Ο Σεπτέμβριος αποδεικνύεται, μέχρι στιγμής, πολύ κακός για την τιμή του πετρελαίου στα διεθνή χρηματιστήρια. Αυτό μπορεί να ακούγεται πολύ ευχάριστο για δισεκατομμύρια πολίτες ανά τον κόσμο, όπως και για πολλές επιχειρήσεις, μπορεί επίσης να βοηθάει στη μάχη για την πλήρη τιθάσευση του πληθωρισμού.
Από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο πως προκαλεί σοβαρό προβληματισμό στις χώρες που βασίζουν τις οικονομίες στα έσοδα από τον μαύρο χρυσό. Είναι επίσης βέβαιο πως σπαζοκεφαλιάζει τους οικονομολόγους, τους αναλυτές και πλήθος επενδυτών που προσπαθούν να «αποκρυπτογραφήσουν» αυτήν την εξέλιξη και να προβλέψουν το τι θα γίνει στη συνέχεια.
Για πολύ κόσμο, η μεγάλη αδυναμία του πετρελαίου να κινηθεί ανοδικά αποτελεί μία μεγάλη έκπληξη, καθώς θεωρείτο βέβαιο πως ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή και η συνεχής αύξηση της γεωπολιτικής έντασης σε διάφορες περιοχές του πλανήτη θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική άνοδο της τιμής του. Αυτό όμως δεν συνέβη, ακόμα και όταν έμοιαζε σχεδόν βέβαιη η κλιμάκωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, με το Ιράν να απειλεί πως θα καταφέρει σημαντικό πλήγμα στο Ισραήλ.
Ούτε και όταν οι διαμάχες μεταξύ των δύο «κυβερνήσεων» της Λιβύης έβγαλαν εκτός λειτουργίας το 50% της παραγωγικής δυναμικότητας της χώρας. Στην πραγματικότητα όμως δεν πρόκειται για έκπληξη, αφού η τωρινή κατάσταση στη διεθνή οικονομία και η εικόνα του ισοζυγίου προσφοράς ζήτησης δεν είναι καθόλου θετική για το πετρέλαιο. Το γεγονός πως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού πετρελαίου και προϊόντων διύλισης των τελευταίων δεκαετιών, δηλαδή η Κίνα, αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έχει πλήξει σοβαρά το επίπεδο ζήτησης για αργό πετρέλαιο. Στην Κίνα υπάρχουν και άλλες αρνητικές εξελίξεις σχετικά με το πετρέλαιο, αφού τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα αυξάνουν σταθερά το μερίδιό τους στην τοπική αγορά και μεγάλο ποσοστό των νέων φορτηγών που κυκλοφορούν έχει κινητήρες που χρησιμοποιούν για καύσιμο το φυσικό αέριο και όχι το ντίζελ.
Εκτός από τα πραγματικά προβλήματα στην οικονομία, σημαντικό ρόλο στην πορεία της τιμής του πετρελαίου παίζουν και οι εκτιμήσεις για την μελλοντική πορεία των πραγμάτων. Τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε δει πολλά στατιστικά οικονομικά στοιχεία από τις ΗΠΑ, τα οποία δείχνουν πως επιβραδύνεται ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Πολλοί οικονομολόγοι, αναλυτές και επενδυτές εκτιμούν πως αυτό θα συνεχιστεί και θα ενταθεί τους επόμενους μήνες, κάτι που επιδρά αρνητικά στην τιμή του πετρελαίου. Αρνητική είναι και η επίδραση των αρκετών κακών ειδήσεων από ευρωπαϊκές βιομηχανικές επιχειρήσεις και ειδικότερα από την αυτοκινητοβιομηχανία.
Καθώς οι εκτιμήσεις για το επίπεδο της ζήτησης δεν είναι καθόλου θετικές αυτήν τη στιγμή, είναι λογικό να βλέπουμε την τιμή του πετρελαίου να υποχωρεί. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Την ίδια στιγμή που η ζήτηση για αργό πετρέλαιο δεν είναι τόσο δυνατή, η προσφορά φαίνεται πως βαίνει αυξανόμενη. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός πως οι χώρες του ΟΠΕΚ και του ΟΠΕΚ + αναμένεται να αυξήσουν την παραγωγή τους και να επιστρέψουν σταδιακά στα επίπεδα πριν την απόφαση για περικοπή της παραγωγής το 2023. Αυτό μάλλον θα γίνει αλλά μπορεί και να καθυστερήσει αρκετά, όπως φάνηκε από την απόφαση του καρτέλ πριν μερικές ημέρες να μεταθέσει χρονικά για δύο μήνες την πρώτη δόση αύξησης της παραγωγής.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον ΟΠΕΚ και την τιμή του πετρελαίου είναι πως την ίδια στιγμή αυξάνεται σταθερά η παραγωγή πετρελαίου από τις χώρες που δε συμμετέχουν στο καρτέλ. Η παραγωγή των ΗΠΑ έχει φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, ξεπερνώντας το ρεκόρ των αρχών του 2020, καθώς η παραγωγή ξεπερνά πλέον τα 13 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ενώ το καλοκαίρι του 2021 ήταν κοντά στα 11 εκατομμύρια. Αυξημένη είναι η παραγωγή και στον Καναδά, τη Βραζιλία και τη Γουιάνα, τη νέα πετρελαϊκή δύναμη που μπήκε δυνατά στο παιχνίδι τα τελευταία χρόνια.
