Τα χρόνια που προηγήθηκαν η Ελλάδα βίωσε την πρώτη φάση ανάπτυξης των ΑΠΕ, με το μερίδιό τους να φτάνει το 2023 στο 47,9%, δηλαδή περίπου στα μισά του δρόμου προς το net zero.
Αποτέλεσμα ήταν ότι η παραγωγή των ΑΠΕ ξεπέρασε για πρώτη φορά την αντίστοιχη του φυσικού αερίου και του λιγνίτη μαζί, ένα μεγάλο ορόσημο στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας.
Εξίσου σημαντικό, η ανάπτυξή τους επέτρεψε πέρυσι στις εκπομπές του κλάδου να πέσουν σε ιστορικό χαμηλό με 13,35 εκατομμύρια τόνους CO2, 23% λιγότερους από το προηγούμενο χαμηλό των 17,3 εκατ. τόνων του 2022.
Πλέον, έχοντας αυτή τη σημαντική κατάκτηση πίσω μας, καλούμαστε να κάνουμε το βήμα προς την επόμενη φάση ανάπτυξης των ΑΠΕ που θα τις οδηγήσουν σε πλήρη κυριαρχία επί του μείγματος παραγωγής.
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ έχει βάλει το στόχο ψηλά, στο 80% για το 2030, όμως υπάρχουν προκλήσεις που δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε παλαιότερα στον ίδιο βαθμό. Το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι τεράστιο, αλλά δεν συμβαδίζει ο ηλεκτρικός χώρος, δηλαδή τι μπορεί να "σηκώσει" το δίκτυο.
Η αδειοδότηση έχει επιταχυνθεί, αλλά παραμένουν εμπόδια. Στοίχημα είναι επίσης η κερδοφορία των έργων, αλλά και η παράλληλη ανάπτυξη της αποθήκευσης στον βαθμό που χρειάζεται.
Αντιμέτωπο με αυτές τις προκλήσεις, το ΥΠΕΝ οφείλει να κινηθεί προσεκτικά και προς όφελος του τελικού καταναλωτή, διατηρώντας ταυτόχρονα την αγορά των ΑΠΕ σε μια σταθερή τροχιά.
Προκειμένου να απελευθερωθεί περισσότερος ηλεκτρικός χώρος στα κορεσμένα δίκτυα της χώρας, τόσο ο ΑΔΜΗΕ, όσο και ο ΔΕΔΔΗΕ έχουν προγραμματίσει επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων για τα επόμενα χρόνια με έμφαση στον εκσυγχρονισμό, την ασφάλεια και την ψηφιοποίηση. Επιπλέον, η αποθήκευση θα βοηθήσει τα μέγιστα, για αυτό και τη θέσαμε ψηλά στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, περιλαμβάνοντας όλες τις σχετικές τεχνολογίες.
Η μαζική είσοδος νέων ΑΠΕ και της αποθήκευσης στο σύστημα θα μεταφραστεί σε μείωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής, θα συμπιέσει περαιτέρω τα μερίδια των ακριβότερων ορυκτών καυσίμων και το όφελος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, δηλαδή τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
Στοίχημα είναι, όμως, να προχωρήσουν τα έργα ΑΠΕ που είναι περισσότερο ώριμα και θα αποφέρουν το μέγιστο όφελος στη χώρα μας. Καθώς αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλαπλάσιες άδειες σε όρους ισχύος από τα 23,5 GW που χρειαζόμαστε για το 2030, είναι σαφές ότι χρειάζεται μια αυστηροποίηση και ένα υγιές "φρένο" που θα φέρει τα πράγματα σε καλύτερη ισορροπία.
Η αυστηροποίηση αυτή είναι επιβεβλημένη και για έναν ακόμη λόγο: Το 2023 οι ώρες που οι τιμές στη χονδρική μηδενίζονταν ως αποτέλεσμα της υψηλής πράσινης παραγωγής πολλαπλασιάστηκαν στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα είναι μια συμφόρηση στο δίκτυο και ο διαβόητος κανιβαλισμός των ΑΠΕ μέσω των περικοπών ισχύος.
