Η υπόθεση της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί μία ακόμη σοβαρή «εκκρεμότητα» που έπρεπε να διευθετηθεί από την κυβέρνηση, την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ, με γνώμονα πάντοτε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Όσο κι αν αποτελεί “δύσκολη άσκηση”η επικείμενη νέα αύξηση του ποσοστού του ΤΧΣ στην τράπεζα που θα οδηγήσει σε προσωρινή κρατικοποίηση πριν την “καθαρή” ιδιωτικοποίηση της τράπεζας σε μερικούς μήνες από σήμερα με τη συμμετοχή ισχυρών ιδιωτών μετόχων, το μέλλον μόνο καλύτερο μπορεί να είναι για την Πειραιώς.
Αφενός γιατί η τράπεζα βγάζει από τη σάρκα της το αγκάθι των CoCos, το οποίο θα της προκαλούσε συνεχή αιμορραγία κεφαλαίων μέχρι το 2022, και αφετέρου γιατί έτσι συρρικνώνεται ο χρόνος και έρχεται πολύ πιο κοντά η ιδιωτικοποίησή της. Αυτό το έχει ήδη αντιληφθεί η χρηματιστηριακή αγορά που μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων έχει οδηγήσει σε υπερδιπλασιασμό την χρηματιστηριακή αξία της τράπεζας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, πληροφορίες αναφέρουν ότι το ενδιαφέρον των υφιστάμενων μετόχων για συμμετοχή σε ΑΜΚ η οποία αναμένεται να υλοποιηθεί εντός του 2021, είναι πολύ ισχυρό. Με βάση τα σημερινά δεδομένα η αύξηση κεφαλαίου αναμένεται να κυμανθεί σε λίγο υψηλότερα επίπεδα από τα 800 εκατ. ευρώ που ήταν η αρχική πρόταση που είχε πέσει στο τραπέζι από τον Τζον Πόλσον. Το δεδηλωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον έχει φτάσει μέχρι τη Φρανκφούρτη, ενώ και στην Αθήνα γίνονται αισθητές οι πιέσεις των μετόχων για επιτάχυνση των διαδικασιών.
Η απόφαση του SSM αγοράζει χρόνο για την τράπεζα και της δίνει την ευχέρεια να μπει σε νέες τιτλοποιήσεις και να αξιοποιήσει τα σχήματα εγγυήσεων του Ηρακλή. Εκτιμάται έτσι ότι μέσα στο 2021 θα έχει ξεμπερδέψει σε πολύ μεγάλο βαθμό με το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, γεγονός που ενισχύει σημαντικά το «investment case»της τράπεζας, ενώ οι επιπτώσεις από το «ξεκαθάρισμα» της τράπεζας αναμένεται ότι θα έχουν θετική επίδραση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Σε τεχνικό επίπεδο, την περασμένη Δευτέρα έγινε γνωστό ότι ο SSM απέρριψε το αίτημα της Τρ. Πειραιώς για πληρωμή σε μετρητά στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας των τόκων του μετατρέψιμου ομολόγου (CoCo) ύψους 165 εκατ. ευρώ, το οποίο είναι πληρωτέο στις 2 Δεκεμβρίου. Η διοίκηση Μεγάλου, έχοντας κάνει χρηστή διαχείριση και σωστές προβλέψεις είχε φροντίσει να «βάλει στην άκρη» από την αρχή του χρόνου, επιτυγχάνοντας παράλληλα να κρατήσει «όρθια» την τράπεζα απέναντι στις προκλήσεις.
Ο SSM είναι ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ και όλες του ανεξαιρέτως οι αποφάσεις περνούν από το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας. Αν μέχρι μία προκαθορισμένη προθεσμία δεν υποβληθεί από το διοικητικό συμβούλιο κάποια ένσταση κατά της απόφασης του SSM, τότε αυτή εγκρίνεται τυπικά και από την ΕΚΤ και τίθεται σε ισχύ.
Σήμερα Παρασκευή, λήγει η προθεσμία υποβολής ενστάσεων (objection procedure) για την απόφαση του SSM να απορρίψει το αίτημα της Τρ. Πειραιώς και σε 1-2 εβδομάδες αναμένεται ότι θα γίνουν οι οι επίσημες ανακοινώσεις. Έτσι ξεκινάει μία διαδικασία κατά την οποία τα μετατρέψιμα ομόλογα που ήταν να πληρωθούν έως το 2022 συνολικού ύψους 2,040 δισ. ευρώ μετατρέπονται σε μετοχές και το ποσοστό του ΤΧΣ αυξάνεται στο 61%.
Αυτό συμβαίνει γιατί:
α) θα συμπεριληφθεί η ονομαστική αξία του CoCo στα ενσώματα λογιστικά κεφάλαια
και (β) από την εξοικονόμηση των τόκων του CoCo θα δημιουργούνται κάθε χρόνο επιπρόσθετα κεφάλαια CET1 της τάξης των 40 μονάδων βάσης ετησίως, δηλαδή 495 εκατ. ευρώ για τα τρία έτη έως το 2022, ενισχύοντας περαιτέρω την κεφαλαιακή διάρθρωση της Τράπεζας.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τους όρους που διέπουν τα CoCos, ούτε η μη πληρωμή των τόκων (που είναι προαιρετική) ούτε και η επακόλουθη μετατροπή του CoCo αποτελούν αθέτηση υποχρέωσης πληρωμής και κατά συνέπεια δεν θα ενεργοποιήσουν όρους αθέτησης πληρωμής σε σχέση με άλλες συμβάσεις.
Αν, όπως είναι πλέον βέβαιο, η ΕΚΤ αποκλείσει την πληρωμή των τόκων του CoCo με μετρητά και η μη πληρωμή των τόκων προκαλέσει μετατροπή του CoCo σε κοινές μετοχές, τότε η εξέλιξη του κεφαλαίου της Τράπεζας θα ενισχυθεί σημαντικά. Η Τράπεζα έχει κάνει γνωστό ότι η ονομαστική αξία του CoCo θα συμπεριληφθεί στα ενσώματα λογιστικά κεφάλαια και από την εξοικονόμηση των τόκων του CoCo θα δημιουργούνται κάθε χρόνο επιπρόσθετα κεφάλαια CET1 της τάξης των 40 μονάδων βάσης ετησίως, δηλαδή 495 εκατ ευρώ για τα τρία έτη έως το 2022, ενισχύοντας περαιτέρω την κεφαλαιακή διάρθρωση της Τράπεζας.