«Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να λύσει το διττό χρόνιο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος. Σε συνεννόηση και συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ECB), τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ένωση Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων Δανείων και Πιστώσεων (ΕΕΔΑΔΠ), το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που έχει πλέον τον ρόλο μετόχου και όχι επόπτη, τους βασικούς μετόχους των συστημικών τραπεζών και τις διοικήσεις τους, θα βάλουμε ένα τέλος στο θολό περιβάλλον και στην αγωνία όλων των εμπλεκομένων μερών. Σε αυτήν τη προσπάθεια θα κάνουμε χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων, εργαλείων και μεθόδων, όπως είναι το κυβερνητικό σχέδιο Ηρακλής, το σχέδιο της Τραπέζης της Ελλάδος για την Bad Bank και άλλα που προσφέρονται από τις αγορές».
Πως θα μας φαινόταν μια τέτοια κυβερνητική δήλωση; Πόσο θετικό αντίκτυπο, θα είχε στην αγορά και στα χρηματιστήρια; Ειδικά αν μετά από αυτήν τη δήλωση, βλέπαμε τα πράγματα να μπαίνουν στο δρόμο τους; Η αγορά διψάει για αλήθεια και δράση, έχοντας κουραστεί από το αργό ρυθμό που δρομολογούνται οι εξελίξεις για τις τράπεζες τα τελευταία δέκα χρόνια, και έχοντας ταλαιπωρηθεί διαχρονικά από τις κυβερνητικές εμμονές και αγκυλώσεις.
Πρέπει να καταγραφεί με χειρουργική ακρίβεια ο τρόπος με τον οποίο θα προχωρήσουν οι τράπεζες στην περαιτέρω μείωση των παλαιών κόκκινων δανείων και στη αντιμετώπιση των νέων κόκκινων δανείων που θα κάνουν την εμφάνιση τους, αμέσως μετά τη λήξη του moratorium.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε έγκαιρα προβλέψει το ποσοστό των νέων κόκκινων δανείων επί του συνόλου των 21 δισ. ευρώ που βρίσκονται στο καθεστώς του moratorium. Οι τράπεζες ήταν πιο μετριοπαθείς στις προβλέψεις τους και από αυτό που βλέπουμε, η πραγματικότητα τις έχει ήδη προσπεράσει.
Πλέον τα νέα NPΕs από τη πανδημία, είναι πολύ πιθανό να ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ. Αφού ήδη το 17,5% αυτών των δανείων, δηλαδή 3,88 δισ. έχουν περάσει στην ομάδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενώ το 32%, δηλαδή 7,1 δισ. ευρώ βρίσκονται οριακά στο μεταίχμιο.
Έτσι η νέα κατάσταση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών θα έχει ως ακολούθως :
-100 δισ. ευρώ εξυπηρετούμενα δάνεια και εξ αυτών:
-38 δισ. ευρώ ρυθμισμένα και 21 δισ. ευρώ σε moratorium.
-60 δισ. προβληματικά δάνεια.
Με εξασφαλίσεις: 38 δισ.
-Πιθανή μεταφορά 10-12 δισ. ευρώ από τα εξυπηρετούμενα δάνεια στα προβληματικά.
Και αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζεται πεντακάθαρα, στη χρηματιστηριακή αξία των συστημικών τραπεζών, που αντιστοιχεί μόλις στο 0,14 της λογιστικής τους αξίας.
Με δεδομένη δε, την αδυναμία των τραπεζών να «δημιουργήσουν» νέα κεφάλαια από τη δραστηριότητα τους, λόγω των νέων προβλέψεων στις οποίες θα πρέπει να προβούν, ώστε να προστατεύσουν τους ισολογισμούς τους από περαιτέρω ζημίες, όλοι διερωτώνται για την ανάγκη κεφαλαιακών ενισχύσεων.
