Σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του - Στα Τίρανα η κηδεία του - Η ζωή και το σπουδαίο έργο του

Σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του - Στα Τίρανα η κηδεία του - Η ζωή και το σπουδαίο έργο του

Σε λαϊκό προσκύνημα θα εκτεθεί η σορός του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου, ο οποίος εκοιμήθη σε ηλικία 95 ετών έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».

Οπως αναφέρει η ΕΡΤ η σορός του μακαριστού Αρχιεπισκόπου θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και η κηδεία του θα τελεστεί την Πέμπτη στα Τίρανα, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.

Η σορός αναμένεται να φτάσει στη Μητρόπολη αργά το απόγευμα του Σαββάτου και θα παραμείνει στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών εως και την Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, ώστε οι πιστοί να μπορέσουν να τον αποχαιρετήσουν.

Στη συνέχεια, θα μεταφερθεί στην Αλβανία, όπου την Πέμπτη στον Καθεδρικό Ναό της Αναστάσεως στα Τίρανα θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία και εν συνέχεια η ταφή στον Άγιο Βλάσιο.

Ο Αρχιεπίσκοπος εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» Τιράνων με εποχική ίωση, λίγο πριν την εκπνοή του 2024. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε τις επόμενες ημέρες, εξαιτίας γαστρορραγίας και στις 3 Ιανουαρίου έγινε αεροδιακομιδή από τα Τίρανα στην Αθήνα με αεροσκάφος C-27J, το οποίο διέθεσαν οι Ένοπλες Δυνάμεις, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ).

Ο Αρχιεπίσκοπος εισήχθη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου λίγες μέρες μετά η κατάστασή του παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση και διασωληνώθηκε. Ωστόσο, η υγεία του ήταν αρκετά επιβαρυμένη και μετά από αρκετές μέρες νοσηλείας, σήμερα τα ξημερώματα, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος εκοιμήθη.

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση στην επίσημη σελίδα του στο Facebook:

«Εκοιμήθη εν Κυρίω ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρός Αναστάσιος

Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας με βαθύτατη οδύνη αναγγέλλει την εις Κύριον εκδημία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρού Αναστασίου. Ο Μακαριώτατος εκοιμήθη σήμερα, 25 Ιανουαρίου 2025, στις 8:30 π.μ. (ώρα Ελλάδος) σε ηλικία 95 ετών, στο Νοσοκομείο "Ο Ευαγγελισμός" των Αθηνών συνεπεία πολυοργανικής ανεπαρκείας. Είχε προηγηθεί πολυήμερη νοσηλεία στο Νοσοκομείο "Υγεία" των Τιράνων.

Καλούμε το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας της Αλβανίας να προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής του εκλιπόντος Προκαθημένου.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Αναστάσιος υπήρξε ο αναστηλωτής και ανακαινιστής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανέστησε κυριολεκτικώς εκ των ερειπίων μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος. Με το θεόπνευστο όραμα και την ακάματη εργασία του, ανοικοδόμησε εκ βάθρων την εκκλησιαστική ζωή, ανήγειρε εκατοντάδες ναούς, συνέστησε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και ανέδειξε νέο κλήρο, προσφέροντας αδιάλειπτη θυσιαστική διακονία επί 33 και πλέον έτη.

Αιωνία αυτού η μνήμη!»

 

Ποιος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, η ζωή και το έργο του

Ο Aρχιεπίσκοπος Αλβανίας αρχικά είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο των Τιράνων εξαιτίας ίωσης που τον ταλαιπωρούσε την 30ή Δεκεμβρίου, ενώ την 3η Ιανουαρίου κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά του στην Αθήνα, όπου εισήχθη στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός.

Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος ήταν ο φωτισμένος ιεράρχης, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης κατά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, που αναγέννησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και είχε σημαντικό ιεραποστολικό, κοινωνικό και συγγραφικό έργο.

Γεννήθηκε στον Πειραιά την 4η Νοεμβρίου 1929. Η μητέρα του ήταν από την Πρέβεζα, ο πατέρας του από τη Λευκάδα, ο παππούς του από την Κεφαλονιά. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα κι αργότερα στον Πειραιά.

Σταθμοί στη ζωή του: το 1952, ολοκληρώνει αριστούχος τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1960, χειροτονείται διάκονος· τέσσερα χρόνια αργότερα πρεσβύτερος-αρχιμανδρίτης· το 1965-1969, σπουδάζει Θρησκειολογία, Ιεραποστολική και Εθνολογία στα Πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου· το 1972, εκλέγεται καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1981-1990, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως (Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα) αναπτύσσει ευρύτατο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο· το 1991 γίνεται ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1992, εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας· και, το 2005, γίνεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Θεολόγος, συγγραφέας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και αρχιερέας. Ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Διετέλεσε επίσκοπος Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.

