΑ: έναν επί της αξίας του προϊόντος και άλλον έναν επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ο οποίος, ούτως ή άλλως, είναι ο τρίτος υψηλότερος στην Ε.Ε. Φορολογούμε δηλαδή τον ίδιο τον φόρο!
Σήμερα η Ελλάδα έχει τον τρίτο υψηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης στις βενζίνες, πίσω μόνο από Ολλανδία και Ιταλία, και τον 5ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ (24%), απόρροια της πολιτικής υπερφορολόγησης που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια η κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι η Ελλάδα κρατά σταθερά την τρίτη θέση πανευρωπαϊκά με τις υψηλότερες τιμές βενζίνης (1,63 ευρώ/λίτρο), πίσω μόνο από την Ολλανδία και τη Δανία, ενώ φιγουράρει στην πρώτη 10άδα σε όλο τον πλανήτη, σύμφωνα με την παγκόσμια λίστα της Global Petrol Prices. Η μείωση στην κατανάλωση καυσίμων που συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και φέτος μιλά από μόνη της και εξηγεί πόσο λανθασμένη είναι η παραπάνω πολιτική.
Οικογενειάρχης με 2 παιδιά
Τα χρήματα που «μοίρασε» ο πρωθυπουργός με τις εξαγγελίες του Μαΐου δεν αλλάζουν στο παραμικρό την πραγματικότητα για έναν οικογενειάρχη με δύο παιδιά, ο οποίος ανήκει στη λεγόμενη μεσαία τάξη. Ο μισθωτός αυτός θα εξακολουθήσει και φέτος να χάνει το 38% των αποδοχών του από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές αν έχει την «ατυχία» να εμφανίζει αποδοχές κοντά στον μέσο όρο της χώρας, δηλαδή περίπου 21.200 ευρώ. Το ποσοστό 38% είναι ο τρίτος υψηλότερος συντελεστής μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Αν δεν αλλάξει κάτι, η εικόνα για τον συγκεκριμένο οικογενειάρχη δεν πρόκειται να μεταβληθεί όχι μόνο για το 2019, αλλά ούτε και για το 2020. Και αυτό, γιατί το πραγματικό όφελος που θα έχει το συγκεκριμένο νοικοκυριό από τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης που έχει εξαγγείλει ο κ. Τσίπρας δεν θα είναι παρά... 13 ευρώ τον μήνα, ήτοι 180 ευρώ τον χρόνο.
Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα αν κάνουμε το ίδιο παράδειγμα για κάποιον που «τολμά» να δηλώσει στην εφορία ποσό 35.000 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση, ο συντελεστής εκτινάσσεται στο 45% του δηλωθέντος εισοδήματός του και παρά τη μικρή υποχώρηση που θα δει στον φόρο του, αυτός θα παραμείνει ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.
Σήμερα η εργασία τιμωρείται, αρκετοί επιλέγουν τα επιδόματα και δεν είναι τυχαίο ότι η απασχόληση στην Ελλάδα βρισκόταν στα τέλη του 2018 στο 59,5% ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 20 έως 64 ετών, σύμφωνα με την Eurostat. Είναι μακράν η πιο χαμηλή επίδοση όχι μόνο στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά τόσο ανάμεσα σε πρώην μνημονιακές χώρες, όσο κυρίως στη γειτονιά μας, αυτήν της Ανατολικής Ευρώπης.
Στη λογική αυτή κινείται η ανάγκη να καθιερωθεί μια πολιτική που θα απελευθερώνει τον Έλληνα και την Ελληνίδα από κάθε εμπόδιο και θα περιλαμβάνει φορολογικά και άλλα κίνητρα υπέρ της απασχόλησης, αντιγράφοντας μοντέλα που ισχύουν σε άλλες χώρες.