Προς το παρόν η μόνη τράπεζα που θα προχωρήσει σε Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου μέσα στο 2021 είναι η Τράπεζα Πειραιώς. Και μάλιστα τόσο οι διοικητικοί παράγοντες της τράπεζας όσο και οι σύμβουλοι της, εκφράζουν την αισιοδοξία τους, για τη επιτυχή έκβαση της. Και αυτό συμβαίνει, παρ’ όλο που την αύξηση στην πραγματικότητα δεν την κάνει η τράπεζα, αλλά η holding εταιρεία που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η οποία αποτελεί και τον μοναδικό μέτοχο της τράπεζας. Επομένως ο νέος μέτοχος δεν θα αγοράσει μόνο το «καλό» κομμάτι της τράπεζας, αλλά το «όλον» της holding, το οποίο οι αναλυτές αναμένουν να παρουσιαστεί σύντομα.
Όπως λένε πηγές με βαθιά γνώση του θέματος, με δεδομένη την ανοχή των εποπτικών μηχανισμών μέχρι το 2022, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι καμία άλλη τράπεζα δεν θα χρειαστεί να οδηγηθεί σε κεφαλαιακή ενίσχυση, παρά μόνο αν το επιθυμεί η ίδια ή αλλάξουν άρδην οι καταστάσεις, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί από την επιπλέον παράταση της πανδημίας.
Η χρηματιστηριακή κοινότητα, μετά τον ενθουσιασμό που έδειξε το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο, παραμένει επιφυλακτική αφού δεν έχει πάρει πειστικές απαντήσεις σε δυο βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα. Το πρώτο είναι το πόσο ανθεκτικό είναι σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Και το δεύτερο είναι το αν το τραπεζικό σύστημα είναι σε θέση να χορηγήσει νέα δάνεια με σκοπό να αυξήσει τα έσοδα του και να χρηματοδοτήσει τη οικονομία.
Εκτός από αυτά τα ερωτήματα, οι επενδυτές αναμένουν τις αντιδράσεις των τραπεζών στις οδηγίες και παραινέσεις του SSM και της ΤτΕ.
Ο SSM, ζητάει από τις τράπεζες να μην προχωρήσουν στα προγράμματα ταμειακής διευκόλυνσης, για σταδιακή αύξηση της δόσης των δανείων που θα σταματήσουν να βρίσκονται σε moratorium.
Η ΤτΕ, προτείνει στις τράπεζες να πάρουν πρόσθετες προβλέψεις για τα δάνεια που είναι στα moratoria και να μην αρκεστούν στο τυπικό 3% που ισχύει για τα εξυπηρετούμενα δάνεια. Διότι είναι φανερό ότι οι τράπεζες οφείλουν να ενσωματώσουν στους ισολογισμούς τους τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και να εξασφαλίσουν τα αναγκαία κεφαλαιακά αποθέματα, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο σημαντικής αύξησης των NPEs.
Φυσικά οι επενδυτές αναμένουν και την εξαγγελία της πλήρους υιοθέτησης από τη πλευρά της κυβέρνησης της κυβέρνησης της πρότασης της ΤτΕ για την Bad Bank. Διότι όλοι γνωρίζουν στην χρηματιστηριακή αγορά και στους θεσμούς, από τον ΟΟΣΑ μέχρι το ΔΝΤ, από τον SSM μέχρι την ECB και από τους Διαχειριστές Απαιτήσεων Δανείων και Πιστώσεων μέχρι τη Moody’s, ότι χωρίς την ίδρυση της Bad Bank, τα τραπεζικά προβλήματα θα είναι σχεδόν αδύνατον να λυθούν στο μέλλον.
Οι επενδυτές αναζητούν την καθαρή εικόνα. Και η καθαρή εικόνα, δεν περνάει δυστυχώς μέσα από λύσεις που θα δώσει η αγορά, αλλά μέσα από πολιτικές αποφάσεις. Και η αγορά ελπίζει να μην έχει να κάνει με πολιτικούς αυτόχειρες.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.