Μπορεί ο κίνδυνος κλιμάκωσης των εχθροπραξιών μεταξύ Ιράν και Ισραήλ να έχει υποχρεώσει τους αναλυτές σε ακραίες προβλέψεις για άνοδο των τιμών του πετρελαίου ακόμα και πάνω από τα 200 δολάρια/βαρέλι, ωστόσο Brent και αργό WTI συνεχίζουν να κυμαίνονται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Ενδεικτική είναι η πτώση άνω του 7% που καταγράφηκε την περασμένη εβδομάδα. Αυτό συμβαίνει διότι οι ειδικοί – όπως οι αναλυτές της JPMorgan και της UBS - εκτιμούν ότι έχει εξασθενήσει ο άμεσος κίνδυνος διατάραξης της παραγωγής και της μεταφοράς ιρανικού πετρελαίου, την ώρα που αν εξαιρεθεί η γεωπολιτική αβεβαιότητα, το outlook για τον «μαύρο χρυσό» παραμένει bearish.
Ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε επιδείνωση του outlook για τη ζήτηση πετρελαίου είναι η πτώση που σημείωσαν τον Σεπτέμβριο και για πέμπτο διαδοχικό μήνα, οι εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας. Παράλληλα, οι χώρες του ΟΠΕΚ+ αναθεώρησαν για τρίτη φορά επί τα χείρω τις προβλέψεις για την αύξηση της ζήτησης στο σύνολο του 2024. Από τη μία, λοιπόν, υπάρχει ο υπαρκτός κίνδυνος ανόδου των τιμών που σχετίζεται με τη Μ. Ανατολή και από την άλλη κάνουν την εμφάνισή τους εκτιμήσεις για τον κίνδυνο πτώσης των τιμών, κυρίως λόγω Κίνας.
Σε κάθε περίπτωση, η JPMorgan εκτιμά ότι οι τιμές του πετρελαίου θα συνεχίσουν να φέρουν σημαντικό premium μέχρι να εξομαλυνθεί η κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, από τον περασμένο Οκτώβριο που ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γάζα μέχρι σήμερα, τα όποια ανοδικά ξεσπάσματα του πετρελαίου ήταν βραχύβια γιατί πολύ απλά η παραγωγή και η μεταφορά πετρελαίου δεν έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει αν χτυπηθούν οι ενεργειακές εγκαταστάσεις του Ιράν.
Η JPMorgan επισημαίνει ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου είναι πολύ χαμηλότερα σήμερα, στα 4,4 δισ. βαρέλια που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2017. Προβλέπει δε, ότι η τιμή του Brent θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στα 80 δολάρια στο δ’ τρίμηνο του 2024 και στα 75 δολάρια το 2025, υποχωρώντας στα 60 δολάρια προς το τέλος του έτους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή του Brent έχει υποχωρήσει κατά περίπου 20% και του WTI κατά 22,5% το τελευταίο 12μηνο.
Βραχυπρόθεσμα, το δυσμενές σενάριο (π.χ. αν χτυπηθούν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν) προβλέπει άνοδο των τιμών στα 100 δολάρια/βαρέλι και από κει και πέρα όλα θα εξαρτηθούν από το πόσο θα διαταραχθεί η παραγωγή και η προμήθεια πετρελαίου. Σημειώνεται ότι η Ασία προμηθεύεται το 70% του πετρελαίου που καταναλώνει μέσω του Στενού του Ορμούζ, που συνεπάγεται πως αν το Ιράν αποφασίσει να το κλείσει θα προκληθούν μεγάλα προβλήματα.
Υπάρχει, όμως και το πιο αισιόδοξο σενάριο. Σύμφωνα με την UBS, ο περιορισμός του γεωπολιτικού κινδύνου, σε συνδυασμό με την ηπιότερη παγκόσμια ζήτηση, ειδικά από την Κίνα, οδηγούν σε υποβάθμιση των ευρύτερων προοπτικών για τις τιμές του πετρελαίου. Για το 2025, η ελβετική τράπεζα εκτιμά ότι η αγορά θα είναι ισορροπημένη, υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες του ΟΠΕΚ+ θα διατηρήσουν τις περικοπές στην παραγωγή. Η UBS, μάλιστα, προχώρησε στην υποβάθμιση της πρόβλεψης για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου του 2024 στα 0,9 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Για το 2025, ο οίκος προβλέπει μικρή βελτίωση, με τη ζήτηση να ανέρχεται στα 1,1 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Όπως προαναφέρθηκε, ένας από τους παράγοντες που ευθύνονται για το υποβαθμισμένο outlook είναι η εκτιμώμενη ζήτηση από την Κίνα. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου είναι ο κορυφαίος καταναλωτής πετρελαίου και είναι απόλυτα φυσιολογικό να επηρεάζει τις τιμές. Το Πεκίνο ανακοίνωσε ένα μεγάλο πακέτο μέτρων για την ενίσχυση της οικονομίας, το οποίο ωστόσο έχει προκαλέσει ανάμεικτες αντιδράσεις. Σε ενεργειακό επίπεδο, εκτιμάται ότι η μεταστροφή προς την πράσινη ενέργεια, όπως λ.χ. μέσω της χρήσης ηλεκτρικών οχημάτων, θα περιορίσει τον θετικό αντίκτυπο που θα είχε το πακέτο σε ό,τι αφορά στη ζήτηση πετρελαίου.