Το θέμα των ενεργειακών εξαγωγών στο οποίο αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το Νταβός, είναι υπαρξιακό για την Ελλάδα.
Η χώρα θυμίζει ένα ενεργειακό δοχείο με πολύ στενό στόμιο, από το οποίο αδυνατούν να περάσουν, τόσο οι θηριώδεις ποσότητες που σκοπεύουμε να παράξουμε, όσο και όλοι εκείνοι οι όγκοι που φιλοδοξούμε να εισάγουμε τα επόμενα χρόνια από τη Μέση Ανατολή.
Τα υποψήφια σήμερα «πράσινα» έργα καλύπτουν τους στόχους όχι του 2030, αλλά του 2050. Όσα περιμένουν στην ουρά έχουν 4πλάσια ισχύ σε σχέση με όσα βρίσκονται σε λειτουργία.
Η αύξηση του ηλεκτρικού χώρου, για την οποία παλεύει να βρει λύση ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, θα δώσει ανάσα στο πρόβλημα, αλλά μόνο μερικώς.
Αν δεν καταφέρουμε να φτάσουμε στα μεγάλα κέντρα κατανάλωσης της Βόρειας Ευρώπης, όσα γιγαβάτ ηλεκτρικού χώρου και να απελευθερωθούν, όχι μόνο δεν θα απορροφηθεί η ενέργεια των πολλών νέων έργων, αλλά και οι χώρες της Μ. Ανατολής θα αναζητήσουν αναπόφευκτα άλλα μονοπάτια.
Ποιός ο λόγος να επενδύσει κάποιος δισεκατομμύρια σε υποβρύχια καλώδια προς την Ελλάδα, αν όλη η ενέργεια που θα στέλνει, θα εγκλωβίζεται εδώ;
Η τωρινή μεταφορική ικανότητα των διασυνδέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες είναι γύρω στα 6 γιγαβάτ, και παρ' ότι προβλέπεται να διπλασιασθεί τα επόμενα χρόνια και να φτάσει στα 12 γιγαβάτ, πάλι δεν θα αρκεί.
Η απάντηση στην εξίσωση είναι μία, και ακούει στη λέξη Γερμανία. Στην ηλεκτρική διασύνδεση που κάνει ό,τι μπορεί για να προωθήσει ο ΑΔΜΗΕ, μήκους περίπου 1.400 χιλιομέτρων, εκ των οποίων τα περισσότερα υποθαλάσσια, μέσω Αδριατικής και μετά χερσαία μέσω Σλοβενίας και Αυστρίας.
Στον κάθετο δηλαδή διάδρομο Νότου - Βορρά, χωρητικότητας έως 9 GW και κόστους δύσκολα κάτω των 7- 8 δισ ευρώ, που είχε συζητήσει ο Πρωθυπουργός με τον Καγκελάριο Σολτς στο Βερολίνο το Νοέμβριο, μιλώντας για το κοινό συμφέρον και τη σημασία του για την πλήρη απεξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τη Ρωσία.
Το γεγονός ότι ο καγκελάριος, κατά τις κοινές τους δηλώσεις, δεν είχε αναφερθεί ονομαστικά στο έργο, θα μπορούσε και να μην σημαίνει τίποτα.
Το πρώτο λοιπόν στοίχημα για τον Green Aegean, όπως λέγεται, είναι το πολιτικό. Να πειστούν οι Γερμανοί ότι η ηλεκτρική λεωφόρος από τον Νότο είναι προς το συμφέρον τους και ότι για να φτάσουν σε μια οικονομία με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα, όπως αυτή που οραματίζονται για το 2045 δεν φτάνει μόνο η ενέργεια από τα θαλάσσια αιολικά της Β. Θάλασσας.
Το χειμώνα είναι εκείνοι που έχουν μεγάλες ανάγκες για ενέργεια, το καλοκαίρι είμαστε εμείς, επομένως ένα καλώδιο αμφίδρομης ροής θα βοηθούσε αμφότερους.
Το δεύτερο στοίχημα είναι το οικονομικό. Εξαγωγές γίνονται μόνο όταν είσαι φθηνός. Όταν το κόστος παραγωγής σου και οι χονδρεμπορικές τιμές είναι αρκετά ανταγωνιστικές.
Και για να πουλήσουμε «πράσινη» ενέργεια στους Γερμανούς θα πρέπει οι ταρίφες μας να είναι αισθητά χαμηλότερες από εκείνες στο Νότο της χώρας, το τμήμα με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια.
Οι αριθμοί είναι με το μέρος μας. Σε σημερινές τιμές, το σταθμισμένο κόστος ενός μεγάλου έργου στην Ελλάδα είναι 35- 40 ευρώ / μεγαβατώρα, όταν η αντίστοιχη τιμή π.χ. στο Μόναχο κινείται στα 50 ευρώ/μεγαβατώρα.
Λογικό θα πείτε, από τη στιγμή που έχουμε 50% μεγαλύτερη ηλιοφάνεια και άρα χαμηλότερο σταθμισμένο κόστος παραγωγής. Το κόστος της ενέργειας και το λειτουργικό, είναι παρεμφερή. Τη διαφορά κάνει η ηλιοφάνεια.
Τα παραπάνω ακούγονται ωραία, αρκεί και οι Γερμανοί να θέλουν να εισάγουν την «πράσινη» ενέργεια που χρειάζονται, αντί να την παράγουν οι ίδιοι.
