Του Κώστα Μήλα
Το ιστορικό χρεοκοπίας των χωρών, μας έχει διδάξει ότι η μεγάλη αύξηση στο δημόσιο χρέος τους, όταν δηλαδή αυτές ζουν πέραν των οικονομικών τους δυνατοτήτων, λειτουργεί ως "βαρίδι" για το μέλλον, ή τουλάχιστον επηρεάζει αρνητικά και ως ένα βαθμό, τις οικονομικές τους προοπτικές, όπως για παράδειγμα, στην δική μας περίπτωση, την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.
Στην τελευταία λοιπόν διάλεξη που έδωσα το 2019 στο μάθημα μου «Financial Crises and Defaults»Β έλαβα την εξής ερώτηση από έναν τριτοετή φοιτητή μου: «Για πες μας, Κώστα, πόσο γρήγορα εκτιμάς ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα;»
Δύο παρατηρήσεις εδώ για τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες: Πρώτον, στην Μεγάλη Βρετανία δεν υφίσταται πληθυντικός ευγενείας και, σε κάθε περίπτωση, φοιτητές και φοιτήτριες προσφωνούν τους καθηγητές με το όνομα τους (ξεχάστε λοιπόν το «κύριε καθηγητά»).
Δεύτερον, και σημαντικότερο : Tο ενδιαφέρον του φοιτητή μου για την πιστοληπτική προοπτική της Ελλάδας δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη: Στο μάθημα μου, το οποίο εξετάζει, από διαχρονική άποψη, τα αιτία χρεοκοπίας σε κρατικό επίπεδο, η Ελλάδα (δυστυχώς ή ευτυχώς) αναφέρεται αρκετά συχνά. Η απάντηση μου λοιπόν στον φοιτητή ήταν η ακόλουθη: Θα χρειαστεί αρκετό χρονικό διάστημα, ίσως περισσότερο από 1,5 έτος, προκειμένου η Ελλάδα να επιστρέψει στο «Άγιο Δισκοπότηρο» της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα πείσει (επιτέλους) τους διεθνείς επενδυτές να επενδύσουν στην χώρα μας. Και τούτο επειδή, πέρα των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν το ιστορικό χρεοκοπίας.Β
Στην δε περίπτωση μας, τρεις παρελθούσες χρεοκοπίες λειτουργούν ως «βαρίδι» για το μέλλον. Πρώτον, η χρεοκοπία του 1893 επί Χαρίλαου Τρικούπη. Αυτής προηγήθηκε η αύξηση του χρέους από το 88,7% του ΑΕΠ το 1887 στο 144,2% το 1891, την ίδια περίοδο κατά την οποία η ανάπτυξη της οικονομίας «καταποντίστηκε» από το 8,9% το 1887 στο -11,6% το 1891. Δεύτερον, η χρεοκοπία του 1932 (επί Ελευθερίου Βενιζέλου). Αυτής προηγήθηκε η αύξηση του χρέους από το 80,4% του ΑΕΠ το 1928 στο 105,9% του ΑΕΠ το 1931, την ίδια περίοδο κατά την οποία η οικονομική ανάπτυξη «βυθίστηκε» από το 1,9% το 1928 στο -4,2% το 1931.
Τρίτον, η χρεοκοπία του 2012. Αυτής προηγήθηκε η αύξηση του χρέους από το 103,1% του ΑΕΠ το 2007 στο 180,6% του ΑΕΠ το 2011, την ίδια περίοδο κατά την οποία ο ρυθμός ανάπτυξης έκανε «βουτιά» από το 3,3% το 2007 στο -9,1% το 2011 (τα στοιχεία προέρχονται από την βάση δεδομένων της καθηγήτριας Carmen Reinhart από το Harvard University και το Αποθετήριο οικονομικού περιεχομένου του ΚΕΠΕ).
Το ιστορικό χρεοκοπίας διδάσκει ότι μεγάλες αυξήσεις στο χρέος της χώρας (το να ζεις, δηλαδή, πέραν των οικονομικών σου δυνατοτήτων), λειτουργεί ως βαρίδι, ή, τουλάχιστον επηρεάζει, αρνητικά και ως ένα βαθμό, τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.
Τόσο το υψηλό χρέος, όσο και η χαμηλή ανάπτυξη, δυσχεραίνουν την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα. Κάτι που έχειΒ ιδιαίτερη σημασία σήμερα καθώς το ΔΝΤ εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος θα παραμείνει στο υψηλό 167,1% του ΑΕΠ το 2021 με την ανάπτυξη της χώρας να μειώνεται στο 1,7% (από το περίπου 2% σήμερα).
Ας έχουν λοιπόν τα παραπάνω υπόψιν οι κυβερνητικοί παράγοντες οι οποίοι προσδοκούν ταχείες πιστοληπτικές αναβαθμίσεις και, ενδεχομένως, επενδυτικό boom στη χώρα μας...
ΥΓ:Β Μήπως οι παραπάνω επισημάνσεις για την εξέλιξη του χρέους και τις πιστοληπτικές αναβαθμίσεις θα πρέπει να προβληματίσουν, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, όσους σπεύδουν να πανηγυρίσουν στην είδηση ότι η ΕΚΤ προσανατολίζεται να επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες την αγοράΒ περισσότερου ελληνικού χρέους στο μέλλον;
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.