Για το λόγο αυτό, στα νέα έργα καθώς και στα έργα που έχουν λάβει ήδη όρους σύνδεσης το ΥΠΕΝ κρίνει ότι πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό των περικοπών σε σχέση με σήμερα ώστε να αντανακλά τις νέες συνθήκες με παράλληλη υποχρέωση το να μπουν μπαταρίες για να μην πηγαίνει χαμένη η παραγωγή. Εξυπακούεται ότι θα ληφθούν υπόψη οι τεχνολογικές, τεχνικές και λοιπες ιδιαιτερότητες για να φτάσουμε στο πιο δίκαιο τελικό αποτέλεσμα.
Η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία πρόκειται να κατατεθεί μέσα στο Φεβρουάριο μετά το πόρισμα της επιτροπής του ΥΠΕΝ που θα καθορίσει το ακριβές ύψος των περιορισμών.
Είναι προφανές ότι οι νέες αυτές απαιτήσεις αυξάνουν μερικώς το κόστος ανάπτυξης των έργων ΑΠΕ, όμως θεωρούμε ότι θα εξακολουθήσει αφενός να είναι ανταγωνιστικό προς τις συμβατικές τεχνολογίες και αφετέρου να προσφέρει ικανοποιητικές επιστροφές στους επενδυτές.
Κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, το ΥΠΕΝ δεν κωφεύει απέναντι στα όσα επισημαίνει ο κλάδος των ΑΠΕ ως κινδύνους. Είναι σαφές πως το κόστος δανεισμού και τα επιτόκια δεν είναι χαμηλά, όπως παλιότερα. Από την άλλη, το τεχνολογικό κόστος δείχνει να μειώνεται εκ νέου συγκριτικά με τα επίπεδα της κρίσης, όπως μαρτυρούν και οι διεθνείς τιμές πρώτων υλών και εξοπλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, δίνουμε μεγάλη προσοχή στο σωστό σχεδιασμό των μελλοντικών δημοπρασιών, ώστε οι τιμές που θα προσφέρουν να αντανακλούν τις συνθήκες στην αγορά και να έχουν επιτυχές αποτέλεσμα. Με βάση τη νέα ρύθμιση που έρχεται, στο εξής θα έχουμε δύο είδη δημοπρασίων: Ένα για έργα με αυξημένες περικοπές και ένα για έργα με αποθήκευση.
Η συνολική ισχύς που θα απαιτείται για το κάθε είδους διαγωνισμό θα προκύψει από την Ειδική Επιτροπή η οποία θα αξιολογήσει την ισχύ που θέλουμε να προσθέσουμε στο σύστημα, και την οικονομικότερη λύση για τον Έλληνα καταναλωτή ώστε να επιτευχθεί.
Αντιθέτως, δεν θα επηρεαστούν έργα που έχουν ήδη κάποια κλειδωμένη τιμή από διαγωνισμό, έχουν κλείσει τη χρηματοδότησή τους και υλοποιούνται ή/και λειτουργούν.
Ταυτόχρονα, το ΥΠΕΝ θεωρεί κρίσιμο το θέμα της έγκαιρης ολοκλήρωσης των έργων και θα εφαρμόσει αυστηρά τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις. Καθώς η αγορά μας βρίσκεται σε ένα ώριμο στάδιο ανάπτυξης, δεν μπορούν να υπάρχουν έργα που λιμνάζουν επ αόριστον, στερώντας χώρο από άλλα πιο ώριμα επενδυτικά σχέδια.
Με αφορμή τα παραπάνω, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι επενδύσεις ΑΠΕ είναι μακροπρόθεσμες με ορίζοντα 20-25 ετών. Κατ' επέκταση, τόσο οι πολιτικές αποφάσεις, όσο και οι επενδυτικοί σχεδιασμοί πρέπει να στηρίζονται σε μια συνολική θεώρηση των πραγμάτων και να μην έχουν μόνο βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα.
Με αυτή τη λογική προσεγγίζει η κυβέρνηση το στοίχημα της ενεργειακής μετάβασης από το 2019 μέχρι σήμερα και θα συνεχίσει να το κάνει και στο εξής ώστε να παγιωθεί η Ελλάδα ως πρωταγωνίστρια στην καθαρή ενέργεια.
*Η Αλεξάνδρα Σδούκου είναι Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας