Ποια αστυνομία θέλω
Shutterstock
Shutterstock

Ποια αστυνομία θέλω

Πριν από σχεδόν 4 χρόνια, είχα δημοσιεύσει στο φιλόξενο βήμα του liberal άρθρο με τίτλο «τι είδους αστυνομία θέλουμε» (https://www.liberal.gr/epikairotita/ti-eidoys-astynomia-theloyme). Τότε το ερέθισμα ήταν μια καταδίωξη που εξελίχθηκε άσχημα.

Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι και η αστυνομία -κατ’ απαίτηση της κοινωνίας- έκανε βήματα προόδου.

Όμως το βαθύ κράτος -όπως εμφατικά επαναλαμβάνει ο πρωθυπουργός- έχει έναν ύπουλο τρόπο να κρατάει τα «γκέμια» και να φρενάρει οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο στη χώρα και -κατ’ επέκταση- στην αστυνομία.

Το βαθύ κράτος δεν είναι μόνο τα παγιωμένα συμφέροντα δεκαετιών που πασχίζουν να μην αλλάξει τίποτα για να μην χάσουν τη βολή τους κάποιοι. Είναι και η συλλογική μας νοοτροπία, το συλλογικό μας υποσυνείδητο αν θέλετε, που τείνει προς την αδράνεια.

Έτσι γαλουχήσαμε γενιές. Με το αφήγημα του «μη ταράζεις τα νερά».

Με την πρώτη τραγωδία που θα χτυπήσει την πόρτα μας, «ξυπνάμε». Απαιτούμε ρήξεις. Τομές! «Σπάσιμο αυγών»! Γροθιά στο μαχαίρι…και άλλα τέτοια βαρύγδουπα.

Μόλις όμως περάσει λίγο ο καιρός ή αντιληφθούμε ότι οι αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν από μας, αλλάζει το πράγμα.

«Δε βαριέσαι». Θα ζήσουμε και έτσι…

Με το σημερινό άρθρο, επιχειρώ να θέσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί το νέο δόγμα αστυνόμευσης που τόσο ανάγκη έχει η χώρα. Η κλιμάκωση στις προκλήσεις που άπτονται του νευραλγικού τομέα της ασφάλειας κάνουν αυτή την ανάγκη επιτακτική.

Ας μου επιτραπεί το πρώτο ενικό πρόσωπο.

Θα μιλήσω για την αστυνομία που θέλω. Με την ελπίδα να εκφράσω την επιθυμία ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας.

Την αστυνομία που «θέλουμε».

«Θέλω» μια αστυνομία με υψηλό ηθικό, διότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση άσκησης της σύνθετης αποστολής της.

Υψηλό ηθικό δε σημαίνει μόνο υψηλές απολαβές και καλή εκπαίδευση. Σημαίνει κυρίως αξιοπρέπεια στην άσκηση των καθηκόντων.

Αξιοπρέπεια σημαίνει ότι δε θα επιτραπεί σε κανέναν να σηκώνει χέρι στα στελέχη της. Σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να εισβάλει σε αστυνομικό τμήμα, να επιτίθεται και να τραυματίζει αστυνομικούς.

Όποιος σηκώνει χέρι σε αστυνομικό, το σηκώνει στη συντεταγμένη Πολιτεία. Φτύνει κατά πρόσωπο το Κράτος, τους θεσμούς, την ευνομούμενη Πολιτεία, την ίδια τη Δημοκρατία.

Αστυνομικός που ξυλοκοπείται, ευνουχίζεται επαγγελματικά. Χάνει και την αυτοεκτίμησή του και την εκτίμηση της κοινωνίας που προστατεύει.

Γίνεται η χλεύη των κακοποιών και άξιος του οίκτου και της λύπησης των πολιτών.

Η στολή του γίνεται «πουκάμισο αδειανό» και, η υψίστης σημασίας αποστολή του, κουρελόχαρτο.

Αυτός είναι ο λόγος που σε προηγμένα αστυνομικά σώματα, οι επιθέσεις εναντίον αστυνομικών επιφέρουν το μένος των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας και πατάσσεται άγρια. Όχι μόνο λόγω της «αδελφοσύνης» των στελεχών, αλλά και διότι το πλήγμα σε έναν αστυνομικό αποτελεί συμβολικά πλήγμα στην ίδια την φύση των καθηκόντων τους.

Το μονοπώλιο της βίας στις δημοκρατίες το έχει η αστυνομία και αν παραχωρηθεί σε άλλους, ο δρόμος είναι ολισθηρός.

«Θέλω» μια αστυνομία που να ασχολείται με την Τροχαία αστυνόμευση όπως με οποιαδήποτε άλλη πτυχή της δουλειάς της, χωρίς να τη θεωρεί πάρεργο.

Θέλω να σταματήσει τις κοινωνιολογικές αναλύσεις περί «παιδείας και σχολείων» που αφορούν άλλους και να κάνει την δουλειά της καταστολής, η οποία αποτελεί τη μοναδική οδό που οδηγεί και στην πρόληψη.

Ως κοινωνιολόγος είμαι απολύτως βέβαιος ότι το Κράτος είναι ο μεγαλύτερος παιδαγωγός! Το Κράτος δια των πράξεων ή των παραλείψεών του, δημιουργεί συνειδήσεις και παγιώνει κοινωνικές συμπεριφορές.