Ο ελεύθερος επαγγελματίας
Στην περίπτωση του ελεύθερου επαγγελματία το κίνητρο για φοροδιαφυγή θα παραμείνει και φέτος πολύ ισχυρό, αφού θα εξακολουθήσει να πληρώνει πάνω από το μισό του εισόδημα για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Στην πράξη, η μείωση του συντελεστή υπολογισμού των εισφορών για την κύρια ασφάλιση από το 20% στο 13,33% επιφέρει πολύ μικρή ελάφρυνση, όπως δείχνει το παράδειγμα που ακολουθεί: Σε έναν επαγγελματία που δηλώνει κέρδη 20.000 ευρώ, φέτος θα του μείνουν στο χέρι καθαρά το πολύ 9.700 ευρώ. Τα υπόλοιπα θα καταλήξουν στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία. Στην ουσία, ο επαγγελματίας αυτός βγαίνει μάλλον χαμένος από όσα έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση, καθώς δεν θα προχωρήσει η μείωση του βασικού συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% που είναι σήμερα στο 20%.
Τα πρωτεία και στον φόρο περιουσίας
Τίποτα δεν αναμένεται να αλλάξει φέτος και ως προς τον φόρο κατοχής ακινήτων, καθώς η Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία ως η χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση στη σχετική επιβάρυνση. Τα 20 έως 100 ευρώ κατά μέγιστο, που υπολογίζεται ότι είναι το όφελος της φετινής έκπτωσης στον ΕΝΦΙΑ, δεν αλλάζουν την εικόνα, καθώς η μέση ιδιοκτησία θα εξακολουθήσει να επιβαρύνεται με έναν από τους βαρύτερους φόρους κατοχής στην Ευρώπη.
Η συνολική εικόνα
Εννοείται ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην άμεση φορολογία, όπου η επιβάρυνση φτάνει ακόμη και στο 55% του δηλωθέντος εισοδήματος δίχως να συμπεριλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, οδηγούν σε απόκρυψη των εισοδημάτων και βουτιά στα έσοδα από την άμεση φορολογία. Την εικόνα έρχεται να επιδεινώσει η στατιστική των ασφαλιστικών εισφορών. Το άθροισμα των εισφορών εργοδότη και εργαζομένου στην Ελλάδα ανέρχεται στο 14,4% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη πεντάδα των χωρών της ευρωζώνης για το 2018. Μας ξεπερνούν χώρες με πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, όπως Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, και Ολλανδία, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη διαμορφώνεται στο 12,4%.
Κοιτάζοντας επομένως το συνολικό «κάδρο», αυτό που περιλαμβάνει την άμεση και έμμεση φορολογία, με βάση τα προσχέδια προϋπολογισμών που είχαν καταθέσει πέρυσι οι 19 χώρες-μέλη στο πλαίσιο των διαδικασιών του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, διαπιστώνει κάποιος ότι η Ελλάδα κατέχει την... 5η θέση με τις υψηλότερες επιβαρύνσεις, μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται το Βέλγιο με 47,4% του ΑΕΠ, ενώ ακολουθούν η Γαλλία (44,8%), η Φινλανδία (42,3%) και η Ιταλία (41,9%).
Για φέτος η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 40,6%. Βέβαια, η διαφορά με όλες τις παραπάνω χώρες είναι ότι οι φόροι που πληρώνουν οι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν ένα πολύ πιο γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι δαπάνες για την προστασία των ανέργων στη Γαλλία ανέρχονται σε 1,5% του ΑΕΠ, στο Βέλγιο σε 1,2%, ενώ στην Ιταλία δαπανάται το 0,8%.
Κίνητρο για φοροδιαφυγή μεγαλύτερο παρά ποτέ
Σημειωτέον ότι η απόδοση των άμεσων φόρων, και κυρίως του φόρου εισοδήματος, δεν είναι καθόλου διασφαλισμένη για φέτος. Το κίνητρο για φοροδιαφυγή είναι ισχυρότερο παρά ποτέ. Από τη μία είναι η υπερφορολόγηση για όσους δηλώνουν υψηλά εισοδήματα άνω των 30.000-40.000 ευρώ τον χρόνο, αφού οι συντελεστές φτάνουν μέχρι και το 55%, ενώ από την άλλη πλευρά δεν έχει καταγραφεί πιο γενναιόδωρη επιδοματική πολιτική στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών για όσους εμφανίζουν ατομικά εισοδήματα έως 10.000 ευρώ. Τα αποτελέσματα αυτά αναμένεται να αποτυπωθούν στα φορολογικά έσοδα.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 14 Ιουνίου