Απαντήσεις για το πώς η φωτιά που ξεκίνησε στις 3 το μεσημέρι από την πάνω πλευρά του Βαρνάβα έφτασε μέσα στην πρωτεύουσα περίπου μετά από 23 ώρες, έδωσε ο πρόεδρος Ένωσης Αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος, Κώστας Τσίγκας μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
Πολεμικό σκηνικό που δεν έχουμε ξαναζήσει
«Η πυρκαγιά αυτή δυστυχώς απέκτησε τέτοια δυναμική και δημιούργησε τέτοια δυναμικότητα λόγω της καύσιμης ύλης και των ισχυρών ανέμων. Ο ισχυρός άνεμος ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλός μας καθ’ όλη τη διάρκεια της πυρκαγιάς. Αυτή η πυρκαγιά ανέβηκε στο βουνό στα 15 λεπτά που έφτασε και το περιπολικό και συνέχιζε προς την πλευρά του Καπανδριτίου, του Γραμματικού, Άνω Σούλι.
Ήταν ο άνεμος, ο οποίος δημιουργούσε σαν δεύτερο μέτωπο με πάρα πολλές καύτρες στον αέρα που έφταναν και στα 200 μέτρα μακριά (…) στοιχεία πυρακτωμένα που πετούσαν και δημιουργούσαν νέες εστίες. Δύο φορές που έγινε γραμμή ανάσχεσης μπροστά στην πλευρά του Βαρνάβα, μας πέρασε η φωτιά, όχι το μέτωπο, αλλά από τις καύτρες πέρασε από πίσω.
Άρα ο εγκλωβισμός των πυροσβεστών και των εθελοντών, πάρα πολλές φορές που λέμε κλειστήκαμε στη φωτιά, κλεινόμαστε στη φωτιά γιατί ενώ σβήνουμε το μέτωπο, τα 20 και τα 30 μέτρα φλόγα πετάνε πίσω μας πυρακτωμένα στοιχεία τα οποία δημιουργούν νέα εστία πυρκαγιάς.
Με αποτέλεσμα εσύ να είσαι μέσα στο άκαυτο και να καίει και μπροστά και στην πίσω πλευρά. Το κρίσιμο σημείο που για να φτάσουμε εκεί από την πλευρά της Πεντέλης, εκεί στο τρίστρατο που πέρασε πάνω, μπήκε στη Νέα και στην παλιά Πεντέλη με την τεράστια ακτινοβολία και με τις κηλιδώσεις, δυστυχώς κατέβηκε και στην Αναπαύσεως, στο Πάτημα στο Χαλάνδρι, στην πάνω πλευρά από τα Βριλήσσια.
Γινόταν κάθε λεπτό ένα ανθρωποκυνηγητό. Κυνηγούσαμε δηλαδή τη φωτιά, παίρναμε τα αμάξια, τα πηγαίναμε πιο κάτω ξαναπερνούσε, τα ξαναπροχωρούσαμε. Ήταν ένα πολεμικό σκηνικό το οποίο δεν το έχουμε ξαναζήσει. Γιατί, όπως έχουμε πει, εδώ στην Αθήνα μπήκε η πόλη μες στο δάσος, ενώ στην επαρχία έχει μπει το δάσος μες στην πόλη.
Είναι η μίξη δασικού και αστικού ιστού. Δημιουργεί πάρα πολλά προβλήματα αυτό. Θα δείτε ότι πάρα πολλά σπίτια που έχουν υποστεί καταστροφές και αυτά που κάηκαν βέβαια των συνανθρώπων μας, οι περιουσίες τους και οι κατοικίες τους ξεκίναγε η πυρκαγιά απ’ την σκεπή, γιατί αυτές οι καύτρες πήγαιναν και κάθονταν στις σκεπές των σπιτιών» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίγκας.
Οι φλόγες έφταναν ακόμη και τα 15 μέτρα και 20 μέτρα
«Ήταν πάρα πολύ υψηλές οι φλόγες. Αυτές οι φλόγες όχι μόνο δημιουργούσαν νέες εστίες με τις καύτρες, αλλά δημιουργούσαν και τέτοια ακτινοβολία στον πυροσβέστη αυτόν που έμπαινε μπροστά να σβήσει, που πολλές φορές η πίεση του νερού 7-8 bar που έφευγε από την αντλία δεν μπορούσε να φτάσει και λόγω του ανέμου και λόγω της ακτινοβολίας στην αρχική εστία της πυρκαγιάς. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω τι λέξεις να βρω για να για να αιτιολογήσω όλη αυτή την κατάσταση.
