Τέμπη: Μία κοινωνιολογική προσέγγιση

Τέμπη: Μία κοινωνιολογική προσέγγιση

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τραγωδία των Τεμπών δεν αποτελεί μόνο ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα αλλά και μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης και θεσμικής αποτυχίας που μπορούν να αναλυθούν σε όρους εξουσίας, εμπιστοσύνης, πολιτικής κουλτούρας και πολιτισμικής νοηματοδότησης.

Ας τα εξετάσουμε κατά σειρά. 

1. Η κρίση εμπιστοσύνης και η αποτυχία της θεσμικής νομιμοποίησης

Οι θεσμοί αντλούν τη νομιμοποίησή τους από μηχανισμούς εξουσίας και κοινωνικής εμπιστοσύνης. Στην περίπτωση των Τεμπών, η τραγωδία ανέδειξε την αποτυχία των θεσμών να λειτουργήσουν αξιόπιστα, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα προϋπάρχον χάσμα εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών. Η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την κρίση μεμονωμένα και τεχνοκρατικά αποφεύγοντας να αντιπαρατεθεί με το «βαθύ δημόσιο» (βλ. λειτουργική δομή του ΟΣΕ) και τις δικές τις πελατειακές δομές (βλ. επανεκλογή Κ. Καραμανλή). 

2. Ο ρόλος της πολιτικής κουλτούρας: Η ελληνική πελατειακή δομή και η ανικανότητα του κράτους

Η ευρύτερη ελληνική πολιτική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από πελατειακές σχέσεις και την απουσία εμπεδωμένης θεσμικής εμπιστοσύνης, αλλά και θεσμικής επικοινωνίας της κοινωνίας με τους πολιτειακούς θεσμούς και κέντρα λήψης αποφάσεων. Οι υπάρχουσες δομές καθιστούν το κράτος αναποτελεσματικό στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων, καθώς προτεραιότητα δίνεται στη διατήρηση πελατειακών δικτύων (όχι μόνον του κυβερνώντος κόμματος) και όχι στη θεσμική αποτελεσματικότητα. Μάλιστα, το μοντέλο της γενικευμένης πελατειοκρατίας που επικρατεί στην Ελλάδα εξηγεί γιατί ακόμα και μετά από τέτοιες καταστροφές, το σύστημα αντιστέκεται στις αλλαγές, καθώς το πελατειακό κράτος ευνοεί την αδράνεια και τη διατήρηση προνομίων.

3. Συμβολική διάσταση της κρίσης: Ηθική και κοινωνική οργή

Πιο σημαντικό, και μοιραίο, οι πολιτικές συγκρούσεις στην Ελλάδα δεν είναι μόνο τεχνοκρατικές-θεσμικές αλλά και ηθικές, καθώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις που λαμβάνουν μορφή ηθικών διλημμάτων και συμβολικών πολώσεων.

Η τραγωδία στα Τέμπη δεν προκάλεσε μόνο διαμαρτυρίες για ένα δυστύχημα, αλλά λειτούργησε ως συμβολικό γεγονός που συμπυκνώνει τη συσσωρευμένη αγανάκτηση για τις δομικές αδυναμίες του κράτους. Σε αυτή τη διαδικασία, παρατηρούμε στοιχεία μιας «πολιτικής θρησκείας» κατά την οποία η κρίση δεν νοείται μόνο ως πρακτικό ζήτημα αλλά και ως επιτελεστική ηθική καταδίκη του συστήματος. Με άλλα λόγια, οι διαμαρτυρίες και οι μαζικές κινητοποιήσεις δεν εκφράζουν απλώς οργή για το συγκεκριμένο δυστύχημα, αλλά μια βαθύτερη κρίση ηθικής και νοήματος που αφορά την αποτυχία του κράτους να προστατεύσει τους πολίτες του.

4. Η λαϊκιστική πολιτισμική νοηματοδότηση

Αν και η κοινωνία εκφράζει έντονη οργή και αγανάκτηση για την τραγωδία στα Τέμπη, οι αντιδράσεις δεν επικεντρώνονται στην ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις, παρά στο τυφλό μίσος προς μια πολιτική ελίτ, που συχνά παραμένει αδιευκρίνιστη. Αυτή η γενική καταδίκη της ελίτ, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα αιτήματα για βελτίωση του συστήματος ή του πολιτικού μοντέλου, δείχνει μια έλλειψη καθαρής πολιτικής κατεύθυνσης στις αντιδράσεις.

Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι πολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ελλάδα συχνά μετατρέπονται εξολοκλήρου σε ηθικά διλήμματα, τα οποία επιλύονται μέσω μιας σύγκρουσης που αφορά περισσότερο την ηθική τάξη και τις αξίες παρά πραγματικά θεσμικά προβλήματα και πολιτικές και θεσμικές αλλαγές. Η κοινωνία μοιάζει να μην έχει καταφέρει να διατυπώσει μια συνολική στρατηγική για τη μεταρρύθμιση του κράτους. Αντίθετα, εστιάζει σε εξατομικευμένες καταδίκες και σκιές του πολιτικού συστήματος, χωρίς να προτείνει συγκροτημένες λύσεις για το μέλλον. Το γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις και τα αιτήματα δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένα θεσμικά μέτρα ή διαρθρωτικές προτάσεις, δείχνει πως η ελληνική κοινωνία συχνά ενσωματώνει την απογοήτευση στον πολιτικό λόγο ως ένα γενικό και ασαφές μίσος προς την πολιτική ηγεσία.

Για ποιο λόγο άραγε υπάρχει αυτό το πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς; Όπως έχουν δείξει μια σειρά από κοινωνιολογικές έρευνες, από την μία μεριά, το φαινόμενο αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ύπαρξη αυτής της γενικευμένης πελατειοκρατίας όπου κυριαρχεί η πολιτική απομόνωση, τα οικογενειακά δίκτυα, και οι διαπροσωπικές σχέσεις που απομακρύνουν τους πολίτες από την επιθυμία να οργανωθούν σε «αστικές» ή «πολιτικές» ενώσεις συγκροτημένες γύρω από πολιτικά ζητήματα και ορθολογικές προτάσεις, και όχι γύρω από εκδουλεύσεις. 

Από την άλλη μεριά, το φαινόμενο επίσης συνδέεται με το γεγονός ότι στην Ελλάδα η «δημοκρατία» κατανοείται κυρίως ως «κοινοτιστική-λαϊκιστική», ενώ η εναλλακτική και πιο θεσμική κατανόησή της ως μία σειρά από φιλελεύθερους θεσμούς και ορθολογικές διαδικασίες δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει ισχυρές ρίζες. 

Η δημοκρατία, λοιπόν, ως «κοινότητα ομοίων» ή ως «αδιαφοροποίητος λαός», εννοείται ως αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ του λαού και της εξουσίας, χωρίς την ανάγκη ισχυρών θεσμικών εγγυήσεων. Η σύλληψη αυτή αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία ως έκφραση της λαϊκής θυμικής βούλησης, όπου το κράτος δεν λειτουργεί μέσω αυστηρών θεσμικών διαδικασιών, αλλά μέσω χαρισματικών ηγετών και άμεσης λαϊκής συμμετοχής. Προτάσσει το συναίσθημα έναντι των θεσμών και συχνά θεωρεί τους θεσμούς εμπόδιο στην έκφραση της λαϊκής βούλησης. Και θεωρεί ότι ηγέτες του πρέπει να είναι άτομα που έχουν υποφέρει, που έχουν νοιώσει την αδικία στο πετσί τους, ή στην χειρότερη περίπτωση, άτομα που καταγγέλλουν την αδικία καθώς «άτομα που αδικήθηκαν δεν μπορούν να αδικήσουν». 

Μία σχετική μειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, χωρίς να βρίσκονται απαραίτητα στην αντιπέρα όχθη την φιλελεύθερη-θεσμική εννοιολόγηση της δημοκρατίας, νοιώθουν μία ενστικτώδη απέχθεια για την παραπάνω προσέγγιση του πολιτικού. Είναι αυτοί που ελέγχουν τις πηγές των «δεν έχω οξυγόνο», «τόνοι από ξυλόλιο», «χαμένα βαγόνια», κρατούν αποστάσεις από τους φορείς τους, και δεν παρασύρονται από επιλεγμένες «μάνες των Τεμπών». 

Είναι, εν γένει, αυτοί που ψήφισαν και υποστήριξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη (όχι αναγκαστικά την ΝΔ) στο έργο του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Είναι αυτοί που τον βλέπουν τώρα να παραπαίει εκτός και εντός Κοινοβουλίου. Όμως συνεχίζει να αποτελεί την μοναδική επιλογή. Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης να βρει την χαμένη ορμή της πρώτης τετραετίας, να διδαχθεί από τα όχι ολίγα λάθη του, να αφήσει πίσω την αλαζονεία της παντοδυναμίας του, και να προχωρήσει σε ριζοσπαστικές θεσμικές αλλαγές εντός και εκτός κόμματος που θα προσελκύσουν πάλι τους (σε κάθε περίπτωση μειοψηφούντες) μετριοπαθείς πολίτες. Κάθε άλλη εξέλιξη θα είναι καταστροφική για την Ελλάδα.

*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.