Αν προχωρήσει ένα σχέδιο σαν το Green Aegean, σημαίνει αυτόματα ότι η γερμανική αγορά φωτοβολταϊκών, μια από τις πιο ανεπτυγμένες στην Ευρώπη με πολλές δυναμικές εταιρείες και πολύ μεγάλους τζίρους, θα χάσει έσοδα δισεκατομμυρίων, τα οποία και θα περάσουν στα χέρια του Νότου και δη της Ελλάδας.
Αν και η άσκηση είναι πιο σύνθετη, καθώς υπάρχουν και τα έξοδα, εντούτοις ένας πρόχειρος υπολογισμός για τη μεταφορά «πράσινης» ενέργειας 9 GW προς τη Γερμανία, μεταφράζεται σε ετήσια έσοδα κοντά στα 500 εκατ. ευρώ για τους έλληνες παραγωγούς ΑΠΕ. Τα λεφτά δεν είναι λίγα, αν κάνει κανείς μια προβολή κάποιων ετών.
Σε κάθε περίπτωση, το 2024 είναι η χρονιά, κατά την οποία θα πρέπει να καταστεί δυνατό ο Green Aegean να ενταχθεί ψηλά στις πολιτικές της Γερμανίας. Ειδάλλως, αν δεν μπει φέτος σε άλλη πίστα ωρίμανσης, το εξαγωγικό ενεργειακό story της Ελλάδας θα κινδυνεύσει.
Ο πρώτος λοιπόν δρόμος για να γίνει εξαγωγέας η χώρα είναι αυτός της «πράσινης» ενέργειας. Ο δεύτερος είναι εκείνος του φυσικού αερίου, όπου ήδη η Ελλάδα εξάγει εδώ και μια διετία, ποσότητες LNG στα Βαλκάνια.
Ο ενεργειακός διάδρομος είναι προς το παρόν μόνο ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, αλλά μια σειρά έργων που σταδιακά θα τον πλαισιώσουν, από το FSRU στην Αλεξανδρούπολη που μπαίνει σε κανονική λειτουργία τον Μάρτιο, έως την αύξηση της δυναμικότητας του TAP, καθώς και ο νέος αγωγός Ελλάδας - Βόρειας Μακεδονίας, αναμένεται να τετραπλασιάσουν μέχρι το 2030 τις δυνατότητες εξαγωγών της Ελλάδας.
Εδώ υπάρχει ένα ακόμη στοίχημα στον δρόμο προς την μετατροπή μας σε ισχυρό εξαγωγέα. Επενδύσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και από άλλες χώρες στην περιοχή.
Εάν θέλουμε πράγματι να στέλνουμε ποσότητες σε μαζική κλίμακα στην Ουκρανία, για παράδειγμα 4 και 5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο, τότε χρειάζονται συγκεκριμένα έργα κατά μήκος της διαδρομής.
Καταρχήν, να μεγαλώσει η χωρητικότητα του IGB από τα 3 στα 5 δισεκατομμύρια κυβικά, με μια σχετικά μικρή επένδυση, της τάξης των 10 εκατ. ευρώ, και κυρίως να αυξηθεί η δυναμικότητα τμήματος εντός του βουλγαρικού εδάφους μέχρι τα σύνορα με τη Ρουμανία.
Και από χωρητικότητα 5 δισ. σήμερα, να φτάσει και αυτή στα 10 δισεκατομμύρια κυβικά, με μια επένδυση που υπολογίζεται κοντά στα 200 εκατ. ευρώ. Συν κάποιες επιπλέον υποδομές στην Ουκρανία, όπως και στην Ουγγαρία.
Κυρίως όμως, αν πράγματι έχουμε βάλει στόχο να αυξήσουμε τις εξαγωγικές μας δυνατότητες, πρέπει να ενισχύσουμε και τον κύριο ελληνικό αγωγό φυσικού αερίου στο Σιδηρόκαστρο, λίγο πριν τα σύνορα με την Βουλγαρία, ώστε από χωρητικότητα 65 GWh να φτάσει τις 100 GWh την ημέρα.
Το μνημόνιο συνεργασίας που υπέγραψαν χθες το απόγευμα στην Αθήνα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης με τον Βούλγαρο ομόλογό του Ρούμεν Ράντεφ για την αύξηση της δυναμικότητας μεταφοράς των εθνικών συστημάτων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, θα πρέπει να δει και τέτοια ζητήματα.
Η Ελλάδα ασφαλώς και πρέπει να γίνει εξαγωγέας ενέργειας. Αλλά, παρά την προνομιακή μας γεωγραφική θέση, όντας απομονωμένοι στο κάτω άκρο της Βαλκανικής, χρειαζόμαστε «έξυπνες» και ακριβές λύσεις για να φτάσουμε στους πελάτες μας (πχ η υποθαλάσσια διαδρομή μέσω Αδριατικής).
Στη νέα εποχή, την εποχή των καλωδίων, το νέο σύστημα δεν χτίζεται σε μια μέρα. Απαιτεί χρόνο, επίμονη ενεργειακή διπλωματία και υψηλά πολιτικά κανάλια επαφών για να πείσουμε όσους διατηρούν ακόμη επιφυλάξεις να επενδύσουν πολιτικό κεφάλαιο και χρήμα.