Data centers: Η αύξηση της ζήτησης ηλ. ενέργειας και οι φόβοι για την πράσινη μετάβαση

Data centers: Η αύξηση της ζήτησης ηλ. ενέργειας και οι φόβοι για την πράσινη μετάβαση

Η ιλιγγιώδης ταχύτητα, με την οποία αναπτύσσονται τον τελευταίο χρόνο τα data centers, είναι λίγο πολύ γνωστή. Κι αυτό γιατί τους τελευταίους μήνες, η διεθνής «μιντιακή» προσοχή έχει στραφεί στις επενδύσεις των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών για τα κέντρα δεδομένων.

Μέχρι πριν από έναν χρόνο, λίγοι ήταν αυτοί που έδιναν ιδιαίτερη σημασία στα data centers. Όλοι τα χρησιμοποιούσαν, φυσικά, αλλά λίγοι έδιναν προσοχή σε αυτά καθαυτά. Έπειτα, ακολούθησε η έξαρση της Τεχνητής Νοημοσύνης και η «βιασύνη» για την παροχή ενέργειας.

Έναν χρόνο μετά, τα κέντρα δεδομένων απειλούν την ίδια την ενεργειακή μετάβαση, στην οποία τόσες πολλές κυβερνήσεις έχουν ποντάρει. Κι αυτό γιατί, όσο οι κυβερνήσεις θα συναγωνίζονται, ώστε να καταφέρουν να προσελκύσουν περισσότερες σχετικές επενδύσεις για την ανάπτυξη των data centers, τόσο ο πολλαπλασιασμός αυτών των ψηφιακών υποδομών θα σηματοδοτήσει και την εκτίναξη της ενεργειακής κατανάλωσης. Μάλιστα, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι ΑΠΕ δεν επαρκούν να καλύψουν την αυξανόμενη αυτή ζήτηση.  

Θα καθυστερήσουν άραγε την πράσινη μετάβαση τα data centers;

Πέραν της ανησυχίας για τη ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας, οι φόβοι γύρω από την ανάπτυξη των κέντρων δεδομένων εντείνονται για το «εμπόδιο» που μπορεί να προκληθεί στον δρόμο προς την πράσινη μετάβαση.

Ακριβώς επειδή τα κέντρα δεδομένων χρειάζονται αξιόπιστη και αδιάλειπτη ηλεκτρική ενέργεια όλο το εικοσιτετράωρο, ολοένα και αυξάνονται οι ανησυχίες για τον κίνδυνο που μπορούν να θέσουν τα data centers στην πράσινη μετάβαση.

Ιδιαίτερα οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ενέργειας, οι ρυθμιστικές αρχές και οι ακτιβιστές για το κλίμα φαίνεται να βιώνουν μια μεγάλη ανησυχία για τις άμεσες προοπτικές της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, υποστηρίζοντας ότι η ταχεία αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, που προκαλείται από την εξάπλωση των κέντρων δεδομένων, είχε προκαλέσει έκπληξη σε πολλούς.

Συνδυαστικά με το γεγονός ότι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια δεν μπόρεσαν να «επεκταθούν» αρκετά γρήγορα για να καλύψουν αυτή την πρόσθετη ζήτηση, η ανησυχία γίνεται ολοένα και πιο έντονη.

Η Washington Post δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω του πολλαπλασιασμού των κέντρων δεδομένων και τον κίνδυνο που αυτό εγκυμονεί για «δεκαετίες προόδου στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθώς οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας καταστρώνουν σχέδια για δεκάδες νέους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας».

Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που οι φορείς εκμετάλλευσής τους στρέφονται σε γεννήτριες φυσικού αερίου και άνθρακα, ενώ σχεδιάζουν ακόμη και την κατασκευή νέων πυρηνικών και την αναβίωση των παλαιών. Η κούρσα για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας έχει ξεκινήσει για τα «καλά». 

Η λύση του φυσικού αερίου 

«Βούτυρο» στο ψωμί των παραγωγών φυσικού αερίου θα χαρακτήριζε κανείς την αυξημένη ανάγκη των κέντρων δεδομένων για ενέργεια, καθώς το φυσικό αέριο είναι η πιο διαθέσιμη πηγή αυτής της ενέργειας.

Η S&P Global εκτίμησε ότι τον προηγούμενο μήνα, η ανάπτυξη των κέντρων δεδομένων θα μπορούσε να προσθέσει μεταξύ 3 και 6 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων σε νέα ημερήσια ζήτηση φυσικού αερίου, στο σύνολο των ΗΠΑ, έως το 2030. Πράγματι, ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων θα αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό 12% τα επόμενα έξι χρόνια, κάτι που είναι σίγουρα ένας υγιής ρυθμός από την άποψη των παραγωγών φυσικού αερίου. Και δεν υπάρχει ρεαλιστικός τρόπος να καλυφθεί αυτή η ζήτηση αξιόπιστα από την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, τους πυλώνες της ενεργειακής μετάβασης. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η πίεση προς τους φορείς εκμετάλλευσης κέντρων δεδομένων για την οικολογικοποίηση δεν αυξάνεται.

Τα σημερινά δεδομένα, όμως, σκιαγραφούν την «επιβίωση» των ορυκτών καυσίμων για τις επόμενες δεκαετίες, καθώς η ενεργειακή ζήτηση θα αυξάνεται, ασχέτως αν το υπόλοιπο δίκτυο «πρασινίζει». Ενδεικτικό είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν τα περισσότερα data centers από οποιαδήποτε άλλη χώρα αυτήν τη στιγμή, σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου παγκοσμίως, με την πολιτεία Βιρτζίνια να αποτελεί το επίκεντρο της ανάπτυξης αυτών των υποδομών. Οι τοπικοί πάροχοι ηλεκτρικού ρεύματος έχουν ήδη αποφασίσει πως η χρήση ορυκτών καυσίμων είναι μονόδρομος για την κάλυψη της νέας ζήτησης. Η νέα αυτή ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων αναμένεται να επιταχυνθεί ακόμα περισσότερο υπό τον Ντόναλντ Τραμπ στο «τιμόνι», ως ένθερμος υποστηρικτής των υδρογονανθράκων, με ή χωρίς ψηφιακές υποδομές.

Το τοπίο βέβαια δεν διαφέρει ιδιαίτερα ούτε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Παρά τις αναλύσεις που προβλέπουν ότι η αύξηση της ζήτησης στην Ευρώπη θα καλυφθεί από τεχνολογίες χαμηλών ρύπων, οι υφιστάμενες υποδομές δεν επαρκούν. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ιδιαίτερα δημοφιλής για τις επενδύσεις data centers, Πολωνία, η οποία δεν διαθέτει επαρκή παραγωγή από ΑΠΕ, με τον άνθρακα να εμφανίζεται ως η ευκολότερη λύση. Η εξίσου δημοφιλής Ιρλανδία, όπου το 20% της ενεργειακής κατανάλωσης προέρχεται από τα data centers, φαίνεται να τείνει προς το φυσικό αέριο ως λύση έκτακτης ανάγκης, επιβραδύνοντας τον παροπλισμό αρκετών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. 

Σε κάθε περίπτωση, η αυξανόμενη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για ταχύτερη ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ώστε να διασφαλιστεί η βιώσιμη τροφοδοσία της ψηφιακής υποδομής.