Στα 75 δολάρια το βαρέλι εκτιμούν οι αναλυτές της Morgan Stanley ότι θα διαμορφωθεί η τιμή του πετρελαίου Brent για το τελευταίο τρίμηνο του έτους, καθώς βλέπουν τις προκλήσες στον τομέα της ζήτησης να αυξάνονται.
Η εκτίμηση αυτή συμφωνεί και με αυτήν των αναλυτών της UBS, οι οποίοι σε σχετικό τους report πριν τρεις ημέρες αναθεώρησαν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για τις τιμές του πετρελαίου για τη διετία 2024-2026, επικαλούμενοι την ασθενέστερη παγκόσμια ζήτηση και τις πιο σταθερές προοπτικές προσφοράς.
Η νέα πρόβλεψη για το αργό πετρέλαιο τύπου Brent το τέταρτο τρίμηνο του 2024 μειώθηκε, επίσης, στα 75 δολάρια ανά βαρέλι από 83 δολάρια, μειώνοντας τη μέση τιμή του 2024 κατά 4 δολάρια στα 80 δολάρια ανά βαρέλι.
Αυτή η πτωτική προσαρμογή αντανακλά και την άποψη της τράπεζας για ένα πιο ήπιο περιβάλλον παγκόσμιας ζήτησης, το οποίο επιτείνεται από την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης σε βασικές αγορές, ιδίως στην Κίνα.
Για το 2025 και το 2026, η πρόβλεψη για το Brent μειώθηκε επίσης κατά 5 δολάρια στα 75 δολάρια ανά βαρέλι.
Οι αναλυτές της UBS εκτιμούν επίσης ότι ο OPEC+ θα αναγκαστεί να αναβάλει την απεμπλοκή των εθελοντικών περικοπών της παραγωγής του, με τις όποιες ουσιαστικές αυξήσεις να καθυστερούν πιθανότατα μέχρι το 2027 ή το 2028, σε σύγκριση με τις προηγούμενες προσδοκίες για επιστροφή στα μέσα του 2025.
Η μετατόπιση αυτή έρχεται καθώς η αγορά παραμένει εξαιρετικά ισορροπημένη, με την ασθενέστερη ζήτηση και τη σταθερή αύξηση της προσφοράς εκτός OPEC+ να μειώνει την ανάγκη του OPEC+ να αυξήσει την παραγωγή. Σημειώνεται ότι ο OPEC+ είχε προγραμματίσει αύξηση της παραγωγής τον Οκτώβριο του 2024, αλλά αυτό έχει πλέον αναβληθεί κατά δύο μήνες.
«Η αγορά είναι σχεδόν ισορροπημένη το επόμενο έτος, με την προϋπόθεση ότι δε θα υπάρξει εκτόνωση. Βραχυπρόθεσμα, εξακολουθούμε να τη βλέπουμε ελλειμματική το 2ο εξάμηνο του 24 και οι αντλήσεις αποθεμάτων θα πρέπει να είναι υποστηρικτικές, ιδίως δεδομένης της εξαιρετικά χαμηλής καθαρής τοποθέτησης στο αργό», ανέφεραν οι αναλυτές. Η ασθενέστερη αύξηση της ζήτησης έχει αναδειχθεί σε βασικό πτωτικό κίνδυνο για τις τιμές του πετρελαίου. Η UBS αναθεώρησε την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για το 2024 προς τα κάτω κατά 0,1 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα.
Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ζήτηση επιταχύνεται, ενώ η προσφορά συνεχίζει να είναι σταθερή. Εάν οι τρεις υπερπαραγωγοί του OPEC+, το Ιράκ, η Ρωσία και το Καζακστάν, τηρήσουν τα χρονοδιαγράμματα αποζημίωσής τους, κάποια προσφορά θα βγει από την αγορά τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με report του αυστραλιανού οίκου Macquarie, η ασθενέστερη από την αναμενόμενη ζήτηση θα οδηγήσει την αγορά πετρελαίου σε πλεόνασμα τα επόμενα πέντε τρίμηνα. Παράλληλα, την περασμένη εβδομάδα, μείωσε τις προβλέψεις της για το πετρέλαιο Brent και WTI για το υπόλοιπο του έτους.
«Καθώς εισερχόμαστε στην εποχή των ανατροπών, το "τελευταίο ζήτω" για το πετρέλαιο με τη μορφή της στενότητας του 3ου τριμήνου ξεθωριάζει γρήγορα, καθώς οι ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί "δείχνουν" βαριά υπερπροσφορά για τα επόμενα πέντε τρίμηνα», επισημαίνουν οι αναλυτές της Macquarie στο report τους.
Η ασθενέστερη κινεζική ζήτηση πετρελαίου, τα υψηλά αποθέματα και η αυξανόμενη παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ ώθησαν την Goldman Sachs να μειώσει το αναμενόμενο εύρος τιμών του πετρελαίου Brent κατά 5 δολάρια στα 70-85 δολάρια το βαρέλι.
Η Citi αναμένει το πετρέλαιο να φθάσει ακόμη και στα 60 δολάρια ανά βαρέλι το 2025, εάν ο OPEC+ δεν εφαρμόσει πρόσθετες περικοπές στην παραγωγή του. Μέχρι στιγμής, ο OPEC+ δεν έχει σηματοδοτήσει καμία πρόθεση να εμβαθύνει τις περικοπές παραγωγής.
Οι αναλυτές της Goldman Sachs εκτιμούν ότι ο OPEC+ θα αρχίσει να απεγκλωβίζει μέρος των σημερινών περικοπών στις αρχές του επόμενου έτους. Σε συνδυασμό με την αύξηση της προσφοράς εκτός OPEC+, αυτό θα οδηγήσει την αγορά σε υπερπροσφορά για το μεγαλύτερο μέρος του 2025, σύμφωνα με τις τράπεζες και τους αναλυτές.
Μια ανάκαμψη της ζήτησης θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτη από τους «ταύρους» του πετρελαίου, αλλά σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν έχουν προκύψει ενδείξεις τις τελευταίες εβδομάδες για θετικά στοιχεία ζήτησης. Σημειώνετσι ότι και τα περιθώρια διύλισης μειώνονται και οδηγούν σε μειωμένους ρυθμούς λειτουργίας των διυλιστηρίων στην Ασία και την Ευρώπη.