Ήταν 24 Ιουνίου του 1992 όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας τον επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο και η Εκκλησία της Αλβανίας αποκτούσε και πάλι κεφαλή ύστερα από χρόνια.

Με σύνθημα το «Χριστός Ανέστη», ο Αρχιεπίσκοπος φθάνει στην Αλβανία από το 1991 ως Πατριαρχικός Έξαρχος προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα. Η οργάνωσή της ξεκίνησε από μηδενική βάση. Το έδαφός της ήταν κατεξοχήν εχθρικό, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία λόγω της ελληνικής καταγωγής του και καμιά εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εργάστηκε σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και έδωσε ελπίδα –ελπιδοφόρο και το σύνθημά του «Χριστός Ανέστη»- και βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως στην Αλβανία, στα χρόνια που κράτησε το πηδάλιο της Εκκλησίας.

Προχώρησε στην ανασύσταση και ανασυγκρότηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, με τη διαμόρφωση αρχικά νέου καταστατικού χάρτη το 2006. Καθόρισε, επίσης, τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία με επίσημη Συμφωνία, η οποία έγινε νόμος του κράτους το 2009. Παράλληλα, ξεκίνησε τους αγώνες διεκδίκησης της εκκλησιαστικής περιουσίας την οποία το αθεϊστικό κράτος του Χότζα είχε δεσμεύσει.

Η Αλβανία απέκτησε σχολεία, πανεπιστήμια, ναούς, χώρους εργασίας και παραγωγής έργου για τις υπηρεσίες της Εκκλησίας, οικοτροφεία, πνευματικά κέντρα, χώρους αγάπης και φιλοξενίας για ορφανά και ηλικιωμένους, θεολογική ακαδημία για την εκπαίδευση των στελεχών της, ενώ η Αρχιεπισκοπή άνοιξε την αγκαλιά της όχι μόνο για τους χριστιανούς για τους οποίους έγινε σημείο αναφοράς, αλλά και για όλους όσοι είχαν ανάγκες χωρίς διακρίσεις.

Ο ιεραπόστολος των εθνών ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών από το 1993 έως το 2005 και έκτοτε επίτιμο μέλος της.

Είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir's Theological Seminary (2003) και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη, υπήρξε επίτιμο μέλος της Θεολογικής Aκαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001). Έλαβε Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003).

Ακόμη, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών (1996), του Tμήματος Πολιτικής Eπιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Aθηνών και όλων των Tμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών (1998),

του Tμήματος Διεθνών και Eυρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Tμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης, έλαβε το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).

Επιπρόσθετα, είχε παρασημοφορηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, τον Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, τον Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α’ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας,

τον Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α’ του Πατριαρχείου Ρωσίας, τον Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας, τον Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, τον Χρυσό Σταυρό μετά Δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το Χρυσό Κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας, μεταξύ άλλων.

Πάντα με ταπεινότητα, είχε λάβει πολλά βραβεία. Μεταξύ αυτών, το βραβείο Giuseppe Sciacca «για την ιεραποστολική δράση και την κοινωνική αλληλεγγύη», σε ειδική τελετή η οποία πραγματοποιήθηκε το 2015 στη Ρώμη.

Στην επίσημη αιτιολογία της βράβευσής του, το ίδρυμα Giuseppe Sciacca είχε υπογραμμίσει: «Πρόκειται για θεολόγο και ιστορικό των θρησκειών, ο οποίος έχει εκδώσει σειρά σημαντικών επιστημονικών μελετών που μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αφιερώθηκε πολύ δυναμικά στην ιεραποστολική δράση στην Αφρική.

Στη δράση του οφείλεται η οικοδόμηση 145 νέων εκκλησιών και η συντήρηση άλλων 70. Πραγματοποίησε, επίσης, και μεγάλα κοινωνικά έργα: σχολεία, νοσοκομεία και κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, στοχεύοντας όχι μόνο σε παρεμβάσεις που να περιθάλπουν, αλλά και σε άλλες, ικανές να ελευθερώσουν τους ανθρώπους από τη φτώχεια, μέσω της συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και απευθείας διαχείρισης από τους διάφορους πληθυσμούς».

Όταν του είχε απονεμηθεί από το ΑΠΘ η τιμητική διάκριση «Χρυσούς Αριστοτέλης», υπό το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που αναφωνούσε «Άξιος», ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε τονίσει ότι «η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο». Είχε σημειώσει ότι το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι πόλεμος αλλά ο εγωκεντρισμός, το αντίδοτο του οποίου είναι μόνο η αγάπη.

«Μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία» είχε υπογραμμίσει, ενώ είχε μιλήσει για μια αγάπη που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων δίχως να γνωρίζει σύνορα, δίχως να γνωρίζει προκαταλήψεις. Στην ομιλία του, μάλιστα, είχε αναφερθεί στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, στον Απόστολο Παύλο, αλλά και στον Άλμπερτ Αϊνστάιν που ύμνησαν ο καθένας τους τη δύναμη της αγάπης με τον δικό του τρόπο.

Επιπρόσθετα, είχε επισημάνει ότι κύριο συστατικό της ειρηνικής συνύπαρξης αποτελεί η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνείδησης, η οποία στηλιτεύει κάθε μορφή βίας και εμπνέει τον σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία. «Η βία στο όνομα της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας», είχε πει χαρακτηριστικά. Και είχε συνεχίσει με τη δήλωση πως η ειρήνη συνδέεται με τη δικαιοσύνη, η οποία στην εποχή μας είναι συνώνυμο της ανάπτυξης. «Η φτώχεια είναι ο χειρότερος τύπος βίας».

Σε αναφορά του στη σημασία του διαθρησκευτικού διαλόγου, είχε επικαλεστεί το παράδειγμα της Αλβανίας όπου συμβιώνουν πέντε διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες. Όπως είχε κάνει γνωστό, στη χώρα υπάρχει πλέον διαθρησκευτικό συμβούλιο, ενώ οι διαφορετικές θρησκείες ενώνουν τις δυνάμεις τους για την ενίσχυση των αδυνάτων. Εμφατικά είχε σημειώσει ότι στόχος δεν είναι η θρησκευτική ανοχή μα η αρμονική συνύπαρξη.

Στις 14 Φεβρουαρίου 2020, στον ιστορικό καθεδρικό ναό του Άαχεν της Γερμανίας, είχε τιμηθεί με το διεθνές βραβείο «Κλάους Χεμέρλε» (ο οποίος ήταν επίσκοπος Άαχεν και καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών), τιμητική διάκριση που απονέμεται ανά διετία από το Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα Φοκολιάρ σε διεθνείς προσωπικότητες οι οποίες έχουν συμβάλει στην προσέγγιση και την κατανόηση κοινοτήτων με διαφορετικές πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις.

«Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό, που τορπιλίζει την ειρηνική συμβίωση, είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία. Μιας πολυδιάστατης αγάπης, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση καλείται να συμβάλει η υγιής θρησκευτική συνείδηση», λίγα από τα λόγια του.

Ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο βιβλίων, 240 πραγματειών και μελετημάτων.

Μεταξύ αυτών τα εξής: Τα πνεύματα M’μπάν’ντουα και τα πλαίσια της λατρείας των. Θρησκειολογική διερεύνησις πλευρών της αφρικανικής θρησκείας (1970), Ο Kύριος της Λαμπρότητος. O Θεός των παρά το όρος Κένυα φυλών (1971, 1981), Various Christian Approaches to the Other Religions: A Historical Outline (1971), Ο όρθρος της Oρθοδοξίας εις την Iαπωνίαν (1971). Mορφαί αφρικανικού τελετουργικού (1972, 1981), Iσλάμ. Θρησκειολογική Eπισκόπησις (1975), Pουχάν’γκα – O Δημιουργός (1975), Θέσεις των χριστιανών έναντι των άλλων θρησκειών (1975), Όψεις Iνδουϊσμού – Bουδδισμού (1985), Παγκοσμιότητα και Oρθοδοξία (2000, 2005), Ίχνη από την αναζήτηση του Yπερβατικού: Συλλογή θρησκειολογικών μελετημάτων (2004, 2006), Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού.

Θεολογικές μελέτες και ομιλίες (2007), Θεός εφανερώθη εν σαρκί... (2006). Κυκλοφόρησε επίσης στα αλβανικά: Perëndia u shfaq në mish... (2006), Μια άλλη άποψη. Τυπωμένο κείμενo και αφήγηση σε ψηφιακό δίσκο (CD) - (2006), Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός... (2007), που κυκλοφόρησε επίσης στα αλβανικά: Të gjitha u mbushën me dritë... (2007), Μοναχοί και ιεραποστολή κατά τους 4ο και 9ο αιώνες (2008), Έως εσχάτου της γης (2009), Στην Αφρική (2010), Στην Αλβανία: Σταυρός και Ανάσταση (2011), Συνύπαρξη: Ειρήνη, φύση, φτώχεια, τρομοκρατία, αξίες. Θρησκειολογική θεώρηση (2016).

Επιπλέον, είχε δημοσιεύσει κατηχητικά βοηθήματα, είχε εκδώσει ελληνικά και αγγλικά κείμενα και είχε διευθύνει το περιοδικό «Πορευθέντες» (1960-70) και το περιοδικό «Πάντα τα Έθνη» (1981-92).