Είναι ξεκάθαρο ότι το ενδιαφέρον του Ντόναλντ Τραμπ για τη Γροιλανδία, τον Καναδά και τη διώρυγα του Παναμά έχει σαν πηγή οικονομικά συμφέροντα και υπολογισμούς.
Η κλιματική αλλαγή έχει σαν αποτέλεσμα το λιώσιμο των πάγων στον Αρκτικό Κύκλο, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν ανοίξει οι θαλάσσιες οδοί ανάμεσα στον βόρειο Ατλαντικό και τα στενά του Μαγγελάνου, με αποτέλεσμα το ταξίδι των ποντοπόρων πλοίων ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη να μπορεί να γίνει σχεδόν στον μισό χρόνο από όσο παίρνει σήμερα μέσω Σουέζ.
Επιπλέον, θεωρείται ότι το υπέδαφος της Γροιλανδίας, η οποία χάνει τους πάγους της με ταχείς ρυθμούς, περιέχει μεγάλες ποσότητες σπάνιων γαιών, που είναι απαραίτητες για την κατασκευή ηλεκτρονικών κυκλωμάτων. Το «πρόβλημα» που έχουν οι ΗΠΑ είναι ότι τα μεγαλύτερα αποθέματα αυτών των μεταλλευμάτων σήμερα βρίσκονται στην Κίνα και αυτό θεωρείται «στρατηγική πρόκληση» για τη Δύση. Το ενδιαφέρον για τη Γροιλανδία είναι στρατηγικού οικονομικού χαρακτήρα, όχι γαιοστρατηγικού.
Έχουν γραφτεί διάφορα τις τελευταίες μέρες σχετικά με το πόσο «πρωτοφανείς» και «ριζοσπαστικές» είναι οι απαιτήσεις Τραμπ.
Για όποιον γνωρίζει Αμερικανική ιστορία, όμως, οι διακηρύξεις του νέου Αμερικανού προέδρου δεν είναι ούτε «πρωτοφανείς» αλλά και ούτε προκαλούν έκπληξη. Για την ακρίβεια, η εδαφική επέκταση με αφορμή ισχυρά οικονομικά συμφέροντα είναι το modus operandi με το οποίο δημιουργήθηκε και επεκτάθηκε η Αμερική.
Τον 17ο αιώνα, Άγγλοι πειρατές (Sir Walter Raleigh, κλπ), που έφτασαν στις ακτές της βόρειας Αμερικής, ζήτησαν από τον Βρετανό μονάρχη (Ελισάβετ Α’ και τους διαδόχους της) να τους αποδώσει τον τίτλο κυριότητας των εδαφών που «ανακάλυψαν» σε αντάλλαγμα για κάποιο χρηματικό ποσό. Στη συνέχεια, μοίρασαν τις περιοχές (στις σημερινές πολιτείες Βιρτζίνια, Μέριλαντ, Ντέλαγουεαρ, Νιού Τζέρσεϋ, κλπ) σε μεγάλα οικόπεδα, τα οποία πούλησαν σε ευγενείς και κεφαλαιούχους στο Λονδίνο. Αυτοί διεκδίκησαν και «ανέπτυξαν» τις ιδιοκτησίες τους με τη βία εναντίον των ιθαγενών κατοίκων των περιοχών αυτών.
Τη δεκαετία του 1760 είχαν δημιουργηθεί στη Βιρτζίνια και την Πενσυλβάνια εταιρείες εκμετάλλευσης της γης που βρισκόταν δυτικά των Απαλαχίων Ορέων, η οποία κατοικείτο από ιθαγενείς («Ινδιάνους»). Οι Αμερικανοί άποικοι σχεδίαζαν να επεκταθούν εκεί μόλις τελείωνε ο 20ετής πόλεμος με τη Γαλλία για τον έλεγχο της Βόρειας Αμερικής. Όμως, ο βασιλιάς της Αγγλίας έκανε συνθήκη με τις φυλές που ζούσαν στο Οχάιο να βοηθήσουν τον αγγλικό στρατό εναντίον των Γάλλων σε αντάλλαγμα για την απαγόρευση επέκτασης των Αμερικανικών αποικιών προς τα δυτικά. Πράγμα που έκανε, το 1863.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος των γαιοκτημόνων των 13 αποικιών, μεταξύ των οποίων ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον, ο Τζέιμς Μάντισον, ο Τζωρτζ Μέισον, κλπ., είχαν επενδύσει μεγάλα κεφάλαια στις εταιρείες που εποφθαλμιούσαν τις πεδιάδες του Οχάιο και της Ιντιάνα και η απόφαση του Λονδίνου σήμαινε οικονομική καταστροφή γι’ αυτούς. Η επανάσταση που κηρύχθηκε το 1775 είχε περισσότερο σαν αφορμή τα οικονομικά συμφέροντα των γαιοκτημόνων-σπεκουλαδόρων της Βιρτζίνια παρά την «άδικη φορολογία» των Βρετανών. Ο Τόμας Τζέφερσον, μάλιστα, δεν παραλείπει να το αναφέρει στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, αν και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα:
«He has [...] endeavoured to bring on the inhabitants of our frontiers, the merciless Indian Savages, whose known rule of warfare, is an undistinguished destruction of all ages, sexes and conditions».
Ήτοι:
«[Ο βασιλιάς της Βρετανίας] μας έθεσε αντιμέτωπους με τους κατοικούντες στα σύνορά μας, τους ανελέητους Ινδιάνους βαρβάρους, των οποίων η πολεμική πρακτική είναι η αδιάκριτη καταστροφή ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και κατάστασης».
Fast forward 40 χρόνια. Η Αμερική παράγει το 50% της πρώτης ύλης της βιομηχανικής επανάστασης: βαμβάκι. Η παραγωγή του εξαρτάται από την ύπαρξη σκλάβων, εκατομμυρίων Αφρικανών σκλάβων. Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Το βαμβάκι είναι μια καλλιέργεια που καταστρέφει το χώμα γιατί του αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς. Οι γαίες της Βιρτζίνια, της Βόρειας και της Νότιας Καρολίνας, της Τζόρτζια έχουν «κουραστεί» και οι γαιοκτήμονες των περιοχών επιθυμούν να επεκταθούν δυτικά, σε νέες, ξεκούραστες γαίες για να συνεχίσουν να πλουτίζουν από την καλλιέργεια βαμβακιού. Έτσι, αρχίζει η μεγάλη επέκταση των ΗΠΑ προς τη δύση: η αιτία ήταν η καλλιέργεια βαμβακιού, όχι κάποια θεωρία περί «αυταπόδεικτου πεπρωμένου» (manifest destiny) που χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό σύνθημα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα το Τέξας ήταν μια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη επαρχία του Μεξικού, χωρίς οικονομικό ή στρατηγικό ενδιαφέρον. Στη δεκαετία του 1820 το Μεξικό προσπάθησε να αναπτύξει το Τέξας προσελκύοντας μετανάστες για την καλλιέργεια των απέραντων εκτάσεων του – κυρίως από τις ΗΠΑ. Μερικές δεκάδες χιλιάδες έποικοι έφτασαν στο ανατολικό και νότιο Τέξας και δημιούργησαν φυτείες (κυρίως βαμβακιού), εισάγοντας μαζί τους χιλιάδες μαύρους σκλάβους. Οι Μεξικανικές αρχές αντέδρασαν, γιατί η δουλεία ήταν παράνομη στο Μεξικό. Οι Αμερικανοί επαναστάτησαν, ακολούθησε πόλεμος, η πολιορκία του Άλαμο και η τελική Μάχη του San Jacinto, που είχε σαν αποτέλεσμα την αποκοπή του Τέξας από το Μεξικό και την προσάρτηση του στις ΗΠΑ το 1845.
Δεκαετία του 1880. Κάποιοι κεφαλαιούχοι από την Καλιφόρνια φτάνουν στα νησιά της Χαβάης, στον βόρειο Ειρηνικό, και διαπιστώνουν ότι το κλίμα είναι ιδανικό για την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου (δεν είχε προχωρήσει ακόμη η βιομηχανική παραγωγή ζάχαρης από παντζάρια) και ανανά. Αγοράζουν γη και αρχίζουν μαζική παραγωγή και εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Το 1893, Αμερικανοί γαιοκτήμονες και έμποροι κάνουν ένοπλο πραξικόπημα και ανατρέπουν τη νόμιμη βασίλισσα των νησιών. Επικεφαλής της κυβέρνησης αναλαμβάνει ο Sanford Dole, ιδρυτής της πολυεθνικής εταιρείας κομπόστας ανανά και άλλων φρούτων Dole Foods. Το 1959 η Χαβάη γίνεται η 50ή πολιτεία των ΗΠΑ.
Αυτή είναι η ιστορία. Η μόνη γη που απέκτησαν οι ΗΠΑ με νόμιμο τρόπο ήταν με την «Αγορά της Λουιζιάνα» το 1803 από τη Γαλλία, όταν ο Τόμας Τζέφερσον αγόρασε τη γη που περιβάλλει τον ποταμό Μισισιπή, από τον Καναδά μέχρι τη Νέα Ορλεάνη, και, φυσικά, με την αγορά της Αλάσκας από τη Ρωσία, το 1867.
Άρα, οι διακηρύξεις του νέου Αμερικανού προέδρου δεν είναι ούτε πρωτοφανείς ούτε και προκαλούν έκπληξη, με βάση την ιστορία. Μάλλον αναμενόμενες είναι.
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρείας Syracuse Main, Inc.