Ήταν πάρα πολύ σκληρές οι συνθήκες και η ταχύτητα εξάπλωσης της πυρκαγιάς. Δηλαδή, όλη αυτή η πύρινη μπάλα που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα και έφτασε στην Πεντέλη και κατέβηκε κάτω στο Χαλάνδρι, πλευρικά σβηνόταν και μπροστά προχωρούσε.
Δυστυχώς δεν μπόρεσε να ανακοπεί σε πάρα πολλά σημεία. Δηλαδή μας ξεπερνούσαν πάρα πολλές γραμμές άμυνας που βάζαμε με τα αυτοκίνητα και με τα εναέρια μέσα, τα οποία είχαν πάρα πολλά προβλήματα, κολώνες υπερυψηλής, πολύς καπνός. Και όταν έχετε και τόσες πολλές δυνάμεις κάτω, είναι δύο δυσκολίες.
Η πρώτη δυσκολία είναι ότι εάν είναι πάρα πολλά τα εναέρια μέσα, ο συντονισμός τους είναι πάρα πολύ δύσκολος. Πού θα πάει να γεμίσει, πού θα πάει να ρίξει, πώς θα βγει από το χώρο της πυρκαγιάς, από ποια πλευρά θα μπει. Και το άλλο, το ζητούμενο είναι ότι από κάτω υπάρχει κόσμος. Όταν το καναντέρ ρίχνει 6 τόνους και το Έρικσον ρίχνει 8, αναλογιστείτε πως αυτοί οι άνθρωποι από πάνω θα πρέπει να είναι τόσο προσεκτικοί και να συνεννοηθούν με τους κάτω για να μην γίνει κάποιο ατύχημα.
Εκεί που θα πέσει, ξηλώνει κορμούς, πετάει πέτρες. Όλοι το έχουμε ζήσει. Κουκουλωνόμαστε όλοι κάτω από το δέντρο, όπου βρεθούμε, κρυβόμαστε κάτω από αμάξια, πολλές φορές μας έχει τύχει σε πάρα πολλές πυρκαγιές, έρχεται το εναέριο να ρίξει και δεν έχεις προλάβει να φύγεις γιατί δεν είσαι σε ευθεία, έχουμε μπει πάρα πολλοί συνάδελφοι κάτω από το πυροσβεστικό για να μην μας πετύχει η ένταση του νερού. Αλλά θέλω να πω ότι είναι πάρα πολλές οι ιδιάζουσες συνθήκες σε κάθε πυρκαγιά για την αντιμετώπιση της» συμπλήρωσε ο κ. Τσίγκας.
Οι πυρκαγιές δημιουργούν θερμοκρασίες 200-400 βαθμούς Κελσίου
Ερωτηθείς σε τι θερμοκρασιακές συνθήκες καλούνται να επιχειρήσουν οι πυροσβέστες, ανέφερε χαρακτηριστικά, «αν φανταστείτε ότι έξω έχει 40 βαθμούς Κελσίου, που κάποιες φορές περπατάμε, να πάμε να πιούμε έναν καφέ ή να κάνουμε κάποια ψώνια και κοιτάμε μέχρι να διασχίσουμε τον δρόμο, να πιάσουμε λίγο ίσκιο κάτω από ένα δέντρο, κάτω από ένα υπόστεγο, σκεφτείτε ο πυροσβέστης στο βουνό που δεν υπάρχει πουθενά να κρυφτεί από ήλιο, να φοράει και τα μέσα ατομικής προστασίας και να υπάρχει αυτή η πυρκαγιά απέναντι. Οι πυρκαγιές δημιουργούν θερμοκρασίες 200-400 βαθμούς Κελσίου.
Η ακτινοβολία αυτή και η φλόγα δημιουργεί πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Δηλαδή όσο έρχεσαι κοντά τόσο νομίζεις ότι γίνεσαι κερί και θα λιώσεις, αλλά πρέπει να πας πολύ κοντά για να την περιορίσεις σε αρχικό στάδιο. Διότι όταν ξεφεύγει μια πυρκαγιά δημιουργεί μόνο καταστροφές».