Σε άρθρο του Bloomberg από την 6η Σεπτεμβρίου είδαμε πως οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών για το 2025 αναφέρουν πως η παγκόσμια ζήτηση θα αυξηθεί κατά περίπου 1%, δηλαδή κατά 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως. Σύμφωνα με τους ίδιους ειδικούς, η παραγωγή μόνο από τις χώρες εκτός ΟΠΕΚ θα αυξηθεί τουλάχιστον κατά 1,5 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, πράγμα που σημαίνει πως τα αποθέματα θα αρχίσουν να αυξάνονται ακόμα και αν οι χώρες του ΟΠΕΚ και του ΟΠΕΚ + δεν αυξήσουν καθόλου την παραγωγή τους από εδώ και πέρα. Στην αγορά έχουν αρχίσει να ακούγονται πλέον εκτιμήσεις για περαιτέρω πτώση του αργού πετρελαίου προς τα 60 δολάρια/βαρέλι για το αμερικανικό WTI, όπως ανέφεραν σε πρόσφατες εκθέσεις τους αναλυτές της Citigroup και της JPMorgan.
Μέσα σε όλα αυτά, η καθοδική πορεία του πετρελαίου ακούγεται σαν μία φυσιολογική εξέλιξη, στην οποία όμως πρέπει να έχουν παίξει ρόλο και τα προβλήματα ορισμένων μεγάλων «παικτών» των διεθνών χρηματιστηρίων εμπορευμάτων, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις του γνωστού διαχειριστή Louis-Vincent Gove.
Με ανάρτησή του στο X, ο Gove απέδωσε την πολύ κακή εικόνα στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων στο γεγονός πως αρκετές θέσεις σε αυτήν την αγορά είχαν χρηματοδοτηθεί με δάνεια σε ιαπωνικό γιέν. Σαν ισχυρή ένδειξη, ο Gove ανέφερε την πρόσφατη ημερήσια συσχέτιση της ανόδου του ιαπωνικού νομίσματος απέναντι στο δολάριο ΗΠΑ με την αντίστοιχη πτώση της τιμής του αργού πετρελαίου.
Ακόμα όμως και αν ο Gove έχει δίκιο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως η προσφορά φαίνεται πως έχει το πάνω χέρι απέναντι στη ζήτηση. Αν αυτό συνεχιστεί για καιρό, όπως προβλέπουν δηλαδή διεθνείς οργανισμοί και χρηματιστηριακοί αναλυτές, τότε οι χώρες που εξαρτώνται σημαντικά από τα πετρελαϊκά τους έσοδα θα αρχίσουν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα και οι κρατικοί τους προϋπολογισμοί θα «πέσουν έξω», ακόμα και στη Σαουδική Αραβία. Αν αυξήσουν την παραγωγή για να πάρουν περισσότερα έσοδα θα προκαλέσουν περαιτέρω πτώση στην τιμή του πετρελαίου, και η κατάσταση θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο γι’ αυτές.
Βλέποντας αυτά οι αναλυτές και οι συναλλασσόμενοι στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, γίνονται ακόμα πιο απαισιόδοξοι για τις προοπτικές διατηρήσιμης ανάκαμψης του αργού πετρελαίου (μία ισχυρή ανοδική κίνηση δεν θα σημαίνει και πολλά πράγματα). Ορισμένοι αναλυτές έχουν αρχίσει να θυμούνται τα γεγονότα του 2020, όταν η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία ξεκίνησαν έναν πόλεμο τιμών που είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των τιμών, τη σημαντική μείωση της παραγωγής στις ΗΠΑ και την επακόλουθη ανάκαμψή της.
Προς το παρόν, αυτό το ενδεχόμενο δεν συγκεντρώνει πραγματικές πιθανότητες πραγματοποίησης, αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να γίνει στη συνέχεια αν «στριμωχτούν» οι δύο μεγάλες δυνάμεις του ΟΠΕΚ και του ΟΠΕΚ +. Αυτήν τη στιγμή, και με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται πως για τουλάχιστον μερικούς μήνες δεν θα είναι καθόλου εύκολη η δυνατή ανάκαμψη του πετρελαίου, εκτός βέβαια αν ξαφνικά γενικευθεί ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.
Η παραμονή του σε επίπεδα κοντά στα 60 δολάρια/βαρέλι θα φέρει σε δύσκολη θέση πολλούς παραγωγούς αλλά ταυτόχρονα θα βοηθήσει πολύ τους πολίτες και τις επιχειρήσεις σε πολλές χώρες του κόσμου να εξοικονομήσουν χρήματα και, γιατί όχι, να αυξήσουν και την κατανάλωση αργού πετρελαίου, βενζίνης, ντίζελ και άλλων προϊόντων διύλισης. Ίσως, αυτός να είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για την αύξηση της ζήτησης και την εξισορρόπηση της υπερβάλλουσας προσφοράς. Το ποιοι θα είναι οι παραγωγοί που θα ωφεληθούν περισσότερο από αυτό, είναι κάτι που μάλλον θα αργήσουμε να μάθουμε.