Ούτε το σχολείο, ούτε η οικογένεια έχουν αυτή τη δύναμη. Καλή η ανατροφή και οι διδαχές, αλλά όταν τα παιδιά βγουν στο δρόμο και αντικρίζουν εντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές που διδάχτηκαν, αμέσως θα προσαρμοστούν σε αυτό που βιώνουν και θα λησμονήσουν αυτό που διδάχτηκαν.

Θέλετε ένα παράδειγμα; Είμαι βέβαιος ότι όλοι γνωρίζουμε την υποτιθέμενη «πειθαρχία» των Γερμανών. Με αυτό το στερεότυπο μεγαλώσαμε όλοι.

Όποιος έχει δει Γερμανό να οδηγεί στους δρόμους της Χαλκιδικής το καλοκαίρι, έχει αλλάξει γνώμη. Η Γερμανική πειθαρχία πάει περίπατο μόλις ο οδηγός αντιληφθεί ότι εδώ τα πράγματα στην οδική συμπεριφορά είναι χαλαρά.

Το αντίθετο συμβαίνει με τους Έλληνες. Σε μένα προσωπικά έφτασαν μόλις μερικές εβδομάδες για να «μεταμορφωθώ» από απείθαρχο Έλληνα οδηγό σε συνετό και πειθαρχημένο, όταν κατάλαβα ότι στη Νέα Υόρκη που αποφάσισα να σπουδάσω, δεν αστειεύονται…

Καθείς εφ’ ω ετάχθη λοιπόν. Όταν η αστυνομία λάβει εντολή να ασχολείται με την τροχαία αστυνόμευση ως σύνολο -και όχι μόνο η διεύθυνση Τροχαίας- τότε θα υπάρξει ουσιαστική πρόοδος.

Όταν κάθε περιπολικό ή μηχανή που είναι στο δρόμο ξεκινήσει να αστυνομεύει όλες τις σοβαρές τροχαίες παραβάσεις και να μην θεωρούν ως μοναδική τους αποστολή την πάταξη του «σοβαρού» εγκλήματος, τότε θα πάψουμε να θρηνούμε χιλιάδες θύματα στην άσφαλτο.

Η αστυνομία υπάρχει και για να προστατεύει και για να υπηρετεί το γενικότερο καλό του πολίτη. Και αυτή η αποστολή έχει πολλά πρόσωπα και όχι μόνο το προσωπείο του σκληρού διώκτη του εγκλήματος.

«Θέλω» επίσης μια αστυνομία που δε θα κάνει τον ψυχολόγο ή τον κοινωνιολόγο στα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, όπως η βία των ανηλίκων.

Θέλω μια αστυνομία που δε θα αντιμετωπίζει τις σκληρά παραβατικές συμμορίες ανηλίκων ως…παραστρατισμένα νιάτα που έχασαν τον δρόμο τους και θα αντιληφθεί τη σκληρή πραγματικότητα.

Ότι πλέον έχει να κάνει με κυνικές συμμορίες κοινωνιοπαθών που δεν έχουν καμία αναστολή να αφαιρέσουν ζωές ή να επιφέρουν σοβαρές βλάβες σε συνάνθρωπους τους προκειμένου να επιβληθούν, να κερδίσουν χρήματα και να νιώσουν σημαντικοί, δημοσιοποιώντας τα επιτεύγματά τους στα social media.

Η παιδική βία αποτελεί παγκόσμια μάστιγα που απαιτεί καταστολή ώστε το φαινόμενο να παταχθεί.

Η αστυνομία ως ζωντανός οργανισμός επικοινωνεί καθημερινά με τους πολίτες με τις πράξεις της. Η επικοινωνία είναι αμφίδρομη, δέχεται και η ίδια τις κοινωνικές πιέσεις και απαιτήσεις.

Οφείλει -δια της πολιτικής ηγεσίας κυρίως- να αφουγκραστεί την κοινωνία και να αντιληφθεί ότι το πλειοψηφικό ρεύμα απαιτεί αλλαγές.

Αφού λοιπόν μιλάμε με «θέλω», ας κλείσουμε με ένα ακόμα.

«Θέλω» μια αστυνομία που δε θα ασχολείται μόνο με όσα εκείνη θεωρεί μεγάλα και σπουδαία.

Καλές οι επιτυχίες στο οργανωμένο έγκλημα και στην τρομοκρατία. Το παιχνίδι όμως κρίνεται σε τομείς που είναι κοντά στην καθημερινότητα του μέσου πολίτη.

Ο μέσος Έλληνας μπορεί να μην έλθει σε επαφή με την τρομοκρατία και τη λεγομένη βαριά εγκληματικότητα.

Έρχεται όμως καθημερινά σε επαφή με τον εφιάλτη της κυκλοφοριακής ανομίας και τη μάστιγα της παιδικής παραβατικότητας. Βλέπει καθημερινά αστυνομικούς να γίνονται και οι ίδιοι θύματα βίας και μοιραία αναρωτιέται ποιος θα προστατεύσει εκείνους.

Η αίσθηση ανασφάλειας είναι μια βουβή κοινωνική ανησυχία που ροκανίζει την εμπιστοσύνη που έχτισε με κόπο η κυβέρνηση με τους πολίτες.

Τροφή για σκέψη….

 

*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης.