Έρευνα του ΚΕΦίΜ: Εντυπωσιακή αύξηση στο μερίδιο των ΑΠΕ στην Ελλάδα
eurokinissi/ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
eurokinissi/ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

Έρευνα του ΚΕΦίΜ: Εντυπωσιακή αύξηση στο μερίδιο των ΑΠΕ στην Ελλάδα

Μελέτη που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών σε συνεργασία με το δίκτυο δεξαμενών σκέψης EPICENTER αποτυπώνει την πορεία της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, τα αναγκαία επόμενα βήματα που αφορούν την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και τις επενδύσεις στα πεδία της αποθήκευσης ενέργειας και των δικτύων διανομής,

Σύμφωνα με τα πορίσματα αυτής, «η Ελλάδα καταγράφει σταθερή πρόοδο στη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, με τη χώρα να ξεπερνά τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2023.

Η Ελλάδα αύξησε το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στο μείγμα ενέργειας κατά 61% (ή 9,6 ποσοστιαίες μονάδες) από το 2014 -2023. Με την επίδοση αυτή να την κατατάσσει στην 7η υψηλότερη θέση ως προς τη μεταβολή του μεριδίου συμμετοχής των ΑΠΕ στο μείγμα ενέργειας για την περίοδο αναφοράς ανάμεσα σε 36 ευρωπαϊκές χώρες.

Ως προς το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, η μέση τιμή (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) το πρώτο εξάμηνο του 2024 στην Ελλάδα για κατανάλωση 2.500-4.999 kWh διαμορφώθηκε πριν τους φόρους στα 0,24 Euro/kWh (17η θέση μεταξύ 29 χωρών) και μετά τους φόρους 0,29 Euro/kWh (16η θέση)», αναφέρει σχετικό δελτίο Τύπου του ΚΕΦΙΜ.

Σύμφωνα με το ίδιο δελτίο, τα βασικά πορίσματα της μελέτης είναι τα εξής:

• «Η σημαντική μείωση της χρήσης άνθρακα, ιδιαίτερα μετά το 2010, αντανακλά τη δέσμευση της Ελλάδας για απανθρακοποίηση και μείωση των εκπομπών CO₂. Παράλληλα, το φυσικό αέριο έχει εδραιωθεί ως "μεταβατική" πηγή ενέργειας, ενώ οι ΑΠΕ, αν και ενισχύουν την προσφορά, χρειάζονται καλύτερη ενσωμάτωση στο δίκτυο.

• Η Ελλάδα καταγράφει σταθερή πρόοδο στη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Από το 2014 - 2019 υπολειπόταν του μέσου όρου της ΕΕ-27, ενώ από το 2020 και έπειτα καταγράφεται σύγκλιση. Με τη χώρα να ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το 2023.

Η Ελλάδα αύξησε το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στο μείγμα ενέργειας κατά 61% (ή 9,6 ποσοστιαίες μονάδες) από το 2014 -2023. Οι επιδόσεις αυτές την κατατάσσουν στην 7η υψηλότερη θέση ως προς τη μεταβολή του μεριδίου συμμετοχής των ΑΠΕ στο μείγμα ενέργειας για την περίοδο αναφοράς ανάμεσα σε 36 ευρωπαϊκές χώρες, και αντίστοιχα στη 10η υψηλότερη θέση ως προς την αύξηση σε ποσοστιαίες μονάδες.

• Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο την περίοδο 2014-2023. Μέχρι το 2021, η χώρα βρισκόταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά έκτοτε τον ξεπέρασε φτάνοντας το 2023 να καταγράφει επίδοση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη του μέσου όρου.

Με ποσοστό 48%, κατέλαβε την 14η θέση ανάμεσα σε 34 ευρωπαϊκές χώρες, ενώ με αύξηση 120% από το 2014, κατατάχθηκε 11η στην αντίστοιχη μεταβολή.

• Απαιτούνται επενδύσεις για αναβάθμιση δικτύου, ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης και ευέλικτη διαχείριση ζήτησης, για τη μείωση του ποσοστού της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ που χάνεται (3,3% στην Ελλάδα το 2024) επειδή υπερκαλύπτει τη ζήτηση.

• Ο βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδας από τις εισαγωγές το 2022 ήταν ο 5ος μεγαλύτερος στην ΕΕ, με το 79,5% της συνολικής ενέργειας που καταναλώθηκε στη χώρα να καλύπτεται μέσω εισαγωγών, και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται στο 62,55%.

• Η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) στην Ελλάδα για κατανάλωση 2.500-4.999 kWh παραμένει κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά την περίοδο 2007-2024. Το 2022, χωρίς φόρους και επιδοτήσεις, ανήλθε στα 0,55 ευρώ/kWh, ενώ με επιδοτήσεις μειώθηκε στα 0,29 ευρώ/kWh. Στο πρώτο εξάμηνο του 2024, η τιμή πριν τους φόρους ήταν 0,24 ευρώ/kWh (17η θέση μεταξύ 29 χωρών) και μετά τους φόρους 0,29 ευρώ/kWh, με επιβάρυνση 0,05 ευρώ/kWh (16η θέση).

• Στην Ελλάδα, η ένταση ενέργειας (ενεργειακή απόδοση μιας οικονομίας) το 2023 έφτασε τα 84,13 κιλά ισοδύναμου πετρελαίου ανά 1.000 ευρώ ΑΕΠ, επίδοση 2 μονάδες χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η χώρα κατέλαβε την 14η θέση ενεργειακής απόδοσης, γεγονός που συνδέεται με τον περιορισμένο αριθμό ενεργοβόρων βιομηχανιών και την κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών στην οικονομία.

• Ένα μείγμα πολιτικών αποδοτικότερης ενεργειακής στρατηγικής θα περιελάμβανε τη σταδιακή κατάργηση της ρύθμισης των τιμών, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές ενέργειας, την ισχυρή ανάπτυξη των ΑΠΕ, καθώς και την ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας».

Για το θέμα, ο γενικός διευθυντής του ΚΕΦΙΜ Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε: «Η ενεργειακή μετάβαση είναι ένα μείζον στοίχημα τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση ευρύτερα. Η βιωσιμότητα αυτής της κρίσιμης διαδικασίας έχει ξεκάθαρες προϋποθέσεις: την ωρίμανση και την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και την επένδυση στις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας και στα δίκτυα διανομής. Μόνο έτσι θα αυξηθεί η ενεργειακή αυτονομία της ΕΕ και η αποτελεσματικότητα στη χρήση των ΑΠΕ ώστε συνεπακόλουθα να μειωθεί σημαντικά το κόστος της ενέργειας για νοικοκυριά, βιομηχανία και επιχειρήσεις».